«Αγκάθια» ρευστότητα, οφειλές Δημοσίου και κόκκινα δάνεια - Free Sunday
«Αγκάθια» ρευστότητα, οφειλές Δημοσίου και κόκκινα δάνεια
«Τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου επαρκούν για την κάλυψη των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών των δύο τουλάχιστον επόμενων ετών ακόμα και υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες». ΟΔΔΗΧ

«Αγκάθια» ρευστότητα, οφειλές Δημοσίου και κόκκινα δάνεια

Παρά την… επιτυχή έξοδο από το μνημόνιο, τη δημιουργία «μαξιλαριού» αλλά και τα μέτρα για το χρέος, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, τα οποία εντοπίζονται κυρίως στην έλλειψη ρευστότητας, στις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου και στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών.

Τα τρία αυτά «αγκάθια» που παραμένουν στην ελληνική οικονομία καταγράφει το υπουργείο Οικονομικών στο Δελτίο Δημοσίου Χρέους 2018. Στην ίδια έκθεση καταγράφεται μια έκρηξη πράξεων repo στα 24,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018, έχοντας πλέον χρησιμοποιήσει το 75% των διαθεσίμων φορέων του ελληνικού Δημοσίου. Επίσης, εκτιμάται ότι υπάρχουν διαθέσιμα για τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμη και υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες.

«Μετά την ομαλή εκπλήρωση των οροσήμων που, έναν χρόνο πριν, αποτελούσαν ζητούμενα για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας (επιτυχής ολοκλήρωση του Προγράμματος Στήριξης, δημιουργία ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, εφαρμογή μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων), οι εναπομένουσες δυσχέρειες στο εσωτερικό περιβάλλον συγκεντρώνονται γύρω από τη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας, τις πηγές και τις δυνατότητες χρηματοδότησής της. Στην κατεύθυνση αντιμετώπισης των συναφών αδυναμιών κινείται η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ελληνικού Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και τα εργαλεία διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (δευτερογενής αγορά δανείων, ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, μηχανισμός εξωδικαστικού συμβιβασμού)» επισημαίνεται στη σχετική έκθεση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ).

Επίσης αναφέρεται ότι μετά τα 9,5 δισ. ευρώ, της τελευταίας δόσης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) που εντάχθηκε στα ταμειακά διαθέσιμα ασφαλείας, «τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου επαρκούν για την κάλυψη των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών των δύο τουλάχιστον επόμενων ετών ακόμα και υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες». Όπως τονίζεται τα ταμειακά διαθέσιμα διαμορφώθηκαν στο τέλος του 2018 στα 26,8 δισ. ευρώ, έναντι 948 εκατ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2017.

Παράλληλα, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης διαμορφώθηκε στο επίπεδο των 358,948 δισ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου του 2018, από 328,703 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017, γεγονός που αποδίδεται από τον ΟΔΔΗΧ στην καταβολή των δόσεων των δανείων του ESM, στην έκδοση του νέου επταετούς ομολόγου, αλλά και σε εκδόσεις εντόκων γραμματίων και repo κατά τη διάρκεια του έτους.

Ειδικότερα, κατά το 2018 εκδόθηκε νέο χρέος 34,640 δισ. ευρώ που αποτελείται από:

• Τα μακροπρόθεσμα δάνεια του ESM που εντός του έτους ανήλθαν σε 21,7 δισ. ευρώ με μεσοσταθμικό κόστος 1,43%.

• Έκδοση νέου επταετούς ομολόγου ονομαστικής αξίας 3 δισ. ευρώ σταθερού επιτοκίου 3,375%, λήξεως 15/2/2025 και απόδοσης 3,5% με τιμή έκδοσης 99,236%, άρα ταμειακή εισροή 2,977 δισ. ευρώ.

• 36 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 1,771% από Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

• Καθαρές εκδόσεις εντόκων γραμματίων 337 εκατ. ευρώ, διαμορφώνοντας το στοκ των εντόκων γραμματίων στο τέλος του 2018 στα 15,28 εκατ. ευρώ. Οι μεικτές εκδόσεις εντόκων γραμματίων 13,26 εβδομάδων και 52 εβδομάδων για το 2018 ανήλθαν σε 35,005 εκατ. ευρώ με μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού 0,93%, ενώ οι λήξεις εντόκων εντός του έτους ήταν 34,669 εκατ. ευρώ.

• Έκδοση νέου βραχυχρόνιου χρέους repo 9,590 εκατ. ευρώ, διαμορφώνοντας το στοκ των repo στο τέλος του 2018 στα 24,521 εκατ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι η μεσοσταθμική διάρκεια του νέου δανεισμού για το 2018 διαμορφώθηκε στα 19,8 έτη, ενώ το μεσοσταθμικό κόστος του νέου δανεισμού –εκτός των συμφωνιών repo– διαμορφώθηκε σε 1,39%.

Βιωσιμότητα χρέους

Στο ετήσιο δελτίο αναφέρεται επίσης ότι η στρατηγική διαχειριστικών πράξεων μέσω παραγώγων συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του 2018, με κύριο στόχο τη μετατροπή του χρέους κυμαινόμενου επιτοκίου σε ιστορικά χαμηλά σταθερού επιτοκίου. «Οι λόγοι προέρχονται από το μεγάλο ποσοστό μεταβλητού επιτοκίου στο σύνολο του χρέους εξαιτίας των δανείων του επίσημου τομέα, αλλά και την ωφέλεια των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων του ευρώ» επισημαίνεται.

Στο πλαίσιο αυτό προέκυψαν τα παρακάτω αποτελέσματα:

1. Μειώθηκε στο 10,75% η συμμετοχή των υποχρεώσεων κυμαινόμενου επιτοκίου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, μειώνοντας αντίστοιχα και τον επιτοκιακό κίνδυνο.

2. Οι ανωτέρω πράξεις οδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση του «Μέσου Σταθμικού Χρόνου Ανατιμολόγησης του δημοσίου χρέους», φτάνοντας τα 13,01 έτη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω δείκτης επί της ουσίας δείχνει τα έτη κατά τα οποία οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους θα παραμείνουν σταθερές στα τρέχοντα επίπεδα. Για την περίπτωση της Ελλάδας τα έτη αυτά είναι περίπου 13. Ο δείκτης αυτός είναι ένας συνδυασμός των δεικτών της μέσης σταθμικής διάρκειας του χρέους, που στο τέλος του 2018 ήταν 18,17 έτη, και της συμμετοχής των υποχρεώσεων σταθερού επιτοκίου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου, που αντίστοιχα ήταν 89,25%.

3. Ο ανωτέρω δείκτης σε συνδυασμό με τον δείκτη «Ετήσιου κόστους εξυπηρέτησης δημοσίου χρέους (σε ταμειακή βάση)», που στο τέλος του 2018 ήταν 1,61%, «οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το προαναφερθέν “αποτελεσματικό” κόστος, που είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, θα παραμείνει ουσιαστικά το ίδιο για τα επόμενα 13 περίπου έτη» αναφέρεται στην έκθεση του ΟΔΔΗΧ.