Οι νέοι και οι οικογένειες πλήρωσαν την κρίση - Free Sunday
Οι νέοι και οι οικογένειες πλήρωσαν την κρίση

Οι νέοι και οι οικογένειες πλήρωσαν την κρίση

Οι νέοι και οι οικογένειες ήταν οι μεγάλοι χαμένοι της κρίσης, όπως προκύπτει από τη νέα έρευνα της «διαΝΕΟσις». Η έρευνα, με συντονιστή τον καθηγητή στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου Μάνο Ματσαγγάνη, χαρτογραφεί τις μεταβολές στα εισοδήματα και την απασχόληση ανά εισοδηματική ομάδα, ηλικία, επάγγελμα και φύλο, παρουσιάζοντας εκείνους που επλήγησαν περισσότερο.

Κατάρρευση του οικογενειακού εισοδήματος

Την πενταετία 2009-2014 το εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε κατά 42% – η μέση μείωση του μηνιαίου εισοδήματος ήταν 513 ευρώ, ενώ την περίοδο 2003-2009, δηλαδή πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών είχε αυξηθεί κατά 14%. Σύμφωνα με την έρευνα, «η μείωση του ΑΕΠ κατά 26% εξηγεί μόνο ένα μέρος της μείωσης των εισοδημάτων. Το υπόλοιπο μέρος δεν μπορεί παρά να αποδοθεί στη μεγάλη αύξηση της φορολογίας που συνέβη την ίδια περίοδο». Σε αυτούς τους δύο λόγους αποδίδουν κυρίως οι ερευνητές και τη ραγδαία υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών στη χώρα.
Ποιοι ήταν όμως εκείνοι που επλήγησαν περισσότερο από τη μείωση των εισοδημάτων και του βιοτικού επιπέδου; Όπως φαίνεται, οι νέοι ήταν οι μεγάλοι χαμένοι της κρίσης, ενώ μικρότερο μέρος του εισοδήματός τους έχασαν οι πολίτες ηλικίας 45-64 ετών και ακόμη μικρότερο, το μικρότερο όλων, οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών.
Συγκεκριμένα, στην ηλικία 18-29 ετών οι απώλειες εισοδήματος την περίοδο 2009-2014 ήταν 44,8%, ενώ στην ηλικία 65 ετών και πάνω ήταν 33,5%. Οι συνταξιούχοι έχασαν το 32,5% του εισοδήματός τους, ενώ οι μισθωτοί το 38,6% και οι αυτοαπασχολούμενοι το 40,3%.
Χαμένοι της κρίσης υπήρξαν κι εκείνοι με την καλύτερη εκπαίδευση. Το μέγεθος της απώλειας εισοδήματος, βάσει της ανάλυσης των ερευνητών, δείχνει να αυξάνεται ανεβαίνοντας τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά στα στοιχεία δείχνει ότι οι απόφοιτοι λυκείου έχασαν περισσότερα στην πρώτη φάση της κρίσης (2009-2012), ενώ στη δεύτερη φάση η εισοδηματική κατάστασή τους παρέμεινε σταθερή.
Όσον αφορά τη σύνθεση κάθε νοικοκυριού, οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες για τις οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά παρά για εκείνες χωρίς παιδιά ή με τρία παιδιά και άνω. Σημειώνεται ότι τα εισοδήματα των γυναικών μειώθηκαν οριακά λιγότερο (κάτω από 1%) σε σύγκριση με των ανδρών.
Την ίδια ώρα η μείωση της απασχόλησης ήταν μεγαλύτερη για τους άνδρες στους κλάδους της οικοδομής (-63%), της βιομηχανίας, του ηλεκτρισμού και της ύδρευσης (-38%), ενώ ήταν μικρότερη στον τομέα της δημόσιας διοίκησης (-2%) και στον πρωτογενή τομέα (-9%).

Οι φτωχοί, φτωχότεροι;

Η έρευνα επιχειρεί να δώσει απαντήσεις και στο ερώτημα εάν οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι, με τα αποτέλεσμα της ανάλυσης να χαρακτηρίζονται «απρόσμενα».
Συγκεκριμένα, «με βάση την εισοδηματική κατανομή του 2012, στην περίοδο 2009-2012 το φτωχότερο 10% του πληθυσμού είχε διπλάσιες απώλειες από το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού (404 ευρώ έναντι 205 ευρώ)». Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι και οι πλούσιοι υπέστησαν τις μικρότερες απώλειες.
Αντίθετα, υπό το πρίσμα της εισοδηματικής κατανομής του 2009, οι μεταβολές εισοδήματος της ίδιας περιόδου εμφανίζονται «προοδευτικές» και οι εισοδηματικές απώλειες αυξάνονται στα μεγαλύτερα εισοδήματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι «η μείωση του μέσου μηνιαίου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος για το πιο πλούσιο 10% έφτασε το ποσό των 853 ευρώ. Όσο για την εισοδηματική κατάσταση του φτωχότερου 10%, αυτή παρουσίασε μικρή βελτίωση (62 ευρώ μηνιαίως)». Δηλαδή, από τη σκοπιά του 2009, φαίνεται ότι οι φτωχοί έγιναν λιγότερο φτωχοί και οι πλούσιοι λιγότερο πλούσιοι.
Η έρευνα σημειώνει και την ελλιπή στήριξη των ανέργων από το κράτος, καθώς ενώ αυξανόταν ο αριθμός τους, η ενίσχυση μειωνόταν.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό κάλυψης των ανέργων από προγράμματα στήριξης μειώθηκε από 35% το 2010 σε μόλις 9% το 2014, ενώ και το τακτικό επίδομα ανεργίας μειώθηκε από 454 ευρώ σε 360 ευρώ τον μήνα την ίδια περίοδο.

Διαγενεακή κινητικότητα

Ένα κρίσιμο θέμα που αναλύει η μελέτη είναι αυτό της διαγενεακής κινητικότητας, που παραπέμπει στην ισότητα των ευκαιριών στη χώρα. Πόσες πιθανότητες έχει ένα παιδί που μεγαλώνει σε φτωχή οικογένεια να καταλήξει κι αυτό φτωχό ως ενήλικας; Και πόσες είναι οι πιθανότητες να ζήσει μια πιο άνετη ζωή;
Σύμφωνα με τη μελέτη, 59,5% των ατόμων ηλικίας 25-29 ετών που τα έβγαζαν πέρα δύσκολα στην Ελλάδα είχαν μεγαλώσει σε οικογένειες που κι εκείνες δυσκολεύονταν (54,9% στο σύνολο της Ε.Ε.).
Βάσει των ίδιων στοιχείων, στην Ελλάδα είναι 2,2 φορές πιθανότερο κάποιος που έχει μεγαλώσει σε οικογένεια που τα βγάζει πέρα δύσκολα να βιώσει το ίδιο ως ενήλικας. «Η σχετική πιθανότητα στην Ε.Ε. είναι ακόμη μεγαλύτερη όμως: 2,8 φορές. Η οικονομική κατάσταση των γονιών κάποιου είναι λιγότερο πιθανό να προσδιορίζει την οικονομική δυσπραγία του στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην Ε.Ε.» καταλήγει η έρευνα.

Προτάσεις για «αποκατάσταση των αδικιών»

Όπως σημειώνουν οι υπεύθυνοι της έρευνας, «η μείωση του εγχώριου προϊόντος, η αύξηση της φορολογίας, η μακρόχρονη αρνητική ανάπτυξη, η αναιμική ανάκαμψη που ακολούθησε και συχνά η αδυναμία των διχτυών ασφαλείας του κοινωνικού κράτους να ανταποκριθούν στον ρόλο τους έφεραν μια πρωτόγνωρη κατάσταση και γέννησαν αρκετές αδικίες».
Έτσι, θεωρούν ότι είναι απαραίτητος «ο γενναίος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας με καλύτερες αμοιβές. Παράλληλα, προτείνουν τη συστηματικότερη στήριξη του εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων μέσα από την επέκταση των επιδομάτων ανεργίας ώστε να καλύπτουν περισσότερους ανέργους, τη βελτίωση του σχεδιασμού του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων, τη θεσμοθέτηση επιδόματος ενοικίου και καλύτερη εφαρμογή του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης.