Οι σχέσεις Ελλάδας - Γερμανίας μετά τη Μέρκελ - Free Sunday
Οι σχέσεις Ελλάδας - Γερμανίας μετά τη Μέρκελ
Δυσκολίες στη συνεννόηση με την οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ε.Ε.

Οι σχέσεις Ελλάδας - Γερμανίας μετά τη Μέρκελ

Το πέρασμα της Μέρκελ από την Αθήνα, λίγο πριν την αποχώρησή της από την καγκελαρία, έδωσε μια καλή ευκαιρία για έναν απολογισμό των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και για εκτιμήσεις για την προοπτική τους.

Η Μέρκελ πέρασε από την Αθήνα έχοντας στο ενεργητικό της ρεκόρ δημοτικότητας στη Γερμανία ύστερα από 16 χρόνια στην εξουσία και τη γενική διεθνή αναγνώριση για τη σοβαρότητα, την αποτελεσματικότητα, το ήθος και τις δημοκρατικές ευαισθησίες που τη διακρίνουν.

Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την αντίληψη που έχει η ευρύτερη κοινή γνώμη στην Ελλάδα για την καγκελάριο. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις καταγράφει εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας. Υπολείπεται –με διαφορά– ηγετών όπως είναι ο Πούτιν και ο Σι Τζινπίνγκ, ενώ βέβαια δεν συγκρίνεται με τον εξαιρετικά δημοφιλή στην πατρίδα μας, Μακρόν.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι αν η χαμηλή δημοτικότητα της Μέρκελ στην Ελλάδα είναι προσωπικό πρόβλημα της Μέρκελ –λόγω του πρωταγωνιστικού της ρόλου την περίοδο των μνημονίων– ή αντανακλά δυσκολίες συνεννόησης των δύο χωρών με βαθύτερα αίτια.

Δύσκολο παρελθόν

Ελλάδα και Γερμανία έχουν ένα δύσκολο ιστορικό παρελθόν. Βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, ενώ η γερμανική-ναζιστική Κατοχή κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και προκάλεσε την καταστροφή της οικονομίας και της βασικής υποδομής της χώρας μας.

Οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις είναι ενωμένες στη διεκδίκηση αποζημιώσεων για την Κατοχή και στην επιστροφή του κατοχικού δανείου. Ανάλογα αιτήματα προβάλλει με δυναμικό τρόπο και η Πολωνία, η οποία γνώρισε μεγαλύτερες καταστροφές από τη γερμανική-ναζιστική Κατοχή. Επιπλέον, η Πολωνία παραιτήθηκε ουσιαστικά των αξιώσεών της όταν στην κυβέρνηση ήταν οι κομμουνιστές σε καθεστώς πλήρους ελέγχου από τη Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε συνεργαστεί με τους ναζί στην επίθεση και τον διαμελισμό της Πολωνίας στη βάση του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ.

Όπως είναι ενωμένες οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις στη διεκδίκηση αποζημιώσεων, ενωμένες είναι και οι γερμανικές πολιτικές δυνάμεις στην απόρριψη του αιτήματος, με την εξαίρεση της Αριστεράς, η οποία δείχνει να κατανοεί τους ελληνικούς προβληματισμούς, αλλά βρίσκεται σε μεγάλη πολιτική πτώση και βαδίζει προς την περιθωριοποίηση.

Θεωρείται λοιπόν απίθανο να συνεννοηθούν Ελλάδα και Γερμανία για το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου και αυτό επηρεάζει τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ιδιαίτερα στην Ελλάδα.

Οικονομική διπλωματία

Μια άλλη βασική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών είναι η αντίληψη που επικρατεί για τη διπλωματία. Η Γερμανία, που έχει ισχυρή και εξωστρεφή οικονομία, ενισχύει την οικονομική διάσταση της διπλωματίας. Αντίθετα, η Ελλάδα, η οποία δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες της Γερμανίας και δέχεται συνεχή και μεγάλη πίεση από την Τουρκία, επιμένει σε μία παραδοσιακή αντίληψη για τη διπλωματία. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην Άμυνα και τις σχετικές δαπάνες, όπως έδειξε το σημαντικό εξοπλιστικό πρόγραμμα που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η Γερμανία είναι μία από τις χώρες που αρνείται να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες με βάση τη νατοϊκή υποχρέωση του 2% του ΑΕΠ και τις περιορίζει γύρω στο 1,5% του ΑΕΠ.

Στη βάση της αντίληψης που έχει για τη διπλωματία, η Γερμανία αποφεύγει να δεσμευτεί σε κοινή ευρωπαϊκή πολιτική Άμυνας και σε ευρωπαϊκή εγγύηση των εξωτερικών συνόρων. Ακόμη και στο θέμα του προσφυγικού-μεταναστευτικού, το οποίο εμείς θεωρούμε ότι ο Ερντογάν αξιοποιεί για να ασκήσει πίεση στην Ελλάδα και στην Ε.Ε., η Γερμανία έχει μια διαφορετική θεώρηση. Υποβαθμίζει την ενδεχόμενη απειλή και την ένταξή του στον λεγόμενο υβριδικό πόλεμο και προωθεί ένα διαρκές πάρε-δώσε με την Τουρκία.

Κοντά στην Τουρκία

Ένας άλλος λόγος που δυσκολεύει τη συνεννόηση της Γερμανίας με την Ελλάδα είναι το γεγονός ότι βρίσκεται παραδοσιακά κοντά στην Τουρκία. Η Γερμανία διευκόλυνε τη σταθεροποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να στερήσει δυνατότητες ενίσχυσης της επιρροής της Ρωσίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας.

Γερμανία και Τουρκία πολέμησαν μαζί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ δεν συγκρούστηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την Τουρκία να κρατάει στάση ευμενούς ουδετερότητας προς τη ναζιστική Γερμανία και την τελευταία να ανταποδίδει.

Από τη δεκαετία του ’60, το γερμανικό οικονομικό «θαύμα» στηρίχθηκε σε σημαντικό βαθμό στο φθηνό εργατικό δυναμικό από την Τουρκία. Πολλοί από τους Τούρκους μετανάστες παρέμειναν στη Γερμανία και ενσωματώθηκαν σταδιακά στην οικονομία και στην κοινωνία της. Σήμερα αποτελούν τη σημαντικότερη μειονότητα στη Γερμανία και τα εκατομμύρια Γερμανοί πολίτες τουρκικής καταγωγής επηρεάζουν με την ψήφο και την πολιτική τους δράση τις εξελίξεις. Τα οικονομικά μεγέθη της συνεργασίας Γερμανίας - Τουρκίας είναι άλλης κλίμακας από τα μεγέθη της συνεργασίας Γερμανίας - Ελλάδας, γεγονός που επηρεάζει αναπόφευκτα τις αποφάσεις του Βερολίνου.

Τα εξοπλιστικά προγράμματα

Ο τρόπος που εξελίχθηκαν τα εξοπλιστικά προγράμματα μεγάλωσε τις δυσκολίες συνεννόησης μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Επί κυβέρνησης Σημίτη και με τον Τσοχατζόπουλο στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας –και οι δύο με σπουδές στη Γερμανία και σημαντικές επαφές σε αυτήν– η Ελλάδα δεσμεύτηκε σε ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο εφαρμόστηκε με σκανδαλώδη τρόπο από γερμανικές επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ορισμένες από αυτές υποχρεώθηκαν να καταβάλουν σημαντικά ποσά στις αρμόδιες γερμανικές Αρχές για τις άδικες εμπορικές πρακτικές τους στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Στην Ελλάδα, ο Τσοχατζόπουλος και οι Έλληνες συνεργάτες του τιμωρήθηκαν, δεν αναζητήθηκαν όμως ευθύνες από τη γερμανική πλευρά.

Η κακή εκτέλεση του σημαντικού ελληνικού εξοπλιστικού προγράμματος συνδυάστηκε με το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Τουρκίας –το οποίο σε ό,τι αφορά τα υποβρύχια στηρίζεται στις ίδιες γερμανικές εταιρείες– για να ενισχύσει την ελληνική δυσαρέσκεια.

Παρά τις πιέσεις που ασκήθηκαν από την Αθήνα προς το Βερολίνο για να εγκαταλείψει το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Τουρκίας, δεν υπήρξε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Οι Γερμανοί συνέχισαν –με την πλήρη κάλυψη της Μέρκελ αλλά και των Σοσιαλδημοκρατών κυβερνητικών εταίρων της– τον υπερεξοπλισμό της Τουρκίας, παρά το γεγονός ότι εμείς αισθανόμαστε ότι απειλούμαστε από τη νεο-οθωμανική στρατηγική του Ερντογάν.

Διαφορετικοί κανόνες

Με το μεγάλο οικονομικό συγκριτικό πλεονέκτημα που έχει η Γερμανία στην Ε.Ε. και την έμφαση που δίνει στην οικονομική διπλωματία, αναπτύσσει πρωτοβουλίες που σε ορισμένες περιπτώσεις μάς φέρνουν σε δύσκολη θέση. Η Γερμανία πρωταγωνίστησε στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία ύστερα από την ενσωμάτωση της Κριμαίας το 2014. Οι κυρώσεις αυτές είχαν σημαντικό κόστος για τον αγροτικό τομέα της ελληνικής οικονομίας. Δεν εμπόδισαν, όμως, τη Γερμανία να συνεχίσει να αναπτύσσει μια ιδιαίτερη ενεργειακή σχέση με τη Ρωσία, με την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2.

Η Γερμανία καλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες της χρηματοδοτώντας πλουσιοπάροχα το καθεστώς Πούτιν, παρά το γεγονός ότι πρωταγωνίστησε στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων σε βάρος του.

Εξαιτίας των διπλών κριτηρίων που εφαρμόζει η Γερμανία, έχει έρθει σε αντίθεση με την Πολωνία, τις Δημοκρατίες της Βαλτικής και την Ουκρανία, οι οποίες θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους υπονομεύονται σε όφελος της Ρωσίας.

Η οικονομική διάσταση

Εξαιρετικής σημασίας είναι η οικονομική διάσταση της συνεργασίας Ελλάδας-Γερμανίας.

Η Γερμανία στηρίζει με συνέπεια τον ελληνικό τουρισμό, ακόμη και τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας. Αυτό έχει τεράστια σημασία για την οικονομία και την απασχόληση στην Ελλάδα.

Οι γερμανικές επιχειρήσεις κάνουν σοβαρές επενδύσεις στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Deutsche Telekom –που ελέγχει τον ΟΤΕ– και της RWE, η οποία συνεργάζεται με τη ΔΕΗ στα πλαίσια της πράσινης μετάβασης.

Η παρουσία των γερμανικών επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομία θα ήταν μεγαλύτερη αν η ελληνική πλευρά ήταν καλύτερα οργανωμένη και οι Γερμανοί έδειχναν μεγαλύτερη προτίμηση, παρά τις δυσκολίες, στην ελληνική οικονομία. Υπάρχουν και σημαντικές συνεργασίες –όπως της Siemens στο παρελθόν– οι οποίες δεν εξελίχθηκαν ομαλά, στιγματίστηκαν από σκανδαλώδεις υπερτιμολογήσεις χωρίς ποτέ να αποζημιωθεί το Ελληνικό Δημόσιο για τη μεγάλη ζημιά που υπέστη.

Στη ναυτιλία, τα γερμανικά και τα ελληνικά συμφέροντα εμφανίζονται συχνά ανταγωνιστικά, με τους Έλληνες πλοιοκτήτες να έχουν το απόλυτο πλεονέκτημα κάθε φορά που ανταγωνίστηκαν τους Γερμανούς συναδέλφους τους. Η γερμανική πλευρά θα πρέπει να δείξει μεγαλύτερη κατανόηση στις ανάγκες της ελληνικής ναυτιλίας σε ό,τι αφορά τη λεγόμενη πράσινη μετάβαση. Η τάση να της φορτωθούν διάφορες οικονομικές επιβαρύνσεις στο όνομα της αποτροπής της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να ελεγχθεί. Διαφορετικά θα βγει ζημιωμένη η ελληνική, κατά προέκταση και η ευρωπαϊκή ναυτιλία.

Πρόβλημα και στην ενέργεια

Και στο θέμα της ενεργειακής κρίσης, που δοκιμάζει την Ε.Ε., η συνεννόηση Ελλάδας και Γερμανίας αποδεικνύεται αρκετά δύσκολη.

Η Γερμανία λειτουργεί αρκετά αποτελεσματικά τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της χονδρικής τιμής της ενέργειας κι έχει συχνά την πρωτοβουλία στα ζητήματα της πράσινης μετάβασης. Δεν θέλει να αλλάξει ένα σύστημα το οποίο θεωρεί αποτελεσματικό, το οποίο όμως δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στις ανάγκες χωρών όπως η Ισπανία, ή η Ελλάδα.

Διπλό άνοιγμα

Ύστερα από μία περίοδο σχετικής οικονομικής ασυνεννοησίας, η Μέρκελ έκανε ένα διπλό οικονομικό άνοιγμα που έφερε τη Γερμανία πολύ πιο κοντά στην Ελλάδα.

Έδωσε μαζί με τον Σοσιαλδημοκράτη υπουργό Οικονομικών, Σολτς, το πράσινο φως για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο εξασφαλίζει εντυπωσιακά κονδύλια και νέες δυνατότητες για την ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα, Μέρκελ και Σολτς έκαναν ένα ουσιαστικό βήμα στην κατεύθυνση της αμοιβαιοποίησης του χρέους συμφωνώντας να βγει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις διεθνείς αγορές για να δανειστεί, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.

Παρά τις διαβεβαιώσεις της Μέρκελ προς το εκλογικό της ακροατήριο ότι επρόκειτο για μία κατ’ εξαίρεση ρύθμιση που δεν θα είχε συνέχεια, είναι φανερό ότι η Γερμανία δημιούργησε με τις αποφάσεις της νέες δυνατότητες για την ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας στην Ε.Ε.

Το επόμενο βήμα στα ευρωπαϊκά οικονομικά ανοίγματα της Γερμανίας προς την Ελλάδα μπορεί να έχει σχέση με τους νέους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και την Τραπεζική Ένωση.

Αν κρίνουμε από την πρωτοβουλία που πήρε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, η Γερμανία στηρίζει τη χαλάρωση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας μέσω της αύξησης του ανώτατου ορίου για το δημόσιο χρέος από 60% σε 100% του ΑΕΠ. Πρέπει, βέβαια, να περιμένουμε τη διαμόρφωση της τελικής πρότασης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και την αντίδραση των λεγόμενων «φειδωλών».

Ενθαρρυντική είναι επίσης η αποχώρηση –πέντε χρόνια πριν από τη λήξη της θητείας του– του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας, Βάιντμαν. Ο τελευταίος θεωρείται ο ισχυρότερος αντίπαλος της Λαγκάρντ και της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει στην ΕΚΤ.

Η παραίτησή του μπορεί να διευκολύνει και τη συνεννόηση στα ζητήματα της Τραπεζικής Ένωσης, τα περισσότερα από τα οποία καθυστερούν –με πιο σημαντικό την ευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων– λόγω των επιφυλάξεων που εκφράζουν κυρίως οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί για την ποιότητα και την ανθεκτικότητα ορισμένων τραπεζών του Νότου.

Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα περιμένει στον οικονομικό τομέα πολλά περισσότερα από τη Γερμανία, είναι γεγονός ότι το Βερολίνο έκανε σοβαρές προσπάθειες στην τελική φάση της περιόδου Μέρκελ να ανταποκριθεί καλύτερα στις ανάγκες λιγότερο ισχυρών οικονομιών της Ε.Ε.

Πολιτική ρευστότητα

Καλύτερη εικόνα για την προοπτική της οικονομικής συνεργασίας Γερμανίας και Ελλάδας θα έχουμε μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό του νέου κυβερνητικού συνασπισμού, στον οποίο είναι εξαιρετικά πιθανόν να συμμετέχουν οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι με καγκελάριο τον Σοσιαλδημοκράτη Σολτς, ο οποίος θεωρείται κατά κάποιον τρόπο συνεχιστής του έργου της Μέρκελ, εφόσον ήταν αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Μέρκελ.

Οι Σοσιαλδημοκράτες θεωρούνται πιο ανοιχτοί στην αύξηση των κοινωνικών δαπανών και των δημόσιων δαπανών για την ανάπτυξη βασικής και ψηφιακής υποδομής. Οι Πράσινοι είναι δημοσιονομικά χαλαρότεροι από τους Σοσιαλδημοκράτες, αλλά ιδιαίτερα απαιτητικοί σε ζητήματα πράσινης μετάβασης, τα οποία μπορεί να έχουν μεγάλο κόστος. Οι Φιλελεύθεροι εμφανίζονται υπέρμαχοι της δημοσιονομικής ορθοδοξίας και απ’ ό,τι φαίνεται ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός θα διατηρήσει, με δική τους απαίτηση, το λεγόμενο συνταγματικό «φρένο» χρέους που ισχύει στη Γερμανία και περιορισμούς στη γερμανική συμμετοχή στη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Προς το παρόν, οι τρεις πιθανοί κυβερνητικοί εταίροι έχουν συμφωνήσει σε ένα πλαίσιο πολιτικής με αλληλοσυγκρουόμενους στόχους, όπως είναι η μεγάλη αύξηση των επενδύσεων για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση με ταυτόχρονη δημοσιονομική αυστηρότητα και διατήρηση του συνταγματικού «φρένου» στο δημόσιο χρέος.

Τα πρόσωπα θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής της νέας κυβέρνησης. Για παράδειγμα, αν στο υπουργείο Οικονομικών βρεθεί ο ηγέτης των Φιλελευθέρων, Λίντνερ, ή με την υποστήριξη των Φιλελευθέρων ο παραιτηθείς από την προεδρία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας, Βάιντμαν, τότε η συνεννόηση Βερολίνου - Αθήνας στα οικονομικά θέματα θα γίνει πιο δύσκολη.

Κατά την άποψή μου, υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες στη συνεννόηση Γερμανίας και Ελλάδας. Χρειάζονται καλή πολιτική διάθεση και από τις δύο πλευρές, όπως και δημιουργικές πρωτοβουλίες από την Ελλάδα, η οικονομία της οποίας δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση, για να φτάσουμε σε μια πιο παραγωγική σχέση.

Η Γερμανία έχει την ισχυρότερη οικονομία στην Ε.Ε. και είναι λογικό να διεκδικεί ποιότητα και αποτελεσματικότητα στην πολιτική που εφαρμόζεται στην Ευρωζώνη. Δεν μπορεί να δεχθεί να ρίξει το επίπεδο της διαχείρισης προκειμένου να διευκολυνθεί η ελληνική πλευρά στους χειρισμούς της.

Η Αθήνα είναι λογικό να διεκδικεί προσαρμογή ορισμένων κανόνων στις ανάγκες της και κάποιες πρόσθετες διευκολύνσεις, έχει όμως τη βασική υποχρέωση να βελτιώσει την κατάσταση και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας για να εκδηλωθεί επιτέλους δυναμική σύγκλισης και να γίνει πιο εύκολη η συνεννόηση με τους ισχυρούς της Ευρωζώνης.

Το προσφυγικό-μεταναστευτικό

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που επηρεάζει κατά περιόδους τις διμερείς σχέσεις είναι το προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Η Γερμανία αντιμετώπισε τεράστιες προκλήσεις εξαιτίας της πολιτικής ανοιχτών συνόρων που ακολούθησε η κυβέρνηση Τσίπρα. Η Μέρκελ απέτρεψε μία μεγάλης κλίμακας ανθρωπιστική κρίση ανοίγοντας το 2016 τα σύνορα και τη γερμανική κοινωνία σε 1.000.000 πρόσφυγες και μετανάστες.

Αυτό –όπως ήταν φυσικό– δημιούργησε μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις που διαμόρφωσαν για ένα διάστημα τις εξελίξεις, όπως για παράδειγμα η ενίσχυση του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία.

Σήμερα, τα ελληνικά σύνορα φυλάσσονται αποτελεσματικά. Υπάρχει όμως το θέμα της γερμανικής προσέγγισης με τον Ερντογάν στο όνομα της συνέχισης της άτυπης συμφωνίας του 2016 για τον έλεγχο των ροών, όπως και των αλλαγών των κανόνων του Δουβλίνου για να σταματήσουν να πιέζονται υπερβολικά οι χώρες πρώτης υποδοχής.

Οι ελπίδες ότι η γερμανική προεδρία του Συμβουλίου θα οδηγούσε στην άρση του ευρωπαϊκού αδιέξοδου σε ό,τι αφορά το προσφυγικό-μεταναστευτικό διαψεύστηκαν, ενώ το «πάγωμα» των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μάς προειδοποιεί ότι η συνεννόηση θα είναι δύσκολη και με τη νέα κυβέρνηση της Γερμανίας.

Η Μέρκελ, στα 16 χρόνια παραμονής της στην καγκελαρία, πέρασε διάφορες φάσεις σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Γερμανίας με την Ελλάδα. Λίγο έλειψε να βάλει την υπογραφή της στο Grexit, στη συνέχεια όμως συνεννοήθηκε αρκετά καλά με την κυβέρνηση Τσίπρα και πρόσφερε νέες ευρωπαϊκές δυνατότητες στην Ελλάδα επί κυβέρνησης Μητσοτάκη. Επομένως, όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά για το μέλλον των ελληνο-γερμανικών σχέσεων. Αφού αναγνωρίσουμε τη σημασία τους και τις αντικειμενικές δυσκολίες, πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να φέρουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.