ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Αδιέξοδο για την οικονομία η λιτότητα
Τις δραματικές συνέπειες της συνεχιζόμενης πολιτικής δημοσιονομικής λιτότητας στην ελληνική οικονομία υπογραμμίζει με ιδιαίτερα οξύ τρόπο η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την οικονομία και την απασχόληση, η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 36ου Συνεδρίου της ΓΣΕΕ. Σύμφωνα με τον επιστημονικό διευθυντή του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, αναπληρωτή καθηγητή του Οικονομικού Τμήματος του ΕΚΠΑ, Γιώργο Αργείτη, η εμμονή στις περιοριστικές πολιτικές όχι μόνο δεν θα βγάλει τη χώρα από την κρίση αλλά θα επιτείνει τον υφεσιακό φαύλο κύκλο.
Μικρή άνοδος και νέα πτώση το 2015
Παρουσιάζοντας τα στοιχεία της έκθεσης, ο κ. Αργείτης επισήμανε ότι κατά το α΄ εξάμηνο του 2015 το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές αυξήθηκε κατά 0,6%, με την τάση να αναστρέφεται το γ΄ τρίμηνο (μείωση κατά 1,1%) κυρίως λόγω της αβεβαιότητας την οποία τροφοδότησαν οι πολιτικές εξελίξεις. Από την άλλη, οι καθαρές εξαγωγές αυξήθηκαν οριακά το 2015 λόγω της πτώσης των εισαγωγών, η οποία αποδίδεται κυρίως στη συνεχιζόμενη μείωση του πραγματικού μισθού, αλλά και στην εφαρμογή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι το πρόβλημα της αποεπένδυσης συνεχίζει να υφίσταται, πάρα την ισχνή, πρόσκαιρη ανάκαμψη που παρατηρήθηκε στις αρχές του 2015, ενώ η βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για την αντιστάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων της λιτότητας στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, τονίζοντας ότι η μακροχρόνια αποεπένδυση έχει επηρεάσει το δυνητικό ΑΕΠ, γεγονός που δημιουργεί μακροοικονομικούς κινδύνους και περιορισμούς όταν η χώρα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης.
Παράγων αποσταθεροποίησης η λιτότητα
Σύμφωνα με τον κ. Αργείτη, η πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται στη χώρα από το 2010 και η οποία φαίνεται ότι αποτελεί και σήμερα τη βασική επιλογή των δανειστών έχει αποτύχει να δημιουργήσει βιώσιμες συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής, να μειώσει την αβεβαιότητα και το πιστωτικό ρίσκο της οικονομίας, να συμβάλει στην ανάκτηση της φερεγγυότητας και της αξιοπιστίας του ελληνικού δημόσιου τομέα, καθώς και στη σταθεροποίηση του μακροοικονομικού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο κ. Αργείτης επισήμανε επίσης ότι «από το 2009 η πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης είναι σταθερή, με το διαθέσιμο εισόδημα να μειώνεται με γρηγορότερο ρυθμό από την κατανάλωση. Ως αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής, το επίπεδο κατανάλωσης των νοικοκυριών υπερβαίνει το διαθέσιμο εισόδημά τους σε βάρος της αποταμίευσης και του πλούτου τους. Το εύρημα αυτό αποτυπώνει ότι η συμπίεση της κατανάλωσης έχει φτάσει στο κατώτερο όριό της, γεγονός που αιτιολογεί το μικρό βάθος της ύφεσης την περίοδο 2014-2015. Επίσης δείχνει ότι η περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος θα έχει καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία».
Παραμένει στα ύψη η ανεργία
Όσον αφορά τις εξελίξεις στο πεδίο της αγοράς εργασίας και της ανεργίας, η έκθεση διαπιστώνει ότι υπάρχει τάση αποκλιμάκωσης του ποσοστού ανεργίας, η οποία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2013 –από το 27,9%, το οποίο αποτελεί ιστορικό υψηλό της μεταπολεμικής περιόδου, μειώθηκε στο 24,5% τον Οκτώβριο του 2015–, ενώ επισημαίνεται ότι ο ρυθμός μείωσης του ποσοστού ανεργίας τόσο το 2014 όσο και το 2015 παρέμεινε σταθερός, στο 5,6% κατ’ έτος. Ωστόσο, ο ρυθμός αυτός κάθε άλλο παρά επαρκής είναι για να αντιμετωπίσει το τεράστιο ύψος της ανεργίας στη χώρα, καθώς, όπως ο κ. Αργείτης σημείωσε χαρακτηριστικά, «αν κάνουμε την υπόθεση εργασίας ότι ο ρυθμός αποκλιμάκωσης του ποσοστού ανεργίας παραμείνει σταθερός, τότε, δεδομένων των δημογραφικών και άλλων παραμέτρων, θα χρειαστούν 20 χρόνια, δηλαδή ως το 2036, ώστε η ανεργία να επιστρέψει στο ποσοστό 7,3% του Μαΐου 2008, πριν, δηλαδή, αρχίσει η οικονομική κρίση». Παράλληλα, η μελέτη διαπιστώνει ότι το γ΄ τρίμηνο του 2015 οι μακροχρόνια άνεργοι αποτελούσαν το 73,7% του συνόλου των ανέργων, καθώς και ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια απ’ όλες τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, την ίδια στιγμή που η μερική απασχόληση αυξάνεται κατά τη διάρκεια της κρίσης από το 5,5% το γ΄ τρίμηνο του 2008 σε 9,1% το γ΄ τρίμηνο του 2015 και η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων εργάζεται περισσότερο του κανονικού τους ωραρίου στο σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας, ενώ στο διάστημα 2010-2015 η σωρευτική μεταβολή των πραγματικών αποδοχών τους ήταν -20,1%, ήτοι χάθηκε το 1/5 αυτών.
Πρόταση για το ασφαλιστικό
Ειδική αναφορά γίνεται στο ζέον ζήτημα του ασφαλιστικού, το οποίο αποτελεί ακόμα ζήτημα διαφοροποίησης μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών. Ο κ. Αργείτης υπογράμμισε ότι «τα περιθώρια παρέμβασης μόνο σε εσωτερικές παραμέτρους του συστήματος, όπως αύξηση εισφορών, μείωση συντάξεων, μείωση ποσοστού αναπλήρωσης, αύξηση χρόνου συνταξιοδότησης, είναι πλέον πολύ περιορισμένα και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα βιωσιμότητας σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Επιπλέον, αναπαράγουν κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα και μειώνουν την αξιοπιστία της μεταρρυθμιστικής παρέμβασης, καθώς σύντομα θα οδηγήσουν στη λήψη νέων μέτρων». Στο πλαίσιο αυτό, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ καταθέτει εναλλακτική πρόταση, επισημαίνοντας ότι «η αύξηση των πόρων (σ.σ.: του ασφαλιστικού συστήματος) θα μπορούσε να γίνει άμεσα και αποτελεσματικά μέσω μιας σειράς παρεμβάσεων στο σκέλος των εργασιακών σχέσεων και της απασχόλησης». Η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ περιλαμβάνει τη θεσμοθέτηση Προγραμμάτων Εγγυημένης Απασχόλησης, τη θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Σύνθεσης Προσωπικού, πρόταση που θα περιορίσει την αδήλωτη εργασία αλλά ταυτόχρονα θα αυξήσει την απασχόληση, την αύξηση του κατώτατου μισθού και την ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, εξέλιξη που θα πιέσει προς τα πάνω τους μισθούς και τις εισφορές, την ενίσχυση των συμβάσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης και τον περιορισμό της μερικής και της εκ περιτροπής εργασίας, τον σημαντικό περιορισμό των απολύσεων και την πλήρη αποζημίωση απόλυσης. Αποτιμώντας συνολικά τα αποτελέσματα της έκθεσης, ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ σημείωσε ότι «η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από τη δημιουργία μιας νέας αναπτυξιακής κουλτούρας, η οποία θα είναι αποδεσμευμένη από νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και θα βασίζεται στη διασύνδεση των δημοσιονομικών, των χρηματοπιστωτικών και των μακροοικονομικών επιδόσεων της οικονομίας με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του μοντέλου ανάπτυξης και ειδικά με την παραγωγική ικανότητα και δυναμική της χώρας να δημιουργεί απασχόληση».