Η πρόταση της ΤτΕ για την μείωση των κόκκινων δανείων - Free Sunday
Η πρόταση της ΤτΕ για την μείωση των κόκκινων δανείων

Η πρόταση της ΤτΕ για την μείωση των κόκκινων δανείων

Στη δημοσιότητα δόθηκε η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τα κόκκινα δάνεια.  Προβλέπει την ταυτόχρονη μεταφορά σε εταιρεία ειδικού σκοπού του συνόλου των «κόκκινων» δανείων που έχουν καταγγελθεί, ύψους 40 δισ. ευρώ και αναβαλλόμενου φόρου 7,5 δισ. ευρώ, ο οποίος σήμερα συνυπολογίζεται στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών. Προϋπόθεση για την υλοποίηση του σχεδίου είναι να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση που θα προβλέπει τη δημιουργία ισόποσης απαίτησης με το ύψος της αναβαλλόμενης φορολογίας, που θα μεταφερθεί στην Εταιρεία Ειδικού Σκοπού.

Η πρόταση έχει ως εξής

Περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης

«Στα μέσα του 2018 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα είχαν περίπου 180 δισεκ. ευρώ δανείων σε ατομική βάση εκ των οποίων 86 δισεκ. ευρώ ή 48% ήταν μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ)15. Ο δείκτης κάλυψης ΜΕΑ από συσσωρευμένες προβλέψεις (coverage ratio) ήταν 49%, ειδικότερα δε 69% για τα καταναλωτικά δάνεια, 33% για τα στεγαστικά και 53% για τα επιχειρηματικά. Είναι γεγονός ότι το απόλυτο μέγεθος του αποθέματος των MEA έχει μειωθεί, σύμφωνα με την αρχική στοχοθεσία των τεσσάρων τραπεζών (Ιούνιος 2016 – 2019) και από τα 104,5 δισεκ. ευρώ έχει υποχωρήσει στα 86 δισεκ. ευρώ (Όμως ο λόγος ΜΕΑ παραμένει υψηλός, κυρίως εξαιτίας της απουσίας πιστωτικής επέκτασης και της απομόχλευσης (deleveraging) των τραπεζικών ισολογισμών. Υπό το πρίσμα αυτό δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι οι τράπεζες προσπαθούν να αποκαταστήσουν ικανοποιητικούς δείκτες αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων, καθώς το κόστος προβλέψεων αντιστοιχεί σε περίπου 2% των δανείων μετά από προβλέψεις στο α΄ εξάμηνο του 2018. Αυτό συμβαίνει παρά την ομολογουμένως θετική πορεία που έχει καταγραφεί στην απεξάρτηση από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance, ELA), στην τήρηση της υφιστάμενης στοχοθεσίας για τη μείωση των MEA και τη συγκράτηση του λειτουργικού κόστους. Παράλληλα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν ικανοποιητικοί και υπάρχουν σημαντικά κεφαλαιακά αποθέματα, αν και η δυνατότητα σχηματισμού περαιτέρω ζημιών περιορίζεται από τις επιπτώσεις ενεργοποίησης της νομοθεσίας περί αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) 16. Ειδικά ως προς το ζήτημα των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, σημειώνεται ότι αυτές ήταν 16 δισεκ. ευρώ περίπου τον Ιούνιο του 2018 αντιστοιχώντας στο 57% των 16 Με το ν. 4465/2017 προβλέπεται η δυνατότητα μετατροπής των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTAs) σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Δημοσίου (DTCs) από το λογιστικό έτος 2016. Σύμφωνα μάλιστα με τις διατάξεις του νόμου, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση μπορεί να συμψηφιστεί με τους οφειλόμενους φόρους εισοδήματος για χρονικό διάστημα 20 ετών. Το ίδιο χρονικό διάστημα προβλέπεται επίσης για τη σταδιακή απόσβεση των ζημιών που οφείλονται σε διαγραφές και εκποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επισημαίνεται, ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4465/2017 σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιήσει ζημιές κατά τη λογιστική χρήση ενός έτους, τότε οφείλει να προβεί σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου, η οποία να αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, ήτοι το 29%. Ουσιαστικά δηλαδή, το Δημόσιο λαμβάνει αποζημίωση υπό τη μορφή νέων μετοχών, αυξάνοντας κατά αυτό τον τρόπο, σε βάρος φυσικά των ιδιωτών μετόχων (dilution), το ποσοστό συμμετοχής του στο πιστωτικό ίδρυμα. Συνεπώς, γίνεται κατανοητό ότι υφίσταται ένας περιορισμός για τα πιστωτικά ιδρύματα, όσον αφορά τον αποτελεσματικό τρόπο χρήσης των ιδίων κεφαλαίων τους με σκοπό την εξυγίανση των ισολογισμών τους. Ενδεχόμενη μετατροπή ικανού μέρους των απαιτήσεων αυτών σε μετοχές (λόγω ζημίων για μεταβίβαση, διαγραφή ή απομείωση της αξίας των ΜΕΑ) θα προκαλούσε το δραστικό περιορισμό της συμμετοχής των ιδιωτών μετόχων και την απόκτηση της συντριπτικής πλειοψηφίας από το Δημόσιο. Στο δυσμενές αυτό σενάριο, η εξέλιξη αυτή κατά πάσα πιθανότητα θα είχε μηδαμινό αντίκρισμα για το Ελληνικό Δημόσιο. Ο σχηματισμός ζημιών μειώνει τα εποπτικά ίδια κεφάλαια και τους σχετικούς δείκτες με αποτέλεσμα την υποχρέωση αποκατάστασης του ελάχιστου ορίου κεφαλαιακής επάρκειας. Το γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο συμμετέχει με μετρητά σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που καλύπτει το 29% του ποσοστού συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (βάσει του υφιστάμενου φορολογικού συντελεστή) δεν αναιρεί το απόλυτο μέγεθος της ζημίας η οποία μειώνει την καθαρή θέση και τα εποπτικά ίδια κεφάλαια. Αυτό όμως το ενδεχόμενο, με τη σειρά του, συνεπάγεται ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης (όσο και αν φαίνεται παράδοξο μετά την είσοδο του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών).

Η Πρόταση

Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των ΜΕΑ μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς τους σε μία Εταιρία Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle). Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβασθεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς. Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού έναντι του Ελληνικού Δημοσίου με προκαθορισμένοχρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος). Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, η Εταιρία Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσει σε έκδοση τιτλοποίησης (securitization) όπου (ενδεικτικά) θα εκδοθούν τρεις τάξεις τίτλων (senior, mezzanine, junior/equity). H κατώτερη τάξη τίτλων (equity) θα καλυφθεί από τις τράπεζες (με συμμετοχή έκαστης που δεν θα υπερβαίνει το 20%) και το Ελληνικό Δημόσιο . Η αποτίμηση των δανείων προς μεταβίβαση θα γίνει από ανεξάρτητους τρίτους φορείς και η τελική διάρθρωση της συναλλαγής (συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών των τριών τάξεων τίτλων) από τους συμβούλους της έκδοσης βάσει συνθηκών αγοράς. Εκτιμάται ότι επενδυτές θα απορροφήσουν μέρος της ανώτερης τάξης τίτλων (senior) και σημαντικό ποσοστό της ενδιάμεσης τάξης (mezzanine). Η δυνατότητα απορρόφησης πρόσθετων ζημιών από τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου (μέσω του μετασχηματισμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού) ενισχύει σημαντικά την πιθανότητα αποπληρωμής των ανώτερων τάξεων ομολόγων (senior, mezzanine). Παράλληλα προβλέπεται, μέσω της συμμετοχής στην κατώτερη τάξη τίτλων (junior/equity), η κατανομή τυχόν πλεονασμάτων σε Ελληνικό Δημόσιο και τράπεζες. Η διαχείριση του σχήματος θα γίνεται αποκλειστικά από ιδιώτες (εταιρείες διαχείρισης Η δομή και όροι της έκδοσης και ειδικότερα οι προσδοκώμενες χρηματορροές (cash-flow, waterflow) θα προσδιορίσουν αφενός τις πληρωμές χρεολυσίων και τόκων των δύο τάξεων τίτλων (senior, mezzanine) και αφετέρου τις τυχόν υπολειπόμενες πληρωμές προς το Ελληνικό Δημόσιο και τις τράπεζες. Στο πλαίσιο αυτό θα είναι δυνατόν να προσδιοριστεί και το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής της συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος. για δάνεια και πιστώσεις) και αναμένεται να υπάρξει διαχωρισμός συναλλαγών και διαχείρισης ανά κατηγορία δανείων (επιχειρηματικά, στεγαστικά, καταναλωτικά, κ.λπ.). Εννοείται ότι οι εντολές προς διαχειριστές θα προκύψουν μετά από ανταγωνιστική διαδικασία και το πλαίσιο διαχείρισης θα είναι σύμφωνο με διεθνείς βέλτιστες πρακτικές διαφάνειας και εποπτείας. Σημειώνεται ότι, πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής, οι τράπεζες αναμένεται ότι θα προχωρήσουν, σε συνεννόηση με τον εποπτικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε αναμόρφωση της τρέχουσας στοχοθεσίας μείωσης ΜΕΑ, με απώτερο στόχο την επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΑ εντός τριετίας.

Ενδεικτικό παράδειγμα

Στη συνέχεια παρατίθεται ένα απολύτως ενδεικτικό παράδειγμα, ώστε να εκτιμηθούν οι άμεσες επιπτώσεις από τη μεταβίβαση περίπου 40 δισεκ. ευρώ ΜΕΑ, ήτοι του συνόλου των καταγγελμένων δανείων (denounced) και 7,4 δισεκ. ευρώ της οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης. Ειδικότερα προβλέπονται (με στοιχεία α΄ εξαμήνου 2018):

• Μείωση αποθέματος των ΜΕΑ κατά 47%.

• Μείωση του δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από συσσωρευμένες προβλέψεις (coverage ratio) στο 41% από 49%.

• Βελτίωση του πλαισίου διαχείρισης των ΜΕΑ αφού στην Εταιρία Ειδικού Σκοπού μεταβιβάζεται το πλέον προβληματικό μέρος τους, ήτοι οι καταγγελμένες απαιτήσεις.

• Διατήρηση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε διψήφιο επίπεδο και για τις τέσσερις

• Περιορισμός συμμετοχής των DTCs στα εποπτικά κεφάλαια στο 30% από 57%.

Αντικειμενικοί σκοποί και επιδιώξεις

Η ταχεία επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» έχει αναγνωριστεί ως ύψιστης σημασίας για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την επιστροφή της σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Οι θετικές επιπτώσεις από την επίλυση του προβλήματος είναι ακόμα μεγαλύτερες σε μια μικρή και ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού. Είναι προφανές ότι μία κίνηση όπως αυτή που έχει ήδη περιγραφεί συνεπάγεται την άμεση και δραστική μείωση του δείκτη των ΜΕΑ και επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, τη διαμόρφωση στόχων επίτευξης μονοψήφιων ποσοστών ΜΕΑ εντός 2-3 ετών. Παράλληλα, διαμορφώνεται ένα αποτελεσματικό πλαίσιο επίτευξης οργανικής κερδοφορίας και εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου, λόγω αυτής ακριβώς της βελτίωσης της ποιότητας περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, αλλά και ενίσχυσης της ανθεκτικότητας τους στην α- 20 Η αναμενόμενη μείωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, σύμφωνα με το ενδεικτικό παράδειγμα είναι τρεις μονάδες κατά μέσο όρο με βάση στατική ανάλυση. Εάν όμως ληφθούν υπόψη τα αποθέματα κεφαλαίων άνω του ελάχιστου δείκτη σύμφωνα με τον Πυλώνα ΙΙ, οι ενδεχόμενες ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης, όποτε ολοκληρωθούν οι συναλλαγές και εφόσον προκύψουν αυτές, θα είναι σημαντικά χαμηλότερες. Τέλος, διαμορφώνεται σαφές πλαίσιο επαναπροσδιορισμού του επιχειρησιακού μοντέλου των τραπεζών και μειώνεται η αβεβαιότητα για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές τους. Η δημιουργία ιδιωτικών σχημάτων διαχείρισης μπορεί να διευκολύνει την αποτελεσματική εξυγίανση ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα. Παράλληλα είναι δυνατόν να υπάρξει καλύτερος συντονισμός σε ζητήματα διαχείρισης κοινοπρακτικών σχημάτων. Τέλος, επιτρέπει στις τράπεζες να επικεντρωθούν σε κύριες τραπεζικές εργασίες, καθώς και στη διαχείριση του μέρους των ΜΕΑ, που πραγματικά αξιολογούν ότι έχουν προστιθέμενη αξία και καλύτερη ανακτησιμότητα. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι μεσοπρόθεσμα και στο πλαίσιο αντιμετώπισης του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» στην ευρωζώνη, το εποπτικό κόστος διακράτησής τους στον ισολογισμό θα αυξηθεί για τις τράπεζες, όπως προκύπτει και από τη σχετική ανακοίνωση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού . Κατά συνέπεια διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις άντλησης κεφαλαίων για τις τράπεζες από οργανωμένες αγορές με γνώμονα μία εντελώς διαφορετική επενδυτική πρόταση:

• Βελτίωση ποιότητας περιουσιακών στοιχείων εκ των προτέρων (σε αντίθεση με την επί του παρόντος προσδοκώμενη μείωση των ΜΕΑ στην επόμενη δεκαετία).

• Βελτίωση οργανικής κερδοφoρίας

• Μείωση συμμετοχής αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια τους με σαφώς μεγαλύτερη πιθανότητα σταδιακού συμψηφισμού της με μελλοντικά κέρδη.

Πέραν όμως των παραγόντων αυτών, μία συστημική διευθέτηση του ζητήματος των «κόκκινων δανείων» απελευθερώνει ουσιαστικά χρηματοδοτικούς και φυσικούς πόρους, είτε αυτοί σχετίζονται με εμπράγματες εξασφαλίσεις, που θα αξιοποιηθούν από βιώσιμες οικονομικές μονάδες, είτε μέσω της αναδιανομής πόρων από τον τραπεζικό τομέα στο πλαίσιο ενίσχυσης των αναπτυξιακών τάσεων της πραγματικής οικονομίας.»

Δείτε ΕΔΩ την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος