Ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ και ο κίνδυνος - Free Sunday
Ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ και ο κίνδυνος
Έντονη ανησυχία υπάρχει για την αύξηση του αφορολόγητου ορίου, από το 2020, που εκτιμάται ότι θα εξανεμίσει την αύξηση του κατώτατου μισθού.

Ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ και ο κίνδυνος

Της Ελευθερίας Σακκέτου

Αν και υπολείπεται των 751 ευρώ που ήταν η προεκλογική υπόσχεση της κυβέρνησης, η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%, στα 650 ευρώ, και ταυτόχρονα η κατάργηση του υποκατώτατου δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα… λάθος μέτρο. Αν και εφαρμόζεται στο τέλος της τετραετούς θητείας της κυβέρνησης, η απόφαση (την οποία ανακοίνωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατά την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου) έχει οικονομική και κοινωνική λογική, εκτός της πολιτικής σκοπιμότητας.

Ο νέος κατώτατος μισθός για άγαμους εργαζομένους χωρίς προϋπηρεσία διαμορφώνεται (από 1/2/2019) σε 650 ευρώ μεικτά, που αντιστοιχεί σε 546 ευρώ καθαρά και είναι αυξημένος κατά 63,95 ευρώ σε σχέση με τον κατώτατο μισθό που έχει καθοριστεί από το 2012 στα 586,08 ευρώ τον μήνα. Αντίστοιχα, το κατώτατο ημερομίσθιο του άγαμου ανειδίκευτου εργάτη καθορίζεται σε 29,03 ευρώ, από 26,18 ευρώ που είναι σήμερα.

Οι αυξήσεις επηρεάζουν και τους εργαζομένους που λαμβάνουν μεν τον κατώτατο μισθό, προσαυξημένο όμως με το επίδομα γάμου (10%) ή τις λεγόμενες τριετίες προϋπηρεσίας (10% για κάθε τρία χρόνια υπηρεσίας και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 9 ετών και άνω). Στο κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών η προσαύξηση είναι της τάξης του 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως έξι τριετίες (συνολικά 30% για προϋπηρεσία 18 ετών και άνω). Προσοχή όμως, τις προσαυξήσεις αυτές δικαιούνται μόνο όσοι είχαν την αντίστοιχη προϋπηρεσία έως τις 14 Φεβρουαρίου 2012. Όσοι συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν μετά την ημερομηνία αυτή τις κρίσιμες περιόδους δεν δικαιούνται επίδομα. Τουλάχιστον έως ότου το ποσοστό ανεργίας διαμορφωθεί κάτω του 10%.

Ανησυχία για την αύξηση του αφορολόγητου

Ανησυχία υπάρχει όμως για την αύξηση του αφορολόγητου, από το 2020, που εκτιμάται ότι θα εξανεμίσει την αύξηση.

Κι αυτό γιατί όταν ο μισθωτός θα λάβει αύξηση στον κατώτατο μισθό, από 586 ευρώ μεικτά οι αποδοχές του θα διαμορφωθούν στα 650 ευρώ. Οι καθαρές φορολογητέες αποδοχές ανέρχονται σε 546 ευρώ. Ακολούθως αυξάνεται και το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα, το οποίο ανέρχεται σε 7.644 ευρώ. Με βάση τη σημερινή κλίμακα φορολογίας εισοδήματος προκύπτει ετήσιος φόρος (22%) ύψους 1.681,68 ευρώ. Επειδή σήμερα χορηγείται έκπτωση φόρου στους μισθωτούς 1.900 ευρώ (έμμεσο αφορολόγητο όριο), ο φόρος μηδενίζεται κι έτσι ο συγκεκριμένος μισθωτός είναι και για το 2019 αφορολόγητος.

Αυτό όμως αναμένεται να αλλάξει από τον Ιανουάριο του 2020, οπότε και θα εφαρμοστεί η ψηφισμένη από το 2017 μείωση της έκπτωσης φόρου για τους μισθωτούς και συνταξιούχους, που οδηγεί σε μείωση του αφορολόγητου ορίου. Η έκπτωση φόρου για τους άγαμους μειώνεται από το 2020 στα 1.250 ευρώ, από 1.950 ευρώ που είναι σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό, για τον ίδιο εργαζόμενο προκύπτει ετήσιος φόρος 1.681,68 ευρώ. Από το ποσό αυτό αφαιρείται η έκπτωση φόρου 1.250 ευρώ κι έτσι προκύπτει ετήσιος φόρος 431,68 ευρώ. Η καθαρή αύξηση των αποδοχών του μισθωτού που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό λόγω της αύξησης που ανακοίνωσε η κυβέρνηση ανέρχεται σε 756 ευρώ. Από αυτή την αύξηση θα πρέπει να αφαιρεθεί η επιβάρυνση 431,68 ευρώ που οφείλεται στη μείωση του αφορολόγητου ορίου. Έτσι, το καθαρό όφελος για τον χαμηλόμισθο από τον συνδυασμό αύξησης του κατώτατου μισθού και μείωσης του αφορολόγητου ορίου είναι 324,32 ευρώ, δηλαδή μόλις 23,15 ευρώ τον μήνα.

Ο κίνδυνος

Η πλειονότητα των εκπροσώπων των εργοδοτικών φορέων έχει επισημάνει στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας τον κίνδυνο περαιτέρω μετατροπής της πλήρους απασχόλησης σε «μαύρη» ανασφάλιστη εργασία, μέσω της αλλαγής των συμβάσεων σε μερικής απασχόλησης. Στο σύνολό τους, δε, οι αντιδράσεις αφορούν την έλλειψη μέτρων μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, προκειμένου η αύξηση να είναι πραγματική και να ενισχύσει πραγματικά τον εργαζόμενο.

Η ΓΣΕΕ, σε ανακοίνωσή της, τόνισε ότι «η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοινώθηκε χρησιμοποιείται ως φύλλο συκής για τη μη αποδοχή του κυρίαρχου αιτήματος της ΓΣΕΕ, για άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, χωρίς διακρίσεις και με ταυτόχρονη νομοθέτηση της αποκατάστασης της αρμοδιότητας του εφεξής καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για όλους τους εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ)», θέτοντας μια σειρά από ερωτήματα, όπως: Είναι πραγματική η αύξηση; Λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες βιοπορισμού των εργαζομένων;

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατώτατος μισθός των εργαζομένων πρέπει να βελτιωθεί» επισημαίνουν σε κοινή τους ανακοίνωση ΣΕΒ και ΣΕΤΕ και προσθέτουν: «Για να συμβεί αυτό χωρίς επιπτώσεις στην ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη: να μειωθεί η φορολογία της εργασίας, να συγκρατηθεί το μη μισθολογικό κόστος με τη μείωση των εισφορών και να αποσυνδεθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον μέσο μισθό, με τον εξορθολογισμό της υποχρεωτικής διαιτησίας».

Παράλληλα, η ΓΣΕΒΕΕ τόνισε ότι η εξαγγελία για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ θα πρέπει να συνοδευτεί με πρωτοβουλίες προς δύο κύριες κατευθύνσεις: τη διεύρυνση του αφορολόγητου ποσού για τους μισθωτούς έτσι ώστε το διαθέσιμο εισόδημά τους να ανταποκρίνεται σε αυτή την αύξηση και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, όπως, για παράδειγμα, η άμεση κατάργηση της επιπλέον εισφοράς 1% επί των ασφαλιστικών εισφορών του άρθρου 97 του Ν. 4387/2016.

Τέλος, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Γιώργος Καρανίκας, είπε ότι «το ανακοινωθέν ποσοστό του 11% ξεπέρασε το όριο των προσδοκιών και των αντοχών που έχει η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και η ελληνική οικονομία. Να μην ξεχνάμε ότι το αυξημένο κόστος καλείται και πάλι να καταβληθεί από το ίδιο πορτοφόλι, το οποίο παραμένει κενό τραπεζικής χρηματοδότησης και παράλληλα καλύπτει παράλογη φορολόγηση, αυξημένα εργοδοτικά κόστη, ασφαλιστικές εισφορές, μισθούς, ενοίκια, δημοτικά τέλη, ρυθμίσεις ή καταβολές δανείων».