Μητροπολίτης Λαγκαδά Ιωάννης: «Αδόκιμη η προσπάθεια να χαρακτηρίσουμε ως “ουδέτερο θρησκευτικά” το κράτος» - Free Sunday
Μητροπολίτης Λαγκαδά Ιωάννης: «Αδόκιμη η προσπάθεια να χαρακτηρίσουμε ως “ουδέτερο θρησκευτικά” το κράτος»

Μητροπολίτης Λαγκαδά Ιωάννης: «Αδόκιμη η προσπάθεια να χαρακτηρίσουμε ως “ουδέτερο θρησκευτικά” το κράτος»

Δεν πιστεύει ότι υπάρχει αναγκαιότητα αλλαγής του συνταγματικού πλαισίου που αφορά τις σχέσεις πολιτείας και Εκκλησίας ο μητροπολίτης Λαγκαδά κ. Ιωάννης, θεωρώντας ότι τα ζητήματα που εγείρονται από την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να τακτοποιηθούν χωρίς συνταγματική αναθεώρηση.

Στο πλαίσιο της έναρξης της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε νέα πρόταση για το πλαίσιο των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας. Κατ’ αρχάς, πώς βλέπετε αυτή την πρόταση;

Νομίζω ότι στο θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης δεν υπάρχει αναγκαία μεταβολή όλων εκείνων που έχουν σχέση με τα θέματα της Εκκλησίας. Από κει και πέρα, για το θέμα υπήρξε στη Σύνοδο της Ιεραρχίας σχετική εισήγηση από τον σεβασμιότατο μητροπολίτη Κηφισιάς και Αμαρουσίου κ. Κύριλλο και, βεβαίως, εφόσον επισημοποιηθούν οι θέσεις του κυβερνώντος κόμματος και των άλλων κομμάτων, θα αποφανθεί επί τούτων αρμοδίως και υπευθύνως η Ιερά Σύνοδος. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι τα θέματα που θίγονται είναι θέματα που μπορούν να τακτοποιηθούν χωρίς να υπάρξει μεταρρύθμιση σε ό,τι αφορά τα ζητήματα που άπτονται της ζωής και της δομής της αγίας μας Εκκλησίας σε σχέση με το κράτος και τις υποχρεώσεις που αναφύονται μέσα από τη σχέση αυτήν.

Στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται αναφορά για ρητή κατοχύρωση στο Σύνταγμα της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους. Πώς σχολιάζετε αυτή τη θέση;

Νομίζω ότι αυτό είναι λάθος, από την άποψη της ιστορικής προοπτικής, από πολιτισμικής άποψης, αλλά και από την άποψη του δικαιώματος που έχει ένας λαός να αυτοπροσδιορίζεται και να έχει μια ταυτότητα η οποία να εκφράζει την πνευματικότητά του και, διαχρονικά, την πορεία και την ιστορία του. Τέτοιου είδους τροποποιήσεις οδηγούν σε αυτό που λέγαμε εδώ και χρόνια, στην αποχριστιανοποίηση, δηλαδή στην αφαίρεση του χριστιανικού χαρακτήρα από μια τοπική κοινωνία, από μια πολιτεία, από ένα κράτος, του οποίου πληθυσμιακά το μεγαλύτερο μέρος είναι μέλη της Εκκλησίας, είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, αλλά και χριστιανοί άλλων δογμάτων. Και, από την άλλη πλευρά, σε μια εποχή που υπάρχει ρευστότητα σε ό,τι αφορά τις μετακινήσεις πληθυσμών, οι οποίοι, μάλιστα, διεκδικούν την ταυτότητά τους και τα θρησκευτικά δικαιώματά τους –τα οποία είναι σεβαστά–, σε μια εποχή που κινδυνεύει η χώρα μας από ένα φαινόμενο που διεθνώς χαρακτηρίζεται ως «λιβανοποίηση», σε μια τέτοια εποχή και υπό αυτές τις συνθήκες νομίζω ότι η προσπάθεια να χαρακτηρίσουμε ως «ουδέτερο θρησκευτικά» το κράτος μας δεν είναι κάτι που είναι δόκιμο.

Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να υπάρξει και ερμηνευτική δήλωση, ότι η αναγνώριση της επικρατούσας θρησκείας δεν επιφέρει δυσμενείς συνέπειες έναντι άλλων θρησκειών. Πώς την κρίνετε;

Ουδέποτε υπήρξε δυσμενής επίπτωση προς οιοδήποτε θρήσκευμα από το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν ορθόδοξη και στο περιεχόμενο της ζωής της αλλά και στη συνταγματική διατύπωση. Απεναντίας, και η ανεξιθρησκία και η ελευθερία όλων των άλλων θρησκειών είναι κατοχυρωμένες και νομικά και συνταγματικά. Δηλαδή, οποιαδήποτε μεταβολή στα θέματα που αφορούν το κεφάλαιο των σχέσεων πολιτείας και Εκκλησίας δεν είναι κάτι που αφορά αυτή τη σχέση. Είναι κάτι που επηρεάζει τη σχέση του κράτους με τα άλλα θρησκεύματα, για τα οποία υπάρχουν αντίστοιχες προβλέψεις –συνταγματικές και νομικές–, οι οποίες εξασφαλίζουν μια ισορροπία και μια αρμονική συνύπαρξη και των πολιτών αλλά και των δικαιωμάτων τους.

Ωστόσο, η Εκκλησία έχει κατηγορηθεί ότι κάποιες φορές παρεμβαίνει στα «του Καίσαρος»…

Αυτός είναι ένας επιπόλαιος λαϊκισμός, διότι η Εκκλησία ουδέποτε αναμείχθηκε σε θέματα που αφορούν τη διοίκηση του κράτους, την κυβέρνηση της χώρας. Η Εκκλησίας υπήρξε πάντοτε αρωγός προς την εκάστοτε κυβέρνηση, την υπεύθυνη κυβέρνηση, την εκλεγμένη από τον ελληνικό λαό κυβέρνηση, και είναι πάντοτε συνηγορούσα σε καθετί που αφορά το καλό αποτέλεσμα, το αγαθό προσδόκιμο για τον λαό. Συμπαρίσταται στον λαό, εργάζεται για τον λαό και η διακονία της Εκκλησίας σε όλους τους τομείς αφορά τον λαό. Ποτέ δεν έχει παρέμβει σε θέματα πολιτικής εξουσίας και ποτέ δεν έχει αναμειχθεί σε θέματα που αφορούν τον «Καίσαρα». Θέλει, όμως, και ο «Καίσαρας» να σέβεται αυτό που είναι η Εκκλησία, αυτό που προσφέρει, και, βεβαίως, είναι αυτονόητο ότι ζητούμε σεβασμό και στη διαφορετικότητα. Διότι μπορεί κάποια στιγμή οι κυβερνώντες να μην είναι χριστιανοί ορθόδοξοι ή να μην αποδέχονται τη διδασκαλία της Εκκλησίας, όμως αν δεχτούμε αυτό που παγκόσμια ισχύει –σεβασμός στη διαφορετικότητα–, αν μας βλέπουν διαφορετικούς, οφείλουν να μας σεβαστούν, αφού, άλλωστε, αυτό είναι και αγώνας της πολιτικής δοξασίας που συνδέεται με την ιδεολογία τους.

Θεωρείτε ότι οι σχέσεις πολιτείας και Εκκλησίας τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζουν κάποια προβλήματα;

Επί της ουσίας δεν νομίζω ότι υπάρχουν προβλήματα. Τα όποια προβλήματα τα δημιουργούν φορείς και παράγοντες για να βρισκόμαστε σε… λόγια και για να κάνουμε εντυπώσεις. Επί της ουσίας, αυτά που υφίστανται ως προβλήματα αντιμετωπίζονται, υπάρχουν εκατέρωθεν θεσμοί αρμόδιοι –νομοθετικά θεσπισμένοι– που ασχολούνται με τις επιλύσεις των προβλημάτων. Οι όροι είναι διακριτοί και, από κει και πέρα, υπάρχει συνεργασία. Όταν υπάρχουν προβλήματα, πάντα υπάρχει η επικοινωνία και η συνεργασία του πρωθυπουργού με τον αρχιεπίσκοπο, της συνοδικής επιτροπής με αρμόδια επιτροπή υπουργών και ούτω καθεξής, και όλα τακτοποιούνται. Σε μια εποχή που όλα, παγκοσμίως, ωθούνται προς την επίλυση διά του διαλόγου, είναι πολύ ντεμοντέ να μιλούμε σήμερα για θέματα που αφορούν την ασυνεννοησία ή την ύπαρξη δυσκολίας.

Ένα από τα ζητήματα που προκάλεσαν τριβές μεταξύ πολιτείας και Εκκλησίας αφορά τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία. Σε ποια φάση νομίζετε ότι βρισκόμαστε;

Για το μάθημα των Θρησκευτικών χρειάζεται κοινή λογική και το επιχείρημα είναι απλό. Όταν θα διδάξεις το μάθημα των Θρησκευτικών, είναι δυνατόν να μη λάβεις υπόψη σου το τι διδάσκει η Εκκλησία; Είναι δυνατόν να υπάρξει παράθεση του μορφωτικού αγαθού χωρίς να υπάρχει συνεννόηση και συνέργεια και να έχει εξασφαλιστεί αρτιότητα και ακρίβεια; Οι διδάσκαλοι του Ισλάμ έχουν την απόλυτη δικαιοδοσία να διδάξουν το Κοράνι, το ίδιο και οι διδάσκαλοι των άλλων δογμάτων. Είναι δυνατόν, λοιπόν, σε ό,τι αφορά το ορθόδοξο δόγμα, την ορθόδοξη διδασκαλία, να μην έχει λόγο η Εκκλησία;