Το φάντασμα του πληθωρισμού, η Ελλάδα και η ανάπτυξη - Free Sunday
Το φάντασμα του πληθωρισμού, η Ελλάδα και η ανάπτυξη

Το φάντασμα του πληθωρισμού, η Ελλάδα και η ανάπτυξη

Έχει περάσει μία δεκαετία μέσα στην οποία οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες διοχέτευσαν ρευστότητα σχεδόν 13 τρισ. δολάρια, πάρθηκαν μη συμβατικά μέτρα χαλάρωσης, η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας έχει επιστρέψει σε επίπεδα προ κρίσης και για πρώτη φορά και ο πληθωρισμός επιταχύνεται, πλησιάζοντας κοντά στον στόχο των νομισματικών αρχών.

Οι αγορές κοιτούν με τρόμο πλέον το φάντασμα του πληθωρισμού, καθώς εκτιμάται ότι οι παραπάνω συνθήκες προοιωνίζονται το τέλος στην εποχή του φθηνού χρήματος και, ενδεχομένως, πιο επιθετικές κινήσεις από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών.

Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι αν είναι πράγματι τόσο μεγάλη η άνοδος του πληθωρισμού, που να προαναγγέλλει μια νέα εποχή υψηλών επιτοκίων.

Στην Αμερική, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (Φέντεραλ Ριζέρβ) κινείται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση. Στην Ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προετοιμάζεται για τίτλους τέλους στην ποσοτική χαλάρωση, έχει όμως επανειλημμένως τονίσει ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά για μεγάλο διάστημα.

Στις ΗΠΑ, το ΑΕΠ αναπτύχθηκε 2,6% τους τρεις τελευταίους μήνες του 2017 και για το 2018 οι προοπτικές είναι ανοδικές, κυρίως λόγω των δημοσιονομικών μέτρων της κυβέρνησης Τραμπ, που αφορούν φοροελαφρύνσεις 1,5 τρισ. δολαρίων και αυξήσεις δαπανών κατά 300 δισ. δολάρια. Από την άλλη, η οικονομία της Ευρωζώνης αναπτύσσεται με τους ταχύτερους ρυθμούς δεκαετίας. Η ανάπτυξη και οι προβλέψεις για άνοδο του πληθωρισμού στο 1,5% φέτος και στο 1,7% το 2019, προσεγγίζοντας τον στόχο 2%, εντείνουν τις πιέσεις προς την ΕΚΤ για στροφή προς την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής και, σε επόμενο στάδιο, αύξηση του κόστους δανεισμού.

Και το φαινόμενο Ελλάδα

Στην Ελλάδα, μια ελάφρυνση του χρέους που θα περιορίζει δραστικά τις δανειακές ανάγκες σε βάθος επενδυτικού ορίζοντα μέσω επιμηκύνσεως των λήξεων μέρους του κρατικού χρέους και η σύνδεση των δαπανών εξυπηρετήσεώς του με τον ρυθμό μεγεθύνσεως της οικονομίας θα οδηγήσει σε ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις αγορές, επιτρέποντας την περαιτέρω υποχώρηση των επιτοκίων δανεισμού, όπως σημειώνει σε έκθεσή της η Alpha Bank, σύμφωνα με στοιχεία που περιέχονται στην Έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος.

Σύμφωνα με το οικονομικό δελτίο της Τράπεζας, το 2017 εκτιμάται ότι είναι η πρώτη χρονιά μετά το 2007 κατά την οποία η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, σε ετήσια βάση, οφείλεται σε δομικούς παράγοντες, όπως η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και η επάνοδος του πληθωρισμού σε θετικό έδαφος. Αντιθέτως, τα έτη 2012 και 2015 η μείωση προερχόταν από ενέργειες που δεν επηρέαζαν το πρωτογενές ισοζύγιο της Γενικής Κυβερνήσεως παρά μόνο το χρέος.

Συγκεκριμένα, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβερνήσεως εκτιμάται ότι υπερέβη τον στόχο το 2017 για δεύτερο συνεχές έτος, συμβάλλοντας στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 2,6 εκατοστιαίες μονάδες, έναντι 3,7 το 2016. Παράλληλα, το 2017 ήταν το πρώτο έτος από το 2007 όταν η επίδραση της διαφοράς του επιτοκίου από τον ονομαστικό ρυθμό μεγεθύνσεως της οικονομίας (snowball effect) συνέβαλε στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 1,2 εκατοστιαίες μονάδες.

Συνεπώς, το 2017 η διαμόρφωση υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος είχε τη μεγαλύτερη μειωτική επίπτωση στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Εξετάζοντας, ωστόσο, τις μεταβολές του χρέους προς ΑΕΠ σωρευτικά την περίοδο 2009-2017, διαπιστώνεται ότι (Έκθεση Διοικητή ΤτΕ για το έτος 2017, Κεφ. V) η αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 51,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ προήλθε πρωτίστως από τη ραγδαία υποχώρηση του ονομαστικού ρυθμού της οικονομικής δραστηριότητας (συμβολή 45,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ), ενώ οι τόκοι και το πρωτογενές ισοζύγιο συνέβαλαν κατά 36,3 και 16,7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αντίστοιχα. Οι αυξήσεις αυτές μερικώς αντισταθμίστηκαν από την ανταλλαγή ομολόγων (PSI) και λοιπές προσαρμογές ελλείμματος-χρέους (-47,0 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ).

Δεδομένου του μεγάλου ύψους του ελληνικού δημόσιου χρέους, η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα έτη εκτιμάται ότι θα επιδράσει περισσότερο μειωτικά στον λόγο χρέος προς ΑΕΠ, σε σχέση με την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι συνθήκες για την αποκλιμάκωση της δανειακής επιβαρύνσεως του ελληνικού Δημοσίου αναμένεται να διαμορφωθούν μέσα στους επόμενους μήνες.

Αναμένεται ότι καθώς προσεγγίζουμε την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, θα αποσαφηνιστούν οι δράσεις που θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν την υποχώρηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε βιώσιμο επίπεδο.

Επισημαίνεται επιπλέον ότι ο δημοσιονομικός χώρος που θα προκύψει από τον εξορθολογισμό των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να αξιοποιηθεί σε δραστηριότητες που προάγουν την ανάπτυξη της οικονομίας, όπως το να δοθούν επιπλέον φορολογικά κίνητρα σε ευρεσιτεχνίες, στην καινοτομική επιχειρηματικότητα των νέων, σε δυναμικούς τομείς της οικονομίας κ.ά. Αυτή η πρακτική μπορεί να πυροδοτήσει έναν ενάρετο κύκλο τεχνολογικής προόδου και διατηρήσιμης ανάπτυξης και να συμβάλει στη μείωση του λόγου χρέος προς ΑΕΠ μέσω της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.

Ανάκαμψη επενδύσεων με στάσιμη κατανάλωση

Ωστόσο, η ανάπτυξη το 2017 (+1,4% έναντι πρόβλεψης για +1,6% στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2018 και αρχικής πρόβλεψης +2,7%) έκλεισε με επιτάχυνση των επενδύσεων και με την εξωτερική ζήτηση να στηρίζει ουσιαστικά την εγχώρια παραγωγή, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε στάσιμη (+0,1%), σχολιάζει ο ΣΕΒ αναλύοντας τα δεδομένα.

Έτσι, όπως σημειώνεται σε σχετική ανάλυση του ΣΕΒ, την ώρα που η ανεργία μειώνεται με αργό ρυθμό, η υπερφορολόγηση για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων ασκεί πιέσεις στην ιδιωτική κατανάλωση, γεγονός το οποίο θα συνεχιστεί τα επόμενα δύο έτη τουλάχιστον, ενώ η διάρθρωση των επενδύσεων δεν αποτυπώνει ακόμα μια σαφή, ισχυρή και βιώσιμη ανοδική τάση στην επενδυτική δραστηριότητα, παρά την επιτάχυνση που σημειώθηκε στο δ΄ τρίμηνο του 2017 σχεδόν σε όλες (εκτός κατοικιών) τις επιμέρους επενδυτικές κατηγορίες, σε σχέση με τις αρνητικές τάσεις στο εννεάμηνο του 2017. Σε κάθε περίπτωση, η βελτίωση του οικονομικού κλίματος τους δύο πρώτους μήνες του 2018 και η αυξανόμενη δυναμική που παρουσιάζουν η βιομηχανική παραγωγή και οι εξαγωγές αναμένεται να συνεχιστούν, εφόσον η έξοδος από το μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018 γίνει ομαλά.