Από το άσυλο στην ασυλία - Free Sunday
Από το άσυλο στην ασυλία
Μικροπωλητές με άσυλο

Από το άσυλο στην ασυλία

Σε μια εναγώνια προσπάθεια να πείσει ότι δεν υπάρχει ζήτημα πανεπιστημιακού ασύλου έχει αποδυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες ημέρες, μετά την επιβεβαίωση της πρόθεσης της κυβέρνησης να προχωρήσει στη νομοθέτηση της κατάργησης του θεσμού.

Το βασικό επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιούν οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η αστυνομία είχε πάντοτε το δικαίωμα να παρεμβαίνει κατά την τέλεση αυτόφωρων πράξεων και κυρίως κακουργημάτων, όμως απέφευγε να το κάνει.

Η απάντηση στο επιχείρημα έρχεται από την Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης, η οποία πριν από 13 μήνες εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία σχολίαζε την επίθεση με μολότοφ την οποία είχε δεχτεί λεωφορείο που μετέφερε αστυνομικούς ακριβώς έξω από τα πανεπιστήμια.

«Είναι απορίας άξιο, σε ποιο ευνομούμενο κράτος οι εγκληματίες του ποινικού δικαίου απροκάλυπτα αποπειρώνται να αφαιρέσουν ζωές εργαζομένων και η αστυνομία να παραμένει αδρανής λόγω “ασύλου”;» ανέφερε η ανακοίνωση, η οποία εξηγούσε τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός «αδρανής» για την ηγεσία της τοπικής αστυνομίας.

«Η αντίδραση της Ηγεσίας ήταν η περιμετρική κάλυψη του σημείου και προσαγωγές για ύποπτα άτομα».

Το πολιτικό ζήτημα που ανέκυπτε και το οποίο καλείται να ρυθμίσει η νέα κυβέρνηση δεν είναι αν η αστυνομία μπαίνει στο πανεπιστήμιο όταν συμβαίνουν τα αυτόφωρα αδικήματα, αλλά αν έχει την πολιτική κάλυψη να το κάνει. Και, όπως προκύπτει, δεν την είχε, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την άρνηση της αστυνομίας να παρέμβει όταν ο πρύτανης του ΑΠΘ ζήτησε την έξωση του «No Border Camp», που επί δέκα ημέρες είχε κάνει κατάληψη, χωρίς άδεια, στον χώρο του πανεπιστημίου.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο απελθών υπουργός Κώστας Γαβρόγλου είχε δικαιολογήσει την επίθεση που είχε δεχτεί το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, καταλογίζοντας την ευθύνη στον τότε πρύτανη, καθηγητή Ζαπράνη.

«Ο κ. Ζαπράνης, αντί να δυσφημεί συστηματικά τα δημόσια πανεπιστήμια, θα πρέπει να κάνει την αυτοκριτική του και να αναρωτηθεί γιατί επί των ημερών του –και για δεύτερη φορά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα– το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας γίνεται στόχος αντιδημοκρατικών και βίαιων επιθέσεων» είχε αναφέρει σε επίσημη ανακοίνωσή του ο κ. Γαβρόγλου.

Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ επεδίωκε και ακόμη επιδιώκει την ευθύνη για την επέμβαση στον πανεπιστημιακό χώρο, ακόμη και μετά από πρόσκληση, να την έχει η αστυνομία, η οποία, όμως, είναι σε διαρκή ομηρία με τις καταγγελίες για αστυνομική αυθαιρεσία.

Από τον Γεώργιο Χρηστίδη στον Ανδρέα Παπανδρέου

Το «πανεπιστημιακό άσυλο» είναι όρος που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο γερουσιαστής Γεώργιος Χρηστίδης το 1859 σε μια συζήτηση στη Γερουσία, στην οποία η αντιπολίτευση κατήγγειλε την κυβέρνηση διότι η αστυνομία και ο στρατός είχαν απομακρύνει διά της βίας από το πανεπιστήμιο περίπου 100 μαθητές, που είχαν καταφύγει εκεί μετά από συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης στα επεισόδια τα οποία πέρασαν στην ιστορία ως «σκιαδικά» (από το σκιάδιον, δηλαδή καπέλο).

«Αυτά τα σκηνώµατα της παιδείας ως και εκείνα της θρησκείας εθεωρήθησαν πανταχού ιερά άσυλα, και ποτέ η ένοπλος δύναµις δεν συγχωρείται να εισβάλη εις αυτά διά να πολεµήση µάλιστα παιδάρια» είχε πει στην ομιλία του ο κ. Χρηστίδης.

Χρειάστηκαν 123 χρόνια και η εξέγερση στο Πολυτεχνείο το 1973 για να θεσμοθετηθεί η προσέγγιση του Χρηστίδη στο ελληνικό δικαιικό σύστημα. Όμως, ακόμη και πριν από την κατοχύρωση του ασύλου με νόμο της πρώτης κυβέρνησης Παπανδρέου το 1982, οι αστυνομικές παρεμβάσεις δεν ήταν συχνές.

Ακόμη και μέσα στη χούντα, η Σύγκλητος υπέβαλε την παραίτησή της όταν στις 14 Φεβρουαρίου 1973 η αστυνομία εισέβαλε στο Πολυτεχνείο διαλύοντας με βίαιο τρόπο τη συγκέντρωση φοιτητών και συλλαμβάνοντας 11 σπουδαστές, τους οποίους παρέπεμψε σε δίκη, ενώ της εισβολή της αστυνομίας στη Νομική τον επόμενο μήνα είχε προηγηθεί άδεια της Συγκλήτου.

Η ρύθμιση της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ του 1982 προέβλεπε ότι το άσυλο «καλύπτει όλους τους χώρους των ΑΕΙ και συνίσταται στην απαγόρευση της επέμβασης της δημόσιας δύναμης στους χώρους αυτούς χωρίς την πρόσκληση ή άδεια του αρμόδιου οργάνου των ΑΕΙ».

Από τους «κασετάδες» στα σούπερ μάρκετ της ανομίας

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κατέλαβαν τον χώρο του πανεπιστημίου οι «κασετάδες» της εποχής, οι οποίοι στη συνέχεια έγιναν «CDάδες» και πουλούσαν κλεψίτυπη μουσική, που συνήθως αναπαραγόταν μηχανικά στη Βουλγαρία, όπου είχαν την τεχνολογία για μαζικές αντιγραφές.

Από το ΑΠΘ απομακρύνθηκαν όταν διαμαρτυρήθηκε έντονα στον τότε πρύτανη, καθηγητή Μιχάλη Παπαδόπουλο, η κ. Δέσποινα Βανδή, στην οποία κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στο πανεπιστήμιο προσπάθησαν να πουλήσουν ένα δικό της CD. Μάλιστα, ήταν αυτοί οι «κασετάδες» που συχνά παρενέβαιναν υπέρ του ασύλου και πίεζαν κατά των πρωτοβουλιών του πρύτανη για περιορισμό της παράνομης διακίνησης πνευματικών δικαιωμάτων.

Στο μεταξύ, άρχισαν να οργανώνονται τα νυχτερινά πάρτι, στα οποία η διακίνηση ναρκωτικών ήταν πολύ απλή και εύκολη, καθώς το άσυλο προστάτευε τα βαποράκια απ’ οποιαδήποτε επαφή με την αστυνομία, ενώ η μετεξέλιξη των αθώων «CDάδων» σε πολυκαταστήματα, όπως αυτά στην ΑΣΟΕΕ, ήταν αναμενόμενη. Πολύ δε περισσότερο που δεν χρειαζόταν να μετακινείται ολόκληρη η πραμάτεια διαρκώς και σε ενδεχόμενο εφόδου της αστυνομίας η μετακίνηση εντός του ασύλου ήταν πολύ εύκολη.

Η ρύθμιση στον νόμο Διαμαντοπούλου κατάργησε το άσυλο, αλλά συνάντησε απροθυμία στη διαδικασία εφαρμογής της, με αποτέλεσμα να χρειαστεί εντολή από τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά, για να γίνει η έξωση των καταληψιών από την πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ουσιαστικά πίσω από το άσυλο έχει δημιουργηθεί μια μεγάλη και ανεξέλεγκτη οικονομική δραστηριότητα με αφορολόγητο υλικό, η οποία, όταν δεν είναι παράνομη, όπως στο εμπόριο ναρκωτικών, γίνεται χωρίς καμία τήρηση των κανόνων του εμπορίου και υπονομεύει την ομαλή λειτουργία των παρακείμενων καταστημάτων.

«Ούτε όπλα, ούτε ράβδοι, ούτε πέτραι»

Αυτή η οικονομική δραστηριότητα προστατεύεται από τους «μπαχαλάκηδες», την ύπαρξη των οποίων ενισχύει, διότι είναι η ασπίδα της.

Οι πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις και ειδικότερα το Πολυτεχνείο έχουν μετατραπεί σε χώρους φύλαξης «πολεμοφοδίων ενός αντάρτικου πόλεων», όπως, για παράδειγμα, βομβών μολότοφ, τις οποίες πετούν βγαίνοντας και στη συνέχεια επιστρέφουν στη βάση τους, όπου δεν μπορεί να τους αγγίξει κανείς.

Είναι η σύγχρονη εκδοχή του ασύλου, η οποία είναι ακριβώς στον αντίποδα όσων είχε πει το 1859 ο γερουσιαστής Χρηστίδης: «Δεν ήσαν έπειτα εν τω Πανεπιστηµίω ούτε όπλα, ούτε ράβδοι, ούτε πέτραι. Ποίον λόγον είχον τότε να διατάξωσι κατά των αθώων τούτων όντων την στρατιωτικήν έφοδον;» Προφανώς εννοούσε ότι εάν είχαν όπλα, ράβδους και πέτρες, θα ήταν διαφορετική η προσέγγισή του.

Την ίδια ώρα δημιουργείται ένας πυλώνας υποστήριξης του ασύλου ο οποίος δείχνει να αδιαφορεί για τα «σύγχρονα» όπλα. Σε αυτόν συμμετέχουν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και άλλες παρατάξεις της εξωκοινοβουλευτικής κυρίως Αριστεράς. Μάλιστα, καθηγητής του ΕΚΠΑ έλεγε πριν από λίγο καιρό ότι όσοι συμμετείχαν στην πρόσφατη διαδήλωση για την υπεράσπιση του ασύλου ήταν περισσότεροι απ’ όσους περίμενε.

Προφανώς η κυβέρνηση στην κατάργηση του ασύλου δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τα συμφέροντα που εκμεταλλεύονται το άσυλο αλλά και τους ρομαντικούς μιας άλλης εποχής, όπως ο πρώην πρύτανης και πρώην υπουργός Προστασίας του Πολίτη Γιάννης Πανούσης, ο οποίος ήταν ο πρώτος που ανέλυσε τον τρόπο λειτουργίας των «μπαχαλάκηδων», αλλά εκφράζει την άποψη ότι το άσυλο πρέπει να διατηρηθεί για λόγους συμβολισμού.