Με «έξυπνες» πολιτικές η ενθάρρυνση των επενδύσεων - Free Sunday
Με «έξυπνες» πολιτικές η ενθάρρυνση των επενδύσεων

Με «έξυπνες» πολιτικές η ενθάρρυνση των επενδύσεων

Η Ελλάδα αποτελεί σήμερα μία δραματική και ακραία περίπτωση αποεπένδυσης. Αυτή η παραδοχή πρέπει να αποτελέσει τη βάση κάθε συζήτησης για την επιστροφή στην ανάπτυξη. Οι επενδύσεις πλέον δεν επαρκούν ούτε για τη συντήρηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Οι περίπου -13 δισ. ευρώ (αρνητικές) καθαρές επενδύσεις ετησίως συνεχίζουν να απειλούν τον παραγωγικό ιστό της χώρας, δυσχεραίνουν τη στέρεη ανάκαμψη της παραγωγής και καθυστερούν τη δημιουργία νέων και σταθερών θέσεων εργασίας για όλους.

Η εξισορρόπηση της αποεπένδυσης απαιτεί ένα επενδυτικό σοκ που ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ την επόμενη επταετία. Η τόνωση της εσωτερικής ζήτησης από μόνη της ούτε επαρκεί ούτε αποτελεί αναπτυξιακό οδηγό. Ταυτόχρονα, η διαθέσιμη δημόσια χρηματοδότηση δεν καλύπτει το επενδυτικό κενό. Παραδοσιακά οι «αναπτυξιακοί» νόμοι διανέμουν δημόσιους πόρους περίπου 2 δισ. ευρώ, ενώ άλλους τόσους αναμένεται να διαθέσει το νέο ΕΣΠΑ (πρόγραμμα ΕΠΑΝΕΚ) για την ενθάρρυνση ιδιωτικών επενδύσεων.

Ακόμα όμως και αν οι δημόσιοι πόροι ήταν περισσότεροι, η αντίληψη ότι οι επιχορηγήσεις και οι «αναπτυξιακοί» νόμοι των τελευταίων 20 ετών δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα είναι διάχυτη. Οι περίπου 760 επενδύσεις και οι 5.700 θέσεις εργασίας τον χρόνο (1982-2010), σε μια οικονομία με περίπου 1 εκατομμύριο επιχειρήσεις και 4,5 εκατομμύρια εργατικό δυναμικό, δεν μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικό αποτέλεσμα διαχρονικά.

Για να επιταχυνθεί η παραγωγική επανεκκίνηση χρειαζόμαστε μια «έξυπνη» επενδυτική λογική και ένα αναπτυξιακό αντίδοτο στην υπερφορολόγηση. Η οικονομία έχει έκδηλη ανάγκη ενός διαφορετικού πλέγματος πολιτικών που θα αλλάξουν τα δεδομένα, με επενδύσεις που δημιουργούν δουλειές, εξωστρέφεια, εμπορεύσιμα προϊόντα, καινοτομία, συνέργειες μεταξύ μικρότερων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων και βελτίωση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Οι πέντε πυλώνες της νέας επενδυτικής στρατηγικής είναι οι εξής:

Πρωτίστως, απαιτείται οριζόντια ενθάρρυνση όλων των οικονομικά αποδοτικών επενδύσεων, ανεξαρτήτως κλίμακας ή γεωγραφίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα με μια «έξυπνη» φορολογική λογική που ενθαρρύνει δυναμικά την προστιθέμενη αξία και τις δουλειές, που με τη σειρά τους μετεξελίσσονται σε πρόσθετα φορολογικά έσοδα και εισφορές για τα ασφαλιστικά ταμεία. Ένα απλό, πολύ αποτελεσματικό αλλά και δημοσιονομικά ουδέτερο εργαλείο είναι η μεταφερόμενη υπεραπόσβεση (π.χ. στο 200%) σε κεφαλαιακές δαπάνες (capex), καθώς και ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής (π.χ. στο 20%) σε περίπτωση επανεπένδυσης κερδών.

Δεύτερος πυλώνας είναι η άρση των αντικινήτρων και η μείωση της γραφειοκρατίας, που επιβαρύνουν τις επενδύσεις με 16% κόστος ευκαιρίας εξαιτίας καθυστερήσεων στην υλοποίηση, με 3,9 δισ. ευρώ επιπλέον κόστος λειτουργίας, με 3,5 χρόνια στις πτωχευτικές διαδικασίες, με υπερδιπλάσιο χρόνο απονομής δικαιοσύνης σε σχέση με την Ε.Ε. των «28» (1.580 ημέρες για απόφαση επί εμπορικής οφειλής), αλλά και με 40% πάνω από τον μέσο χρόνο εκδίκασης των διοικητικών υποθέσεων. Η αντιμετώπιση εμποδίων στην αδειοδότηση, απονομή δικαιοσύνης, επιστροφή ΦΠΑ, φορολογική σταθερότητα, κόστος δανεισμού, πληρότητα υποδομών, χωροταξικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό είναι και επιβεβλημένη αλλά και δημοσιονομικά ουδέτερη.

Ο τρίτος πυλώνας εστιάζει στην κινητοποίηση επενδύσεων στην καινοτομία για τον μετασχηματισμό της σε νέα προϊόντα, ανταγωνιστικότητα και δουλειές. Η Ελλάδα έχει τεράστια περιθώρια βελτίωσης. Σκεφτείτε μόνο πως το φορολογικό όφελος επενδύσεων στην καινοτομία προσεγγίζει το 35% σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ενώ στην Ελλάδα είναι μόλις 8,7%. Η Ελλάδα πρέπει να δώσει, επιτέλους, ισχυρά και οριζόντια κίνητρα καινοτομίας, όπως η Ολλανδία, η Λετονία, η Μεγάλη Βρετανία, η Λιθουανία και η Τουρκία.

Με αιχμή τη φορολογική προβλεψιμότητα, ο τέταρτος πυλώνας ενθαρρύνει την εγκατάσταση κέντρων εφοδιαστικής, μονάδων κοινών υπηρεσιών, κέντρων καινοτομίας και επιχειρηματικής αριστείας στην Ελλάδα με εργαλείο την (τεκμαρτή) φορολόγηση στο 5%, σταθερή τουλάχιστον για δεκαπέντε έτη. Αυτό θα δώσει διέξοδο στην αιμορραγία στο εξωτερικό του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει η Ελλάδα (καταλαμβάνοντας ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στις χώρες του ΟΟΣΑ). Χώρες όπως η Ιρλανδία, η Ουγγαρία, η Ισπανία και η Πολωνία κάνουν εκτενή χρήση ανάλογων πρακτικών.

Πέμπτος πυλώνας είναι η δημιουργία οικονομιών κλίμακας και συνοχής. Η επιβίωση και μεγέθυνση των μικρότερων ελληνικών επιχειρήσεων δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς την ενθάρρυνση των παραγωγικών δικτύων, ειδικά μεταξύ μικρότερων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Οι συνεργασίες μεταξύ διαφορετικών μεγεθών και εξειδικεύσεων θα επιτρέψουν την αξιοποίηση νέων αγορών, οικονομίες κλίμακας, ευελιξία, προγραμματισμό παραγωγής, αλλά και μια νέα προσέγγιση στην περιφερειακή ανάπτυξη. Την παραγωγική δικτύωση μικρότερων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων την προωθούν ενεργητικά όλες οι ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις.

Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην καταπολέμηση της φοροκλοπής. Η αντιμετώπισή της είναι απαραίτητη προκειμένου να αλλάξει η εικόνα της χώρας και να αποκτήσει τεράστιες δυνατότητες άσκησης αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής.

Λύσεις ηλεκτρονικής τιμολόγησης και ιχνηλάτησης προϊόντων μπορούν να υλοποιηθούν εντός εξαμήνου με θετικές συνέπειες, όπως τα 1,5 δισ. ευρώ πρόσθετων φόρων, ο περιορισμός της έκδοσης πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων κατά 80% και η αύξηση των δημοσίων εσόδων κατά 200 εκατ. ευρώ από τη μείωση του λαθρεμπορίου.

Κλειδί της νέας επενδυτικής λογικής είναι η διασφάλιση, για πρώτη φορά, της αμοιβαιότητας των συμφερόντων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Τα επενδυτικά κίνητρα λαμβάνουν σάρκα και οστά τη στιγμή που θα δημιουργήσουν κέρδη, άρα και πρόσθετα δημόσια έσοδα. Μόνο τότε ένα μέρος των πρόσθετων δημοσίων εσόδων αξιοποιείται από τους επενδυτές ως επιβράβευση του ρίσκου και της επενδυτικής πρωτοβουλίας. Όλα αυτά μαζί μπορούν να αλλάξουν τα επενδυτικά δεδομένα στην Ελλάδα και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για σταθερές θέσεις εργασίας. Ζητούμενο πλέον είναι η ενσωμάτωσή τους στο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο που αυτή τη στιγμή διαμορφώνεται και, φυσικά, η υλοποίησή τους.