Βροχή επενδύσεων στη ΝΑ Ευρώπη σε ΑΠΕ και υδρογονάνθρακες - Free Sunday
Βροχή επενδύσεων στη ΝΑ Ευρώπη σε ΑΠΕ και υδρογονάνθρακες

Βροχή επενδύσεων στη ΝΑ Ευρώπη σε ΑΠΕ και υδρογονάνθρακες

Επενδύσεις μεταξύ 23,3 δισ. και 30,2 δισ. ευρώ σε θερμικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, ανανεώσιμες πηγές και έρευνες υδρογονανθράκων προβλέπεται να πραγματοποιηθούν στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2016-2025, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ).

Συνολικά στις 13 χώρες της περιοχής που εξετάζονται (Δυτικά Βαλκάνια, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Κύπρος και Τουρκία) οι επενδύσεις προβλέπεται να φτάσουν στα 267 δισ. ευρώ – ή 321 δισ. ευρώ στο αισιόδοξο σενάριο. Από αυτά, περίπου τα μισά προβλέπεται να επενδυθούν στην Τουρκία (από 125 δισ. έως 141 δισ. ευρώ), η οποία αναμένεται να καταλαμβάνει ολοένα μεγαλύτερο χώρο στον ενεργειακό τομέα της περιοχής.

Συγκεκριμένα, η μελέτη προβλέπει ότι η ζήτηση ενέργειας στη ΝΑ Ευρώπη έως το 2050 θα τετραπλασιαστεί, στα 219 εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου το 2050, από 59 το 2015. Το μερίδιο της Τουρκίας στην τελική ζήτηση ενέργειας στο ίδιο διάστημα αναμένεται να αυξηθεί στο 60% από 52%, ενώ, αντίθετα, η Ελλάδα αναμένεται να καταγράψει τη μεγαλύτερη μείωση του μεριδίου της σε σύγκριση με τις λοιπές χώρες, από 10% σε 7%.

Τα ποσά αυτά προέκυψαν από την αξιολόγηση περίπου 500 projects στην περιοχή (διακρατικά, όπως οι αγωγοί αερίου, αλλά και εσωτερικά έργα), ιεραρχώντας ποια μπορούν να προχωρήσουν και συνυπολογίζοντας το country risk. Για την Ελλάδα, την ίδια περίοδο, το ύψος των επενδύσεων υπολογίζεται σε ένα εύρος από 23 έως 30 δισ. ευρώ και κατατάσσεται δεύτερη μετά την Τουρκία.

«Η Τουρκία αναδεικνύεται ως κυρίαρχος παράγοντας στη διαμόρφωση της τελικής ενεργειακής ζήτησης της περιοχής» αναφέρει το ΙΕΝΕ και προσθέτει: «Αυτό είναι κατανοητό, μιας και η οικονομία της παρουσιάζει σχετικά υψηλά ποσοστά ανάπτυξης σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΝΑ Ευρώπη».

Στο περιφερειακό ενεργειακό μείγμα δεσπόζουν οι εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ωστόσο, διαπιστώνεται έλλειψη επαρκών διασυνδέσεων φυσικού αερίου, η οποία εμποδίζει την ανάπτυξη της περιφερειακής αγοράς, αλλά και την αντιμετώπιση κρίσεων εφοδιασμού. Αντίστοιχα, στον τομέα του ηλεκτρισμού επισημαίνεται ότι η προώθηση των διεθνών διασυνδέσεων μεταξύ Ιταλίας, Δυτικών Βαλκανίων και Ελλάδας αποτελεί προτεραιότητα για την ολοκλήρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην περιοχή.

Στη μελέτη καταγράφεται απροθυμία των χωρών να σταματήσουν την ηλεκτροπαραγωγή από άνθρακα/λιγνίτη για λόγους ασφαλείας εφοδιασμού και κόστους, παρά την περιβαλλοντική πολιτική της Ε.Ε. για «απανθρακοποίηση» της οικονομίας.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις έρευνες φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο η εικόνα που υπάρχει αυτή τη στιγμή είναι ότι για το κοίτασμα της Αφροδίτης είναι ειλημμένη απόφαση για εμπορική εκμετάλλευση και εξαγωγές 8 δισ. κυβικών ετησίως μέσω Αιγύπτου.

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την έκθεση το φυσικό αέριο φαίνεται να αποκτά όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο ενεργειακό μείγμα των χωρών τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στην εμπορική και οικιακή χρήση.

Η εξέλιξη των ερευνών στην Κύπρο αλλά και η ανάπτυξη των κοιτασμάτων σε Αίγυπτο και Ισραήλ θα καθορίσουν το μέλλον για την εξαγωγή αερίου, είτε μέσω αγωγού από την Τουρκία είτε μέσω του υποθαλάσσιου αγωγού East Med που έχει προταθεί από τη ΔΕΠΑ.

Από την άλλη, ο λιγνίτης και ο άνθρακας παραμένουν το βασικό καύσιμο στην περιοχή και όπως δείχνουν οι προγραμματισμένες επενδύσεις τόσο στην Ελλάδα (ΔΕΗ) όσο και σε γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Τουρκία και το Μαυροβούνιο, η τάση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει. Ο λιγνίτης δεν εγκαταλείπεται και αυτό είναι κάτι που πρέπει να συνυπολογιστεί στους ευρωπαϊκούς ενεργειακούς σχεδιασμούς. Άλλωστε ένα από τα συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι υπάρχει σαφής αποτυχία σε επίπεδο πολιτικής της Ε.Ε. όσον αφορά την επίτευξη εθνικών στόχων, ιδίως στις ΑΠΕ, δεδομένου ότι παρατηρούνται συγκρούσεις μεταξύ αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων και επιτρεπόμενων επιπέδων ελλείμματος.

Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις για την τελική ζήτηση, εκτιμάται ότι στη ΝΑ Ευρώπη θα φτάσει μέχρι το 2050 στα 219 Mtoe, αυξημένη κατά 59 Mtoe σε σχέση με τα επίπεδα του 2015.

Στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης παρατηρείται υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, με τις εισαγωγές αργού και προϊόντων πετρελαίου να αντιστοιχούν στο 82,65% της συνολικής κατανάλωσης πετρελαίου και στο 69,5% του φυσικού αερίου έναντι 53,5% του μέσου όρου της Ε.Ε.