Διαμεσολάβηση: Υπόδειγμα κακής νομοθέτησης - Free Sunday
Διαμεσολάβηση: Υπόδειγμα κακής νομοθέτησης
Το Δικαστικό μας σύστημα είναι απελπιστικά αργό, σε πολλές περιπτώσεις οι καθυστερήσεις ισοδυναμούν με αρνησιδικία, μιας και χρειάζονται τουλάχιστον πέντε χρόνια για να επέλθει οριστική επίλυση μιας διαφοράς.

Διαμεσολάβηση: Υπόδειγμα κακής νομοθέτησης

Στις 30 Νοεμβρίου 2019, ημέρα Σάββατο, δημοσιεύτηκε ο νόμος 4640/2019, ο οποίος καθιερώνει για μερίδα αστικών (= ιδιωτικές διαφορές) και εμπορικών υποθέσεων στάδιο υποχρεωτικής υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση. Υποτίθεται σε συμμόρφωση αντίστοιχης κοινοτικής οδηγίας, η οποία όμως εκδόθηκε το 2008. Το δικαστικό μας σύστημα είναι απελπιστικά αργό, σε πολλές περιπτώσεις οι καθυστερήσεις ισοδυναμούν με αρνησιδικία (= άρνηση επίλυσης της διαφοράς), μια και χρειάζονται τουλάχιστον πέντε χρόνια για να επέλθει οριστική επίλυση μιας διαφοράς, και καθόλου σπάνια επτά έως δέκα χρόνια.

Η διαμεσολάβηση θεωρήθηκε ότι μπορεί να ελαφρύνει τη Δικαιοσύνη και να επιταχύνει την απονομή της. Η προσπάθεια ξεκίνησε με τον νόμο 3898/2010, ο οποίος προέβλεψε τη δυνατότητα υπαγωγής των μερών σε διαμεσολάβηση ως προαιρετική διαδικασία. Προέβλεψε τη δημιουργία σώματος διαμεσολαβητών, αρχικά (και κακώς) μόνο δικηγόρων, και τη βασική διαδικασία διεξαγωγής της. Η προαιρετική (ως διαδικασία) διαμεσολάβηση αγνοήθηκε από τους δικηγόρους και την κοινωνία και δεν λειτούργησε. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν (και με τον παρόντα νόμο παραμένει) ο επίσης προαιρετικός χαρακτήρας της ως προς το αποτέλεσμα. Κοινώς, τα μέρη, ακόμη και αν υπαχθούν στη διαμεσολάβηση, δεν είναι υποχρεωμένα να συμφωνήσουν. Ακολουθεί η προσφυγή στα γνωστά και μονίμως καθυστερούντα δικαστήρια.

Η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης αποτέλεσε βασικό (και ανεφάρμοστο) μέλημα της μνημονιακής και μεταμνημονιακής επιτήρησης της χώρας. Στο ίδιο πλαίσιο ψηφίστηκε παλιότερα νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τροποποιήσεις στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και εν μέρει οι πρόσφατες αλλαγές στην Ποινική Δικονομία. Η προηγούμενη κυβέρνηση ψήφισε τον νόμο 4512/2018, ο οποίος προέβλεψε για πρώτη φορά τη διαμεσολάβηση ως υποχρεωτικό στάδιο πριν από την προσφυγή στη Δικαιοσύνη για μια σειρά υποθέσεων (διαφορές πολυκατοικίας, αποζημιώσεις από τροχαία, διατροφές, αμοιβές ελεύθερων επαγγελματιών, ιατρικά σφάλματα, εμπορικά σήματα και χρηματιστηριακές διαφορές). Ο νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ, κρίθηκε αντισυνταγματικός από τη διοικητική ολομέλεια του Αρείου Πάγου (η διοικητική ολομέλεια ενεργεί γνωμοδοτικά) και ανεστάλη.

Ο πρόσφατος νόμος άφησε εκτός της υποχρεωτικής υπαγωγής στη διαδικασία όλες τις παραπάνω διαφορές (πλην διατροφών, ιατρικών σφαλμάτων και χρηματιστηριακών) και έκανε υποχρεωτική την υπαγωγή κυρίως στις εμπορικές και ιδιοκτησιακές διαφορές οι οποίες έχουν αντικείμενο ανώτερο των 30.000 ευρώ. Προορίζεται να αποτύχει παταγωδώς και να προκαλέσει ακόμη περισσότερα προβλήματα στην απονομή δικαιοσύνης. Αποτελεί, δε, υπόδειγμα κακής νομοθέτησης σε όλα τα επίπεδα.

Τίθεται σε άμεση εφαρμογή στο μέσον της δικαστικής περιόδου, μη δίνοντας περιθώρια προσαρμογής.

Όταν η προαιρετική διαδικασία του νόμου του 2010 αγνοήθηκε και απέτυχε, τίποτα δεν δείχνει ότι η υποχρεωτική υπαγωγή με προαιρετική την τελική συμφωνία θα πετύχει κάτι καλύτερο.

Η διαδικασία αναστέλλει τις δικαστικές προθεσμίες, επομένως δίνει ένα ακόμη όπλο στον κακόπιστο οφειλέτη να καθυστερήσει τη δικαστική διαδικασία. Μπορεί ο οφειλέτης ή ο καταπατητής να συμμετάσχει, χωρίς σκοπό να συμφωνήσει, μόνο για να επιβραδύνει τη δίωξή του.

Προκαλεί έξοδα στον καλόπιστο δανειστή, επιβραδύνοντας ταυτόχρονα τη διαδικασία, και δεν ελαφρύνει ουσιαστικά τους δικαστές. Από την υποχρεωτικότητα μένουν έξω οι τραπεζικές οφειλές, οι οποίες είναι πολλές (και οι οποίες επιδέχονται συμβιβασμούς), ενώ υπάγονται όλες οι εμπορικές απαιτήσεις, με πρώτα και καλύτερα τα φέσια.

Οι υποθέσεις που δεν υπήχθησαν αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της δικαστικής ύλης. Από αυτές που υπήχθησαν, οι υποθέσεις έως 30.000 ευρώ που εξαιρούνται δεν είναι λίγες και ο δικαστής δεν ελαφρύνεται. Αντίστοιχα, οι υποθέσεις άνω των 30.000 ευρώ είναι οι σοβαρές, αφορούν και επενδυτές και σημαντικές επιχειρήσεις, και εκεί θα προκληθεί καθυστέρηση.

Σε αυτές τις υποθέσεις η απουσία από το δικαστήριο ισοδυναμεί με ομολογία και γι’ αυτές εδώ και χρόνια προβλέπεται και η δυνατότητα οικειοθελούς συμβιβασμού με δικαστικό πρακτικό, δυνατότητα η οποία επίσης ελάχιστα έως καθόλου χρησιμοποιήθηκε από τους ενδιαφερομένους.

Ακόμη χειρότερα, με εκπρόθεσμη τροπολογία, κυριολεκτικά νύχτα (αυτό δεν είναι κανονικότητα), σε μια προσπάθεια να εκβιαστούν συμπεριφορές, θεσπίστηκε η υποχρέωση καταβολής ποσού 1,1% στις υποθέσεις άνω των 250.000 ευρώ, όπου ζητείται απόφαση απλώς διάγνωσης, χωρίς να απονέμεται δυνατότητα αναγκαστικής εκτελέσεως. Δυνατότητα που συχνά αξιοποιείται έναντι φερέγγυων οφειλετών (ασφαλιστικές εταιρείες κυρίως). Το χειρότερο είναι ότι η συγκεκριμένη διάταξη είναι αναδρομική. Στοχεύει, αφελώς, στο να σπρώξει τον κόσμο στη διαμεσολάβηση.

Μένουν απέξω υποθέσεις στις οποίες ένα σώμα εμπειρογνωμόνων θα μπορούσε πρακτικά να λύσει τη διαφορά. Σε ένα τροχαίο με καθαρή υπαιτιότητα (το μόνο αμιγώς νομικό σκέλος) ο δικαστής καλείται συχνά να υπολογίσει μόνο τις ζημιές. Αυτό θα μπορούσαν να το κάνουν πραγματογνώμονες, και όποιος ήθελε μετά θα μπορούσε να δοκιμάσει την τύχη του στο δικαστήριο. Σε αυτή την περίπτωση, ο δικαστής θα απέφευγε να γίνει λαμαρινάς ή γιατρός, όπως συμβαίνει σήμερα.

Εξαιρείται (φυσικά!) το μονίμως ανεύθυνο και αναποτελεσματικό Δημόσιο και τα νομικά του πρόσωπα. Μεταρρύθμιση θα ήταν να ζοριστούν οι υπηρεσίες, να αναλάβουν ευθύνες και φυσικά το Δημόσιο να δώσει το παράδειγμα.

Η πολυνομία, ως βασικό χαρακτηριστικό καθυστερήσεων, παραμένει. Ο ίδιος ο νόμος για τη διαμεσολάβηση παραπέμπει στους δύο προηγούμενους. Άρα, πρέπει να διαβάσουμε τρεις νόμους για να καταλάβουμε.

Κάποια στιγμή θα πρέπει να ερωτηθούν στα σοβαρά οι δικαστές γιατί μια απόφαση βγαίνει δύο χρόνια μετά τη δικάσιμο.

Η διαμεσολάβηση θα ήταν αποτελεσματική αν ήξεραν οι εμπλεκόμενοι ότι σε περίπτωση διαφωνίας θα τους «δαγκώσει» τάχιστα η τακτική Δικαιοσύνη.

Η διαμεσολάβηση θα μπορούσε να φέρει αποτέλεσμα αν είχε τα χαρακτηριστικά ήπιας διαιτησίας. Σήμερα ο διαμεσολαβητής απαγορεύεται να πάρει θέση στη διαφορά. Λειτουργεί ως προξενήτρα. Αν όμως είχε τη δυνατότητα να εκδίδει πόρισμα, τότε όποιος τολμούσε ας πήγαινε στα δικαστήρια κόντρα στην άποψη του διαμεσολαβητή και με την υπόθεση επεξεργασμένη και ώριμη.

Εν μέσω κρίσης, το 2010, πολλοί δικηγόροι (πριν ανοίξει ο κλάδος) πλήρωσαν τριχίλιαρα για να πιστοποιηθούν ως διαμεσολαβητές, αναμένοντας το εισόδημα που θα προέκυπτε. Από την άλλη, ακόμη περισσότεροι δικηγόροι δεν ήθελαν τη διαμεσολάβηση, γιατί θεωρούσαν ότι αφαιρεί επαγγελματική ύλη και εισόδημα.

Ο πρόσφατος νόμος έδωσε αντικείμενο εργασίας στο σώμα των διαμεσολαβητών και ταυτόχρονα εξαίρεσε από τη διαμεσολάβηση το μεγαλύτερο μέρος των υποθέσεων. Υπήγαγε σε αυτήν μόνο εκείνες τις υποθέσεις που από τη φύση τους οδηγούνται στα δικαστήρια, αφού εξαντληθούν οι διαπραγματεύσεις (εμπορικές και ιδιοκτησιακές διαφορές).

Ο νόμος, λοιπόν, ικανοποιεί και τη μεταμνημονιακή εποπτεία, και τους διαμεσολαβητές, και τους λοιπούς δικηγόρους, και τους δικαστές, οι οποίοι δεν θέλουν αμφισβήτηση της αυθεντίας τους. Δεν εισάγει καινοτομία, αλλά μόνο καθυστερήσεις, εκεί που δεν πρέπει: στις εμπορικές διαφορές (φωνάξτε επενδυτές τώρα…).

Ένας νόμος που στοχεύει να ικανοποιήσει συντεχνιακά τους πάντες συνιστά, στην πραγματικότητα, αντιμεταρρύθμιση. Ψηφίστηκε από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Το χειρότερο είναι ότι μόλις πέντε μέρες μετά κατατέθηκε τροπολογία που διορθώνει αστοχίες που αφορούν την άμεση, χωρίς περίοδο ενημέρωσης, εφαρμογή του νόμου. Ουδείς από τα τρία κόμματα τις είχε εντοπίσει. Το φαινόμενο της διαχρονικής κοινοβουλευτικής προχειροδουλειάς είναι αποκαρδιωτικό.