Η «σωστή» θέρμανση ανά περιοχή - Free Sunday
Η «σωστή» θέρμανση ανά περιοχή
Τα ενεργειακά τζάκια μπορούν να αξιοποιήσουν το 70%-90% της θερμογόνου δύναμης της καύσιμης ύλης, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά τζάκια, που εκμεταλλεύονται μόνο το 10%-20%.

Η «σωστή» θέρμανση ανά περιοχή

Έχοντας μπει στην καρδιά του χειμώνα, η πτώση της θερμοκρασίας είναι αισθητή. Είναι η εποχή που αρχίζει ο πονοκέφαλος για τη θέρμανση του σπιτιού. Και το κύριο ερώτημα –πόσο μάλλον εν μέσω της οικονομικής κρίσης που πυροδότησε η πανδημία του κορονοϊού– είναι πώς το σπίτι θα θερμανθεί αποδοτικά αλλά και οικονομικά. Τι είναι προτιμότερο, το πετρέλαιο θέρμανσης, το φυσικό αέριο ή τα παραδοσιακά ξύλα; Ποιο είναι το οικονομικότερο είδος θέρμανσης;

Τα SOS

Για την επιλογή ενός συστήματος θέρμανσης οι καταναλωτές πρέπει να εξετάζουν παράγοντες όπως:

1) η γεωγραφική περιοχή όπου κατοικούν (για παράδειγμα, τα air-conditions μπορεί να είναι καλή λύση θέρμανσης για ένα σπίτι σε νησί των Κυκλάδων, αλλά σίγουρα δεν είναι ό,τι καλύτερο για μια κατοικία στη Δυτική Μακεδονία μέσα στο καταχείμωνο),

2) το αρχικό κόστος εγκατάστασης και η περίοδος απόσβεσης (λαμβάνοντας υπόψη και παράγοντες όπως η δαπάνη συντήρησης και η μεταβολή στην τιμή του καυσίμου λόγω θερμομόνωσης),

3) χαρακτηριστικά του κτιρίου, όπως η θερμομόνωση του χώρου, αλλά ακόμα και τα υλικά επικάλυψης του πατώματος.

«Αν μιλάμε για ένα καλά θερμομονωμένο σπίτι, χτισμένο μετά το 2010, σχεδόν με όλα τα συστήματα θα είναι αποδοτικό.

»Στη Θεσσαλονίκη, που έχει πρόσβαση σε δίκτυο φυσικού αερίου, μπορεί κάποιος να λειτουργήσει θαυμάσια έναν λέβητα συμπύκνωσης, αλλά και μια αποδοτική αντλία θερμότητας.

»Στη Βόρεια Ελλάδα γενικά, όπου οι θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες, είναι πιο αποδοτικοί οι λέβητες φυσικού αερίου ή πετρελαίου, και αν είναι κατάλληλα σχεδιασμένα τόσο το σύστημα όσο και το σπίτι, μπορεί να γίνει ένα πάντρεμα με εναλλακτικές λύσεις, όπως μια αντλία θερμότητας.

»Στη Δυτική Μακεδονία λειτουργούν αποδοτικά οι λέβητες πετρελαίου ή και οι ξυλολέβητες.

»Για τη Νότια Ελλάδα, και ιδίως τα νησιά, μια αντλία θερμότητας, ακόμα και αέρα-αέρα, μπορεί να είναι μια χαρά, γιατί εκεί το πρόβλημα δεν είναι τόσο το κρύο όσο η υγρασία.

»Οτιδήποτε κι αν διαλέξει κανείς, όμως, πρέπει να μελετήσει προσεκτικά όλες τις πτυχές, γιατί τη θέρμανση δεν την αποκτάς για λίγο, αλλά για 20 χρόνια, και μια αλλαγή, στη φορολογία π.χ., μπορεί να σε κάνει να νιώθεις ότι εγκατέστησες ένα ασύμφορο σύστημα που θα σε συνοδεύει επί μακρόν» επισημαίνει ο δρ. Άγις Παπαδόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ.

Το πετρέλαιο

Οι λέβητες πετρελαίου χρησιμοποιούνται κυρίως σε κεντρικές θερμάνσεις πολυκατοικιών. Φέτος, ειδικά, περισσότεροι πολίτες επιλέγουν αυτό το είδος θέρμανσης λόγω της σημαντικά μειωμένης τιμής του πετρελαίου.

«Οι καταναλωτές που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για να προμηθευτούν πετρέλαιο φέτος είναι περισσότεροι από τις προηγούμενες χρονιές και αυτό διότι είναι σε χαμηλά επίπεδα η τιμή του πετρελαίου. Για την ακρίβεια, η μείωση είναι 23% σε σχέση με την περσινή χρονιά, έτσι αυτοί που επέλεγαν ξύλα, ρεύμα, ακόμα και αέριο, αποφάσισαν σε ποσοστό περίπου 10% να γυρίσουν στο πετρέλαιο θέρμανσης» ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων, Γιώργος Ασμάτογλου.

Τζάκι

Μία εξαιρετικά καλή επιλογή θεωρείται και το τζάκι, πόσο μάλλον το ενεργειακό τζάκι. Καίει 3-4 φορές λιγότερα ξύλα από το κανονικό, διαθέτει λειτουργία ρυθμιζόμενης καύσης και εκμεταλλεύεται στο μέγιστο τη θερμότητα που παράγει, κατανέμοντάς την ομοιόμορφα στον γύρω χώρο (αερόθερμο τζάκι), είτε διοχετεύοντάς τη στο νερό υπάρχοντος δικτύου θέρμανσης, όπως το καλοριφέρ, ή σε ενδοδαπέδια θέρμανση (υδραυλικό ενεργειακό τζάκι).

Και στις δύο περιπτώσεις, με χρήση δικτύου σωληνώσεων, η θέρμανση διοχετεύεται σε όλους τους χώρους της κατοικίας. Τα ενεργειακά τζάκια μπορούν να αξιοποιήσουν το 70%-90% της θερμογόνου δύναμης της καύσιμης ύλης, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά τζάκια, που εκμεταλλεύονται μόνο το 10%-20%.

Η κατασκευή ενεργειακού τζακιού είναι σαφώς ακριβότερη, σύντομα όμως γίνεται απόσβεση των χρημάτων λόγω της μεγάλης εξοικονόμησης θερμικής ενέργειας. Για παράδειγμα, η θέρμανση με τη χρήση αερόθερμων ή ηλεκτρικών καλοριφέρ κοστίζει πολύ περισσότερο. Το κόστος εγκατάστασης ενός ενεργειακού τζακιού κυμαίνεται από 2.500 ευρώ μέχρι και τα 6.000 ευρώ για μεγαλύτερες εστίες. Μια άλλη επιλογή είναι η μετατροπή κάποιου παραδοσιακού τζακιού σε ενεργειακό, που μπορεί να κοστίσει μέχρι 2.000 ευρώ.

Φυσικό αέριο

Μια πολύ γνωστή πλέον μορφή θέρμανσης στην Ελλάδα είναι το φυσικό αέριο, που τα τελευταία χρόνια έχει ένα αρκετά καλό υποστηρικτικό δίκτυο.

Η εγκατάσταση φυσικού αερίου κοστίζει γύρω στα 1.500 ευρώ για ένα διαμέρισμα με υπάρχουσα αυτονομία, στα 2.000 ευρώ για διαμέρισμα χωρίς υπάρχουσα αυτονομία, ενώ η εγκατάσταση στον κεντρικό λέβητα για τις πολυκατοικίες αρχίζει από 1.500 ευρώ για τις μικρές πολυκατοικίες και αναλόγως του μεγέθους αυξάνεται.

Κλιματιστικά, ηλεκτρικά καλοριφέρ, αερόθερμα

Μια… εύκολη λύση, στην οποία καταφεύγει κάποιος όταν δεν έχει πετρέλαιο, είναι το ηλεκτρικό καλοριφέρ, το αερόθερμο ή το κλιματιστικό.

Ωστόσο, η θέρμανση με ηλεκτρικά καλοριφέρ, αερόθερμα κ.λπ. δεν είναι η πιο συμφέρουσα λύση. Κι αυτό διότι με τα ηλεκτρικά καλοριφέρ ο λογαριασμός της ΔΕΗ μπορεί να ξεπεράσει κατά πολύ τα 1.000 ευρώ τον μήνα. Οι ηλεκτρικές συσκευές θέρμανσης αποτελούν αναγκαστικές λύσεις, π.χ. για πολυκατοικίες όπου δεν λειτουργεί η κεντρική θέρμανση, για εξοχικά όπου οι ανάγκες είναι περιορισμένες, για θέρμανση μεμονωμένων χώρων κ.λπ.

Άλλο όμως τα ηλεκτρικά καλοριφέρ και άλλο τα κλιματιστικά. Τα πρώτα καταναλώνουν μία μονάδα ενέργειας και παράγουν μία μονάδα θερμότητας (δηλαδή έχουν συντελεστή μετατροπής 100%). Τελείως διαφορετικά είναι τα δεδομένα για τα κλιματιστικά, ειδικά αυτά που ανήκουν στην κατηγορία Inverter, τα οποία μπορεί να καταναλώνουν μία μονάδα ενέργειας και να παράγουν 2,5 ή και 3 μονάδες θερμότητας. Έτσι, αν και η πρώτη συσκευή κοστίζει έως 100 ευρώ και η δεύτερη μπορεί να φτάνει πάνω από τα 300 ευρώ, η «φθηνή» συσκευή καταναλώνει τρεις φορές περισσότερη ενέργεια.

Ωστόσο, στα μειονεκτήματα του κλιματιστικού είναι το ότι δεν είναι και ο πλέον υγιεινός τρόπος για να ζεσταθεί κάποιος.

Αντλίες θερμότητας

Ως προς τις αντλίες θερμότητας, ο δρ. Παπαδόπουλος επισημαίνει: «Γενικά η απόδοση των αντλιών θερμότητας εξαρτάται από δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η εξωτερική θερμοκρασία. Στους 0 έως 4 βαθμούς εξωτερικής θερμοκρασίας η απόδοση αυτών των συστημάτων πέφτει πολύ, ενώ σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν δύσκολα λειτουργούν. Ο δεύτερος είναι η διαφορά θερμοκρασίας που θέλουμε να πετύχουμε. Όταν έξω η θερμοκρασία είναι -10, δεν μπορείς εύκολα να ζεστάνεις το νερό στους 60-70 βαθμούς. Με άλλα λόγια, στη Νότια Ελλάδα αυτά τα συστήματα μπορούν να λειτουργήσουν πολύ καλά, αλλά στη Δυτική Μακεδονία, μέσα στο καταχείμωνο, δεν θα είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει, αφού είτε δεν θα λειτουργούν με υψηλό βαθμό απόδοσης είτε η θέρμανση θα έχει πολύ μεγάλο κόστος».

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι αντλίες θερμότητας χωρίζονται σε τρία είδη. Το πρώτο είναι οι αντλίες αέρος-αέρος, παρόμοιες με τα γνωστά σε όλους μας κλιματιστικά, που στις σύγχρονες εκδοχές τους είναι αποδοτικά συστήματα και έχουν το ατού ότι είναι και πολύ γρήγορης απόκρισης. Κι αυτό επειδή ανακυκλώνουν τον αέρα του σπιτιού, έτσι σε λίγα μόλις λεπτά μπορούν να αλλάξουν τη θερμοκρασία του χώρου. «Ωστόσο, στα παλιά ελληνικά σπίτια, με τα πατώματα από μωσαϊκό, πλακάκι και μάρμαρο, δηλαδή θερμοδυναμικά βαριά υλικά, δεν μπορείς να ζεστάνεις το δάπεδο με ένα κλιματιστικό, χωρίς χαλί, ενώ π.χ. με το καλοριφέρ ζεσταίνεται. Επιπλέον, κάποιοι χώροι, όπως η κουζίνα και το λουτρό, μένουν ψυχροί, γιατί συνήθως δεν μπορείς να έχεις ένα κλιματιστικό σε κάθε δωμάτιο. Το αν αυτή η μορφή θέρμανσης είναι αποδοτική εξαρτάται από το σε ποια περιοχή βρίσκεσαι και πόσο θα δουλέψεις τα κλιματιστικά, ενώ, περιβαλλοντικά, το κρίσιμο θέμα είναι από πού παράγεται ο ηλεκτρισμός για τη λειτουργία του κλιματιστικού, καθώς συνήθως προέρχεται κι αυτός από ορυκτά καύσιμα» σημειώνει ο καθηγητής του ΑΠΘ.

Ο δεύτερος τύπος αντλίας θερμότητας είναι οι αέρα-νερού. Αυτές, αξιοποιώντας τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος αέρα, θερμαίνουν νερό, που κυκλοφορεί είτε στα θερμαντικά σώματα είτε στην ενδοδαπέδια θέρμανση. Τα συστήματα αυτά διασφαλίζουν σαφώς καλύτερες συνθήκες θερμικής άνεσης και αν είναι σωστά μελετημένα είναι και οικονομικά αποδοτικά.

Ο τρίτος τύπος είναι οι αντλίες θερμότητας νερού-νερού. Σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιείται θερμότητα από έναν γεωεναλλάκτη αβαθούς γεωθερμίας, για να ζεσταθεί το νερό στα θερμαντικά σώματα ή στην ενδοδαπέδια θέρμανση. Αυτή είναι μια εξαιρετική μορφή θέρμανσης, από άποψη τόσο περιβαλλοντική όσο και οικονομική, γιατί η θερμοκρασία του εδάφους, τέσσερα-πέντε μέτρα κάτω από την επιφάνεια, είναι σαφώς υψηλότερη από εκείνη της επιφάνειας τον χειμώνα.

Ωστόσο, αυτό το σύστημα θέρμανσης έχει δύο θέματα: το ένα είναι ότι το αρχικό κόστος εγκατάστασης είναι μεγαλύτερο σε σχέση με τις άλλες μορφές θέρμανσης και το δεύτερο ότι χρειάζεσαι οικόπεδο για να εγκαταστήσεις τον γεωεναλλάκτη. Έτσι, αυτή η μορφή θέρμανσης είναι ευκολότερη για μια περιαστική κατοικία απ’ ό,τι για μια αστική. Για παράδειγμα, εξηγεί ο καθηγητής, για μια μονοκατοικία 150 τετραγωνικών θα χρειαζόταν οικόπεδο ενός έως δύο στρεμμάτων, αν και το ακριβές εμβαδόν εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το είδος του εδάφους. Μπορεί επίσης να γίνει συνδυασμός αντλίας θέρμανσης και ηλιακών συλλεκτών. Αυτό είναι ένα σύστημα ακριβότερο, αλλά οδηγεί σε πολύ καλή απόδοση και γι’ αυτό σε ταχεία απόσβεση.