Σταύρος Ζωγραφάκης: «Η δημοσιονομική προσαρμογή συνέβαλε στο μέγεθος και στη διάρκεια της ύφεσης» - Free Sunday
Σταύρος Ζωγραφάκης: «Η δημοσιονομική προσαρμογή συνέβαλε στο μέγεθος και στη διάρκεια της ύφεσης»

Σταύρος Ζωγραφάκης: «Η δημοσιονομική προσαρμογή συνέβαλε στο μέγεθος και στη διάρκεια της ύφεσης»

Τώρα, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου τους «Ανισότητες, φτώχεια, οικονομικές ανατροπές στα χρόνια της κρίσης», ο Σταύρος Ζωγραφάκης εξηγεί τι συνέβη ως τώρα και ποιες είναι οι επόμενες προκλήσεις για την Ελλάδα, την κοινωνία και την οικονομία.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να μου μιλήσετε για το βιβλίο που εκδώσατε μαζί με τον κ. Γιαννίτση. Βάση του αποτελεί η μελέτη που κάνατε για το Ίδρυμα Hans Böckler για την ανισότητα στην Ελλάδα της κρίσης…

Πράγματι, το βιβλίο έχει ως αφετηρία τη μελέτη μας που δημοσιεύτηκε πριν από περίπου έναν χρόνο, με τίτλο «Greece: Solidarity and Adjustment in Times of Crisis», από το Ίδρυμα Hans Böckler. Όμως η έρευνά μας συνεχίστηκε και έχουν προστεθεί σημαντικά νέα κεφάλαια που δεν υπήρχαν στην αρχική μας μελέτη. Έχει προστεθεί, για παράδειγμα, η κρίσιμη συνεισφορά της γυναίκας στο οικογενειακό εισόδημα στα χρόνια της κρίσης, η ακίνητη περιουσία, ο τραπεζικός δανεισμός και τα κόκκινα δάνεια, τα αγροτικά εισοδήματα και η φορολόγησή τους κ.ά.

Η μελέτη αρχικά επικεντρώθηκε στα φορολογικά ζητήματα και διαπίστωσε ότι από το 2008 έως το 2014 είχαμε μια υπέρογκη φορολογική αύξηση στην Ελλάδα. Πόσο ήταν αυτή;
Τα νοικοκυριά με τα υψηλότερα εισοδήματα φορολογήθηκαν σημαντικά περισσότερο σε απόλυτους όρους, ενώ οι ασθενέστερες ομάδες υπέστησαν μια πολύ μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση σε σχετικούς όρους. Για παράδειγμα, η ομάδα των δεκατημορίων 1 έως 5 (δηλαδή το 50% του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα) πλήρωσε 4,4 φορές αυξημένους φόρους έναντι της ομάδας των δεκατημορίων 6-7, που πλήρωσε 1,5 φορές περισσότερους, και της ομάδας με τα υψηλότερα εισοδήματα (8-10), που πλήρωσε μόλις 1,05 φορές περισσότερους φόρους. Μέσω της φορολογίας θίχτηκαν πολλά νοικοκυριά που ανήκουν στα μεσαία και στα υψηλά εισοδηματικά στρώματα. Θίχτηκαν όμως και νοικοκυριά που ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.

Σε τι διαφέρει η δική σας ανάλυση από άλλες δημοσιευμένες έρευνες;
Η δυνατότητα που έχουμε να παρακολουθούμε τα ίδια νοικοκυριά στην περίοδο της κρίσης τουλάχιστον για πέντε συνεχή χρόνια. Φανταστείτε, για παράδειγμα, όλα τα νοικοκυριά με βάση το ύψος του εισοδήματός τους να τοποθετούνται σε μια εισοδηματική σκάλα, με το πλέον φτωχότερο νοικοκυριό να βρίσκεται στο χαμηλότερο σκαλοπάτι και το πλουσιότερο στην κορυφή της εισοδηματικής σκάλας. Όταν ξεκινά η κρίση, κάποια νοικοκυριά κατεβαίνουν βιαίως πολλά σκαλιά, μια και τα εισοδήματά τους έχουν περιοριστεί σημαντικά, κάποια άλλα μετακινούνται ελάχιστα, κάποια άλλα ανεβαίνουν την εισοδηματική σκάλα και καταλαμβάνουν θέσεις νοικοκυριών που τώρα έχουν βρεθεί σε δυσμενέστερη οικονομική θέση. Θα ήταν αδιανόητο κάποιος το 2008 να πίστευε ότι μπορούν να σημειωθούν τόσο μεγάλες ανατροπές σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Η εισοδηματική σκάλα του 2012 διαφέρει σημαντικά από αυτήν του 2008. Στην κορυφή υπάρχουν τώρα νέα πρόσωπα με πολύ υψηλά εισοδήματα, ενώ στη βάση της σκάλας συνωστίζονται νοικοκυριά που πριν από λίγα χρόνια θεωρούσαν ότι ανήκαν στα μεσαία εισοδηματικά στρώματα.

Πώς συμβαίνει αυτό;
Αυτό οφείλεται κατ’ αρχάς στο δεδομένο ότι η ύφεση έπληξε με διαφορετικό τρόπο τις επιμέρους εισοδηματικές ομάδες (μισθωτούς, ελεύθερους επαγγελματίες, εμπορικές δραστηριότητες, ενοίκια, μερίσματα-κέρδη, αγροτικές δραστηριότητες, συνταξιούχους). Το εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε στη διάρκεια της κρίσης κάτω από την επίδραση μιας σειράς παραγόντων, όπως το κλείσιμο πολλών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η ανεργία και η μετατόπιση από συνθήκες αυτοαπασχόλησης σε συνθήκες ανεργίας. Ταυτόχρονα, έχουμε μεταβαλλόμενες συνθήκες απασχόλησης και μετατόπιση από την πλήρη απασχόληση σε διάφορες πιο δυσμενείς μορφές της (μερική ή προσωρινή απασχόληση), με επιπτώσεις στις αμοιβές. Περικοπές μισθών στους δημοσίους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, ως αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων, μεταβολών στο θεσμικό καθεστώς της αγοράς εργασίας και στις συλλογικές διαπραγματεύσεις στον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, οι αμοιβές στον δημόσιο τομέα μειώθηκαν αρκετά λιγότερο απ’ ό,τι στον ιδιωτικό. Αδυναμία πρόσβασης στην αγορά εργασίας των νέων ανθρώπων που άρχισαν να αναζητούν απασχόληση. Η ύφεση και η κρίση, έτσι κι αλλιώς, βρίσκονται πίσω από τους παραπάνω παράγοντες και ήταν βασικά αίτια της ανεργίας και των μειώσεων εισοδήματος. Πέρα από την επίπτωση στα εισοδήματα, η κρίση οδήγησε επίσης σε σημαντικές απώλειες αξιών κεφαλαίου, ειδικότερα στην ακίνητη περιουσία, στις μετοχές και στα ομόλογα. Το «κούρεμα» των ομολόγων του Δημοσίου, το 2012, οδήγησε σε σημαντικές απώλειες κεφαλαίου πολλά άτομα και ασφαλιστικά ταμεία και, συνεπώς, ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας.
Με λίγα λόγια, υπήρξε μια εξαιρετικά ασύμμετρη εξέλιξη των εισοδημάτων από εργασία και κεφάλαιο στα χρόνια της κρίσης. Επίσης, σημειώνονται σημαντικές διαφορές στις μεταβολές των εισοδημάτων κατά πηγή εισοδήματος, με διαφορετικές επιπτώσεις στα συνολικά οικογενειακά εισοδήματα των μισθωτών, των συνταξιούχων, των αγροτών, των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιχειρηματιών. Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και τη συνεχιζόμενη εκτεταμένη φοροδιαφυγή και την προνομιακή φορολογική μεταχείριση κοινωνικών τμημάτων ακόμα και μέσα στην κρίση.

Αυτό οφείλεται και στις πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις;
Η φορολογία, όπως φάνηκε στην ανάλυσή μας, έχει γίνει ο πιο σημαντικός μοχλός δημοσιονομικής προσαρμογής, παίρνοντας εκρηκτικές διαστάσεις. Οι διαστάσεις αυτές δεν θα ήταν τόσο εκρηκτικές αν στη φορολογία συμμετείχαν αναλογικά όλα τα κοινωνικά στρώματα. Αυτό δεν συμβαίνει, είτε γιατί η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά υψηλή, είτε γιατί σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας αυτοεξαιρούνται χωρίς κυρώσεις, είτε γιατί εξαιρούνται θεσμικά από τα παλαιά και τα νέα φορολογικά βάρη. Στην ουσία, σημαντικός αριθμός νοικοκυριών και ατόμων αρνείται να δεχτεί την αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού που κυριαρχούσαν στο παρελθόν και συνέβαλαν καθοριστικά στην κρίση, ενώ οι κυβερνήσεις αποδέχονται σιωπηλά την άρνηση αυτή. Όλα αυτά τα φαινόμενα δεν είναι βιώσιμα και, όσο διαρκούν, κάνουν μη βιώσιμη και αδιέξοδη κάθε πολιτική προσαρμογής.

Θεωρείτε ότι η φτώχεια οφείλεται και στη δημοσιονομική προσαρμογή;
Η δημοσιονομική προσαρμογή συνέβαλε στο μέγεθος και στη διάρκεια της ύφεσης. Στη μελέτη μας σημειώνεται μια συνολικότερη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, με την έννοια μιας κατάρρευσης των εισοδημάτων ευρύτατων στρωμάτων. Η «σχετική φτώχεια», που είναι το σύνηθες κριτήριο μέτρησης της φτώχειας, αυξήθηκε επίσης, αλλά λόγω της συνολικής φτωχοποίησης –όλη η οικονομία έγινε σημαντικά φτωχότερη σε σχέση με πριν– η αύξησή της ήταν πιο περιορισμένη απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Πέρα, όμως, από την αύξηση της φτώχειας, επιδεινώθηκε η «ένταση της φτώχειας», με την έννοια ότι οι φτωχοί έγιναν «ακόμα πιο φτωχοί» σε σύγκριση με την υπόλοιπη κοινωνία. Το πλέον σημαντικό όμως είναι ότι η φτώχεια άλλαξε κέντρα βάρους. Από τις μεγαλύτερες ηλικίες, ιδίως τους συνταξιούχους, επικεντρώνεται σήμερα στα παιδιά, στις νεότερες και μεσαίες ηλικίες, ιδίως στις οικογένειές τους, που περιλαμβάνουν έναν, δύο ή και περισσότερους ανέργους. Επίσης, εξίσου σημαντικό αλλά διαφορετικής τάξης θέμα ήταν οι εκτεταμένες οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις μεγάλου αριθμού νοικοκυριών, που μετατοπίστηκαν σε διαφορετικά επίπεδα μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα. Η κρίση δημιούργησε νέες κοινωνικές ιεραρχήσεις σε ελάχιστο διάστημα.

Εκτιμάτε ότι η αύξηση της φορολογίας, από τη στιγμή που η Ελλάδα μπήκε σε πρόγραμμα, οφείλεται στις πολιτικές των δανειστών ή των κυβερνήσεων;
Προκειμένου οι κρατικές δαπάνες, που προκάλεσαν τη δημοσιονομική κρίση, να μην κληθούν να συμμετάσχουν ανάλογα στην προσπάθεια εξισορρόπησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, το βάρος της προσαρμογής έπεφτε όλο και περισσότερο στη φορολογία, χωρίς καν να γίνουν σοβαρά βήματα στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, των φορολογικών προνομίων και της διακριτικής μεταχείρισης. Οι δανειστές μας, τουλάχιστον στην αρχή, μας ζήτησαν να μειώσουμε τα ελλείμματά μας. Εμείς επιλέξαμε τις αυξήσεις της φορολογίας και δώσαμε πολύ μικρότερο βάρος στη μείωση των δαπανών. Έγινε προσπάθεια διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και εισαγωγής νέων φόρων, όπως, για παράδειγμα, ο φόρος στα ακίνητα. Όμως ο φόρος στα ακίνητα έπληξε και τα φτωχά νοικοκυριά. Επίσης, η αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ, όπως γνωρίζουμε, έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στα χαμηλά εισοδήματα. Πάντως, οι φορολογούμενοι που ήταν συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους κλήθηκαν και πάλι να πληρώσουν τους πρόσθετους φόρους. Η αναποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής για τη μείωση της φοροδιαφυγής παραμένει στο ακέραιο. Σήμερα, νοικοκυριά με πολύ χαμηλά εισοδήματα, που βρίσκονται κάτω από τη γραμμή της φτώχειας, με άνεργα μέλη, καλούνται επιπρόσθετα να συνεισφέρουν δυσανάλογα και στα φορολογικά βάρη. Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν νέα εμπόδια στην υπέρβαση της κρίσης, εμβάθυναν τη μείωση των εισοδημάτων, τις περαιτέρω φορολογικές αφαιμάξεις των συνεπών φορολογουμένων μέσω της άμεσης φορολογίας, αλλά και όλων των φορολογουμένων μέσω της έμμεσης φορολογίας.

Στο βιβλίο σας αναφέρεστε και στο ζήτημα των κόκκινων δανείων. Τι συνέβη με αυτά;
Το ζήτημα των κόκκινων δανείων είναι από τα πλέον σημαντικά. Αυτή την περίοδο μάλιστα βρίσκεται στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους θεσμούς, καθώς χωρίς την επίλυση του προβλήματος οι τράπεζες δεν μπορούν να προχωρήσουν και ίσως αυτός να είναι ένας λόγος που η Ελλάδα δεν έχει ενταχθεί ακόμη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Από την ανάλυσή μας προκύπτει ότι κατά το παρελθόν η εμπορική αξία που λάμβανε υπ’ όψιν η τράπεζα ήταν σαφώς μεγαλύτερη από την αντικειμενική, συνεπώς ο δανεισμός εμφανίζεται να υπερβαίνει την αντικειμενική αξία του περιουσιακού στοιχείου, που, εφόσον επρόκειτο για δάνειο πρώτης κατοικίας, εξαντλούνταν στο ακίνητο που αγοραζόταν. Βεβαίως, στα χρόνια της κρίσης κατέρρευσαν τόσο οι εμπορικές αξίες όσο και τα εισοδήματα, και τότε ανέκυψε το πρόβλημα των δανείων μειωμένης εξασφάλισης για τις τράπεζες, η αδυναμία εξυπηρέτησης των οποίων οδηγεί στη συνεχή διόγκωση των κόκκινων δανείων. Διαπιστώσαμε επιπλέον ότι ένας μεγάλος αριθμός νοικοκυρών, ήδη από το 2008, δηλαδή πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, δυσκολευόταν τα αποπληρώσει τα δάνειά του. Στη συνέχεια όλα αυτά τα νοικοκυριά δεν είχαν πλέον καμία δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων τους. Τα τοκοχρεολύσια από το 2009 και μετά ξεπερνούσαν τα συνολικά τους εισοδήματα. Η ευθύνη, επομένως, θα πρέπει να επιμεριστεί και στις τράπεζες. Δεν βλέπω εύκολες λύσεις. Τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια μαζί με τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια αποτελούν το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή. Οι απεργίες των συμβολαιογράφων και των δικηγόρων, οι ματαιώσεις των πλειστηριασμών με βίαιο τρόπο κάθε εβδομάδα, δεν μπορεί να είναι η λύση.

Υπάρχει διέξοδος;
Μια πιθανή έξοδος της χώρας στις αγορές, όπως προβλέπει ο Κλάους Ρέγκλινγκ, υπό την προϋπόθεση της τήρησης της συμφωνίας, θα βελτιώσει τις προσδοκίες για την οικονομία. Πιθανόν να είναι το φως μέσα στο τούνελ στο οποίο βρισκόμαστε και όχι το τρένο που έρχεται καταπάνω μας. Η υλοποίηση των έργων υποδομής, το πράσινο φως για μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις που όλα αυτά τα χρόνια βρίσκονταν στον προθάλαμο αναμονής, μπορούν, για να μην είμαστε τελείως ισοπεδωτικοί, να βοηθήσουν την οικονομία να βρει επιτέλους ένα βήμα και να πάει μπροστά. Όμως θα πρέπει στο τέλος της ημέρας να υπάρξει και ελάφρυνση της φορολογίας στα νοικοκυριά. Να διαλυθεί ο φόβος για το αύριο. Ειδάλλως, ο φαύλος κύκλος «έλλειμμα - επιπλέον φόροι - ύφεση» θα συνεχιστεί. Γι’ αυτό και ζητάμε ελάφρυνση του χρέους, για να πάρουμε μια ανάσα που θα μας δώσει τη δυνατότητα ένα μέρος των φορολογικών μας εσόδων να κατευθυνθεί στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη, ώστε στη συνέχεια, κάτω από καλύτερες προϋποθέσεις, να μπορούμε να αποπληρώνουμε τις υποχρεώσεις μας. Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν ακόμη πολλές αγκυλώσεις στην ελληνική οικονομία, πολλά προβλήματα που δεν έχουν επιλυθεί. Και δεν είμαι σίγουρος ότι η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της έχει αντιληφθεί το πρόβλημα και σε ποιον βαθμό είναι διατεθειμένη να αλλάξει.