Πρόσφυγες στον δρόμο, χωρίς στέγη, δουλειά και χρήματα
Απρόβλεπτες συνέπειες για τις τοπικές κοινωνίες που φιλοξενούν πρόσφυγες στην Ελλάδα δείχνει να έχει μια πανευρωπαϊκή αλλαγή στην πολιτική διαχείρισης των προσφύγων που έχουν εγκατασταθεί σε χώρες-μέλη της Ε.Ε. και έχουν πάρει καθεστώς ασύλου. Η αλλαγή βρίσκεται σε εξέλιξη, όπως προκύπτει από κυβερνητικές αποφάσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία.
Στη Γερμανία, όπου στο τέλος του 2019 καταργούνται ευεργετικά μέτρα χρηματοδότησης των δήμων για τη διαχείριση των προσφύγων, ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, σχεδιάζει δραστικές περικοπές στις επιδοτήσεις για την υποδοχή και διαμονή των προσφύγων.
Ανάμεσα σε αυτά τα μέτρα είναι η παροχή επιδόματος 670 ευρώ σε αιτούντες άσυλο μέχρι να ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη διαδικασία και η ανάληψη του κόστους της στέγασης των νεοαφικνουμένων.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι περισσότεροι αιτούντες άσυλο, ακόμη και όταν η διαδικασία ολοκληρωθεί με την απόρριψη της αίτησης ασύλου, εξαντλούν όλες τις δυνατότητες που διαθέτουν για να παραμείνουν στη Γερμανία και συνεπώς η οικονομική βοήθεια κρίνεται απαραίτητη.
Εξαιτίας αυτής της διαπίστωσης, ο Σολτς βρήκε υποστήριξη μόνο από τους συγκυβερνώντες Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, οι οποίοι προτείνουν η οικονομική βοήθεια να περικοπεί για όσες τοπικές κυβερνήσεις δεν καταφέρνουν να απελάσουν εκείνους που δεν δικαιούνται άσυλο.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Bild», o κ. Σολτς σχεδιάζει να καταβάλλεται στις τοπικές κυβερνήσεις για κάθε νεοαφιχθέντα πρόσφυγα ποσό 16.000 ευρώ για πέντε χρόνια, το οποίο θα μειώνεται σταδιακά, όσο ο πρόσφυγας ενσωματώνεται στην τοπική κοινωνία και στην αγορά εργασίας.
Στελέχη του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών αποδίδουν τις αλλαγές στο ότι οι αφίξεις προσφύγων μειώνονται συνεχώς και από τις 746.000 του 2016, το 2018 έπεσαν στις 186.000 και υποστηρίζουν ότι με το νέο σύστημα οι δαπάνες για την ενσωμάτωση νέων προσφύγων μειώνονται από 20 σε 16 δισ. ευρώ ετησίως.
Η ίδια ακριβώς προσέγγιση βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ελλάδα, όπου την προηγούμενη Τρίτη οι εργαζόμενοι στις μη κυβερνητικές οργανώσεις πραγματοποίησαν μέχρι και απεργία, καταγγέλλοντας τόσο τους εργοδότες τους όσο και την κυβέρνηση ότι κάνει εξώσεις σε πρόσφυγες από τα διαμερίσματα στα οποία διαμένουν.
Η απόφαση αφορά σε πρώτη φάση περίπου 200 άτομα, τα οποία έχουν πάρει άσυλο πριν από τις 31 Ιουλίου 2017 και διαμένουν σε διαμερίσματα στα Χαυτεία, από τα οποία ζητήθηκε να φύγουν από τα σπίτια όπου διαμένουν, παίρνοντας τρία μηνιαία βοηθήματα.
Σύμφωνα με τους εργαζόμενους, σταδιακά το μέτρο θα αρχίσει να εφαρμόζεται και για τους υπόλοιπους πρόσφυγες, με στόχο να αδειάσουν διαμερίσματα, ώστε να μεταφερθούν άλλοι πρόσφυγες και να αποσυμφορηθούν η Λέσβος και η Σάμος.
Σε ελεύθερη ερμηνεία, αυτό συνεπάγεται ότι επιπλέον κονδύλια για τη διαχείριση των προσφύγων δεν πρόκειται να υπάρξουν και θα πρέπει σταδιακά να φροντίσουν οι ίδιοι για τον βιοπορισμό τους.
Οι προθέσεις του κ. Σολτς αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από τις τοπικές κυβερνήσεις, οι οποίες τις απέδωσαν στην πρόθεσή του να ελαφρύνει τον κεντρικό προϋπολογισμό, αμφισβήτησαν τον βαθμό ενσωμάτωσης των προσφύγων και προειδοποίησαν για σημαντικές συνέπειες, ανάμεσα στις οποίες η αύξηση της ξενοφοβίας.
Ο πρόεδρος της Γερμανικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων, Γκερντ Λάντσμπεργκ, προειδοποίησε ότι «σε μια συγκυρία σαν τη σημερινή, όποιος κόβει τα κονδύλια για τους πρόσφυγες ουσιαστικά θέτει σε κίνδυνο τις προσπάθειες για την ενσωμάτωσή τους», ενώ ιδιαίτερα σκληροί ήταν και σημαντικοί Χριστιανοδημοκράτες, ανάμεσα στους οποίους δύο πρωθυπουργοί ομόσπονδων κρατών, με δηλώσεις τους στην εφημερίδα «Rheinische Post»: Ο Φόλκερ Μπουφιέ της Έσσης είπε ότι «ο Σολτς προσπαθεί να αποφύγει τα οικονομικά βάρη, επιβαρύνοντας όμως τις τοπικές κυβερνήσεις» και ο Άρμιν Λάσετ της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας απέρριψε την πρόταση, λέγοντας ότι «δεν είναι καν συζητήσιμη».
«Όποιος θέλει να κόψει τα κονδύλια για τα έξοδα που προκαλούν οι πρόσφυγες, προκαλεί αυξήσεις φόρων σε δήμους και κοινότητες λόγω των προσφύγων και ουσιαστικά πυροδοτεί μια σύγκρουση που με μεγάλη προσπάθεια έχουμε καταφέρει να αποφύγουμε» είπε ο Λάσετ.
Την ίδια ώρα που στη Γερμανία αμφισβητείται η δυνατότητα των προσφύγων να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους σε μια οικονομικά με μικρή ανεργία, στην Ελλάδα το θέμα αυτό δεν συζητιέται καν.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η κυβερνητική απόφαση αποδίδεται στο ότι η κατοχύρωση προσφυγικής ιδιότητας συνεπάγεται αυτόματα και τη δυνατότητα κοινωνικής ένταξης, ανεύρεσης εργασίας και στέγης. Οι εργαζόμενοι στις ΜΚΟ απαντούν ότι οι υπό έξωση πρόσφυγες δεν απέκτησαν ποτέ πρόσβαση σε προγράμματα ένταξης, όπως μαθήματα ελληνικής γλώσσας ή συμβουλευτική στην ανεύρεση εργασίας, καθώς τέτοια δεν υπήρχαν.
Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι ουδείς αμφισβητεί ότι στην Ελλάδα διατέθηκαν περίπου 2 δισ. ευρώ για τη διαχείριση των ροών.
«Με τις ευχές του κράτους, οι ΜΚΟ διαχειρίζονται υπέρογκες χρηματοδοτήσεις, ενώ οι εργοδοσίες τους επενδύουν στην υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων, παραβιάζοντας κάθε εργατική νομοθεσία» αναφέρουν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι ουσιαστικά παρουσιάζουν τους εργοδότες τους ως εταιρείες, οι οποίες εφαρμόζουν τις αρχές της καπιταλιστικής διαχείρισης της οικονομίας.
Τη συγκεκριμένη προσέγγιση έχει επιβεβαιώσει και ο δήμαρχος Σάμου και υποψήφιος ευρωβουλευτής της ΝΔ, Μιχάλης Αγγελόπουλος, σύμφωνα με τον οποίο η τοπική αυτοδιοίκηση έχει πάρει ελάχιστα κονδύλια για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχουν προκληθεί στις τοπικές κοινωνίες από την έλευση των προσφύγων.
«Μία ΜΚΟ έχει πάρει περισσότερα απ’ όλους τους δήμους μαζί» είπε ο κ. Αγγελόπουλος για ένα θέμα για το οποίο έχουν ακουστεί πολλά και έχουν γίνει πολλές προτάσεις, ανάμεσα στις οποίες για κάθε ευρώ που διατίθεται για τους πρόσφυγες, να διατίθεται άλλο ένα στις τοπικές κοινωνίες που φιλοξενούν τους πρόσφυγες.
Η μονομερής κατεύθυνση των κονδυλίων είχε ως αποτέλεσμα οι τοπικές κοινωνίες να επωμιστούν βάρη, τα οποία εκλήθησαν να διαχειριστούν μόνες, χωρίς καμία βοήθεια.
Πάντως, λίγη ώρα μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του κ. Αγγελόπουλου, περίπου 500 πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στον Πειραιά με δύο αρματαγωγά του Πολεμικού Ναυτικού και υπογράφηκε από το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής η σύμβαση ενοικίασης του χώρου στον οποίο θα κατασκευαστεί το νέο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης στη Σάμο.
Και όλα αυτά ενώ οι έρευνες που γίνονται για να καταγραφεί πού διοχετεύτηκαν όλα αυτά τα χρήματα για τη διαχείριση των προσφυγικών ροών ξεκίνησαν με εντυπωσιακές καταγγελίες, κατόπιν, όμως, η ελληνική κοινή γνώμη δεν έχει πληροφορηθεί τη συνέχεια.
Στο πλαίσιο αυτό, αποκτά ενδιαφέρον και η άποψη των εργαζομένων στις ΜΚΟ, σύμφωνα με τους οποίους οι διοικήσεις των ΜΚΟ έχουν προσαρμόσει τις υπουργικές αποφάσεις «η καθεμία στο δικό της εταιρικό πλάνο» και οι σχέσεις εργασίας στις ΜΚΟ καθορίζονται «από το ίδιο νεοφιλελεύθερο καθεστώς».
Πάντως, ο βαθμός συμμετοχής στην απεργία δεν έγινε γνωστός από καμία πλευρά και η συμμετοχή στην πορεία δεν βοηθά, γιατί στα 500 άτομα που συμμετείχαν ήταν και πρόσφυγες.
Απαντήσεις στο πού θα βρουν δουλειά, με τι εργασιακές συνθήκες και πώς θα βιοποριστούν οι πρόσφυγες που θα μείνουν εκτός στέγης και επιδοτήσεων δεν έχουν δοθεί ακόμη, εκτός από μία αναφορά της υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, Ολυμπίας Τελιγιορίδου, στον Σύνδεσμο Εξαγωγέων, σύμφωνα με την οποία επίκειται «ρύθμιση για ευχερή διαδικασία απασχόλησης αλλοδαπών εργατών γης, μεταξύ των οποίων και μεταναστών-προσφύγων, με επίκληση καθεστώτος ανώτερης βίας».