Οι «Financial Times», η «Αυγή» και τo επιτελικό ψέμα - Free Sunday
Οι «Financial Times», η «Αυγή» και τo επιτελικό ψέμα
Επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ, οι βουλευτές του κόμματος όχι μόνο διάβαζαν αλλά και ψήφιζαν με την ΑΥΓΗ

Οι «Financial Times», η «Αυγή» και τo επιτελικό ψέμα

Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας που ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε (ολίγον νύχτα και αφού είχε καταρρεύσει μετά τις ευρωεκλογές) και έθεσε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2019 έδωσε, με το άρθρο 34, στον εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος τη δυνατότητα να δεσμεύει τραπεζικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία, όταν διενεργεί προκαταρκτική εξέταση. Προκαταρτική εξέταση σημαίνει έρευνα για τη διαπίστωση αν υπάρχουν ενδείξεις εγκλήματος. Δεν είναι ποινική δίωξη και δεν υπάρχει κατηγορούμενος, παρά μόνος ύποπτος ή φερόμενος ως δράστης. Η δέσμευση έχει μέγιστη διάρκεια τους εννέα μήνες, με δυνατότητα παράτασης για άλλους εννέα, σύνολο δεκαοκτώ. Γίνεται δε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του υπόπτου. Αντιλαμβάνεστε ότι η ρύθμιση είναι βαριά, αιφνιδιάζει πλήρως τον ελεγχόμενο και υπό προϋποθέσεις μπορεί να του καταστρέψει τη ζωή, εφόσον, ακόμη και αν η ποινική διαδικασία δεν προχωρήσει, καταρρέει πλήρως η πίστη του ελεγχομένου στην αγορά και στο τραπεζικό σύστημα.

Την ίδια δυνατότητα είχε από παλιά και η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (ξέπλυμα χρημάτων), χωρίς όμως χρονικό περιορισμό (άρθρο 48 ν. 3961/2008 και άρθρο 42 ν. 4557/2018). Ο πρόεδρος της Αρχής μπορούσε να επιβάλει δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων και στη συνέχεια να διαβιβάσει τον φάκελο στη Δικαιοσύνη. Ο «παθών» έχει στη συνέχεια τη δυνατότητα να προσφύγει στο Δικαστικό Συμβούλιο και να ζητήσει άρση των δεσμεύσεων. Ο γραφειοκρατικά απαιτούμενος χρόνος για να κινηθεί η Δικαιοσύνη σε πολλές περιπτώσεις πλησιάζει το ένα έτος και ακόμη συχνότερα για να κινηθεί ποινική δίωξη χρειάζεται περισσότερο από ένα έτος. Όταν, λοιπόν, ένας ελεγχόμενος υποστεί δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων και προσφύγει στη Δικαιοσύνη ζητώντας άρση, ενώ η Δικαιοσύνη δεν έχει ασκήσει ποινική δίωξη ακόμη, οι πιθανότητες να δικαιωθεί είναι πρακτικά ελάχιστες, αν όχι μηδενικές.

Η ρύθμιση που ψήφισε η παρούσα κυβέρνηση μαζί με τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έθεσε ως αυτεπάγγελτο ανώτατο χρονικό όριο αυτό των δεκαοκτώ μηνών για τις δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων που επιβάλλει η Αρχή για το ξέπλυμα. Στην πραγματικότητα, εναρμόνισε τη ρύθμιση για την Αρχή με όσα από 1ης Ιουλίου 2019 ισχύουν για τον οικονομικό εισαγγελέα, τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θέσπισε.

Για τις παλιές (πριν από την ψήφιση των τροποποιήσεων) διατάξεις του προέδρου της Αρχής η παρούσα κυβέρνηση θέσπισε τρίμηνη προθεσμία μέσα στην οποία θα πρέπει η Αρχή να υποβάλλει στη Δικαιοσύνη αιτήματα διατήρησης των δεσμεύσεων. Λογικό και συνεπές προς τη φιλοσοφία της βασικής ρύθμισης.

Οι «Financial Times» δημοσίευσαν ένα άρθρο σύμφωνα με το οποίο η παρούσα κυβέρνηση αποδεσμεύει τις περιουσίες υπόπτων και δημιουργεί προϋποθέσεις άνθησης του ξεπλύματος. Έτσι φέρονται να εκτίμησαν μη κατονομαζόμενες πηγές του Δικηγορικού Συλλόγου. Έτσι είναι, αν έτσι καταλάβατε από τα παραπάνω. Το άρθρο διακινήθηκε, τις πιο πολλές φορές κλειδωμένο(!), διότι ενέπιπτε στο συνδρομητικό σκέλος των FT από το «σύστημα ΣΥΡΙΖΑ». Στοιχείο της κριτικής του άρθρου το γεγονός ότι εκκρεμούν περίπου 900 διατάξεις της Αρχής, επομένως είναι αδύνατο να γίνει η επεξεργασία τους μέσα σε τρεις μήνες. Πολλοί από τους διακινητές του άρθρου, βέβαια, μιλούσαν για 3.000 υποθέσεις.

Κάποιοι από τους διακινητές του άρθρου το μπέρδεψαν με τη διάταξη για το ακαταδίωκτο των τραπεζικών και το συνόδευσαν με ανάλογα σχόλια. Ο λόγος για το έγκλημα της απιστίας, το οποίο τιμωρεί όποιον ως διαχειριστής και εκπρόσωπος εταιρείας βλάψει τα συμφέροντά της. Πριν ψηφίσει τον νέο Ποινικό Κώδικα ο ΣΥΡΙΖΑ, το έγκλημα διωκόταν αυτεπαγγέλτως. Ήταν πλημμέλημα (φυλάκιση έως πέντε έτη) εάν η ζημιά της εταιρείας έφτανε έως τα 30.000 ευρώ, ήταν κακούργημα (φυλάκιση πάνω από πέντε έτη) αν η ζημιά ήταν μεγαλύτερη. Ο Ποινικός Κώδικας του ΣΥΡΙΖΑ προέβλεψε ότι το αδίκημα θα είναι πλημμέλημα αν η ζημιά φτάνει έως τα 120.000 ευρώ και θα διώκεται μόνο μετά από έγκληση. Αν η ζημιά υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ, μιλάμε για κακούργημα και διώκεται αυτεπαγγέλτως, αλλά παύει η ποινική δίωξη αν ο παθών (η εταιρεία δηλαδή) δηλώσει ότι ικανοποιήθηκε οικονομικά.

Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι η μετατροπή της απιστίας ως πλημμελήματος από αυτεπαγγέλτως διωκόμενο σε κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα, όπως έγινε και με τα περισσότερα οικονομικά εγκλήματα μεταξύ ιδιωτών, θα οδηγούσε σε παύση της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις εκκρεμούν ήδη στη Δικαιοσύνη. Για τον λόγο αυτόν προβλέφθηκε προθεσμία τεσσάρων μηνών από της ισχύος του Κώδικα, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος (στην περίπτωση της απιστίας η εταιρεία) να δηλώσει ότι επιθυμεί τη συνέχιση της διαδικασίας (ουσιαστικά να υποβάλει μήνυση). Η προθεσμία αυτή συνέπιπτε κατά το μεγαλύτερο μέρος της με τις δικαστικές διακοπές (1/7 έως 1/11). Οι περιπτώσεις αυτές είναι βεβαίως χιλιάδες και πολύ περισσότερες από αυτές τις Αρχής για το ξέπλυμα. Αναλογικά, το τετράμηνο είναι πολύ στενότερη προθεσμία από το τρίμηνο που δόθηκε στην Αρχή. Η παρούσα κυβέρνηση παρέτεινε την προθεσμία για ακόμη τέσσερις μήνες.

Το ουσιαστικό ωστόσο είναι ότι και η ρύθμιση του ΣΥΡΙΖΑ έδινε σε ένα μεγάλο ποσοστό ασυλία στους τραπεζικούς (για εκπτώσεις-κουρέματα ύψους έως 120.000 ευρώ, οι οποίες αφορούν τον πολύ κόσμο). Η ρύθμιση διατηρήθηκε από την παρούσα κυβέρνηση, όπως διατηρήθηκε και το αυτεπάγγελτο της δίωξης της κακουργηματικής απιστίας, από την οποία όμως εξαιρέθηκε πλέον η απιστία κατά τραπεζικού ιδρύματος, όπου θα απαιτείται έγκληση. Σκοπός και πάλι να διευκολυνθούν τα κουρέματα στα μεγάλα δάνεια.

Συνοψίζοντας, οι παρεμβάσεις της παρούσας κυβέρνησης κινούνται στο πνεύμα, στο γράμμα και στη μεθοδολογία που υιοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση και τα διατηρούν ουσιαστικά, παρεμβαίνοντας δευτερευόντως. Ήταν αρκετό ένα δημοσίευμα αλλοδαπής εφημερίδας με ανώνυμα σχόλια για να ενεργοποιηθεί και πάλι μαύρη προπαγάνδα, απευθυνόμενη στον πολύ κόσμο, ο οποίος δεν έχει βέβαια πρόσβαση στα νομικά κείμενα, ούτε καν στο αγγλικό κείμενο των FT, για τα οποία δυσκολεύονται ακόμη και νομικοί, εφόσον δεν έχουν ασχοληθεί με τα συγκεκριμένα θέματα. Η αρχή έγινε με «επιτελικό» πρωτοσέλιδο της «Αυγής» και ακολούθησε η αναπαραγωγή στα κοινωνικά δίκτυα. Ακατανόητο γιατί, η αξιωματική αντιπολίτευση ψάχνει να βρει δράκο και όταν δεν τον βρίσκει τον εφευρίσκει. Έτσι, όμως, η κυβέρνηση δεν πέφτει.