Η πολιτική απονομιμοποίηση των κυβερνήσεων των μεγάλων της Ε.Ε. στοιχειώνει την Αθήνα - Free Sunday
Η πολιτική απονομιμοποίηση των κυβερνήσεων των μεγάλων της Ε.Ε. στοιχειώνει την Αθήνα

Η πολιτική απονομιμοποίηση των κυβερνήσεων των μεγάλων της Ε.Ε. στοιχειώνει την Αθήνα

Σε φάση πολιτικής απονομιμοποίησης περνούν οι σημαντικότερες χώρες της Ευρώπης, σε μια περίοδο που, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η ανάγκη για ριζικές αλλαγές στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι αδήριτη, για να αντιμετωπιστεί η Ρωσία, ο ηγέτης της οποίας διαθέτει τεράστια διαχειριστική ευχέρεια και ελάχιστα εμπόδια στη λήψη των οποίων αποφάσεων κρίνει απαραίτητες.

Ουσιαστικά, η διαχείριση των συστημάτων διακυβέρνησης με δημοκρατικές αρχές δημιουργεί πολιτική αστάθεια σε όλες τις χώρες όπου ο σεβασμός των δημοκρατικών διαδικασιών έχει οδηγήσει σε παράλυση την ίδια τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Όταν δε το θέμα αυτό απασχολεί όλες σχεδόν τις μεγάλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι προφανές ότι παραλύει την ίδια την Ένωση με αδιευκρίνιστες συνέπειες. Ειδικά όταν φαίνεται ότι η Ρωσία μπορεί να επηρεάζει αυτούς που, αποσύροντας την εμπιστοσύνη τους από κυβερνήσεις, δημιουργούν το πλαίσιο της ακυβερνησίας. Και αυτό θα ήταν το ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο εάν γινόταν και στην Ελλάδα εκλογές τον Σεπτέμβριο.

Ένας υπηρεσιακός σωτήρας

Το τελευταίο παράδειγμα του ολισθηρού πλαισίου στο οποίο κινείται η ευρωπαϊκή δημοκρατία ήταν η Ιταλία, όπου ο πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι ζήτησε και πήρε την ψήφο εμπιστοσύνης του 71% των μελών του σώματος που ψήφισε. Αυτό όμως μεταφράζεται σε 95 ψήφους στο σύνολο των 321 μελών του σώματος, δηλαδή ο κ. Ντράγκι απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του 29% των Ιταλών γερουσιαστών ενώ τον καταψήφισαν 38, δηλαδή το 12%. Σύνολο περίπου 41% των γερουσιαστών νομιμοποίησε τον Ντράγκι και το 59% δεν προσήλθε καν να καταψηφίσει. Οι υπόλοιποι, 188 τον αριθμό, ανήκουν στα 3 μεγάλα κόμματα της γειτονικής χώρας, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και τα δύο κόμματα της κεντροδεξιάς, η Λέγκα που έχει ως στόχο να αναδείξει τον 49χρονο ηγέτη της, Ματέο Σαλβίνι, σε πρωθυπουργό και το Forza Italia που θέλει να εκλεγεί ο υπερ-ογδοηκοντούτης, τον Σεπτέμβριο γίνεται 87 ετών για την ακρίβεια, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Συνολικά, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και το κόμμα του Μπερλουσκόνι έχουν χάσει 46 από τους γερουσιαστές που είχαν εκλέξει το 2018 ενώ ο Σαλβίνι προσέλκυσε έξι στις τάξεις της Λεγκας. Πρακτικά το σύννεφο του λαϊκισμού πιέζεται αλλά αντέχει.

Ο λόγος που ο Ντράγκι αναγκάστηκε να ζητήσει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου ήταν ότι το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, το οποίο από την ίδρυσή του δεν έκρυψε τη συμπάθεια του στη Ρωσία και στον Πούτιν, διαφώνησε με τις νέες ρυθμίσεις για την αύξηση του κόστους της ενέργειας. Κι αυτή ακριβώς η συμπάθεια οδήγησε στην αποχώρηση από το κόμμα του αρχηγού του Λουίτζι Ντι Μαιο, τον οποίο ακολούθησαν δεκάδες βουλευτές και γερουσιαστές. Ο Ντι Μάιο ουσιαστικά άλλαξε στρατόπεδο, αλλά οι προβλέψεις λένε ότι αν ο πρόεδρος αναγκαστεί να προκηρύξει εκλογές για το φθινόπωρο, τα φιλορωσικά κόμματα θα βγουν ενισχυμένα παρά το γεγονός ότι κανείς δεν ξέρει πόσες απώλειες θα έχει και πόσο θα αντέξει το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, που δεν κρύβει την αντιδυτική τοποθέτησή του.

Γαλλία χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία

Αν συμβεί αυτό, η Ιταλία θα είναι η δεύτερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που οδηγείται σε αστάθεια μετά τη Γαλλία, όπου ο πρόεδρος Μακρόν υπέστη τις πρώτες κοινοβουλευτικές ήττες όταν απέτυχε να περάσει νομοσχέδια για τη διαχείριση της COVID-19 που καταψήφισαν οι παρατάξεις της δεξιάς και της αριστεράς, οι ηγέτες των οποίων Μαρίν Λεπέν και Ζαν Λυκ Μελανσόν έχουν σαφώς φιλική στάση προς τη Ρωσία.

Στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, ο Μακρόν δεν κατάφερε να επαναλάβει την προσωπική του νίκη στις προεδρικές εκλογές, με αποτέλεσμα να υπολείπεται κατά περίπου 35 έδρες της απαραίτητης πλειοψηφίας και να πρέπει να αναζητά συμμάχους για τη διασφάλιση των απαραίτητων προωθητικών πλειοψηφιών. Αλλά αυτές δείχνουν δύσκολες γιατί η κοινή γνώμη της Γαλλίας είναι πλέον επιφυλακτική απέναντί του και ο ίδιος στερείται της δυναμικής που είχε, επειδή δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στην προεκλογική του ατζέντα του 2017.

Στην πρώτη ουσιαστική ψηφοφορία στη νέα Βουλή, στις 13 Ιουλίου, η κυβερνητική πλειοψηφία έχασε με 219-195, δηλαδή είχε απώλεια 50 ψήφων από τις δικές της δυνάμεις, που στη Βουλή των 577 είναι λίγοι περισσότεροι από τους 250.

Ενδεικτική του μετώπου που έχει δημιουργηθεί είναι, σύμφωνα με το κόμμα της Λεπέν, η απόφαση που ανοίγει τον δρόμο να επανενταχθούν στις δουλειές τους οι υγειονομικοί που αρνήθηκαν να εμβολιαστούν. Στόχος πάντως του μετώπου που δείχνει να δημιουργείται είναι η αποδυνάμωση του Μακρόν.

Οι περιστάσεις υποχρεώνουν την κυβέρνηση να ακούει τα κόμματα της αντιπολίτευσης, κάτι το οποίο προς το παρόν έχει κάποιες δυσκολίες, είπε ο Ολιβιέ Μαρλέ, κορυφαίο στέλεχος των Ρεπουμπλικάνων.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τους Ρεπουμπλικάνους προέρχεται ο πρώην πρωθυπουργός, Φρανσουά Φιγιόν, τον οποίο η εισβολή στην Ουκρανία βρήκε μέλος του Δ.Σ. σε δύο ρωσικούς κολοσσούς, από τους οποίους ανακοίνωσε ότι παραιτήθηκε. Ο ένας από τους δύο ήταν η Zaroubejneft, που διαχειρίζεται το ρωσικό πετρέλαιο, και ο άλλος η SIBUR των πετροχημικών.

Η αυτοκρατορία επανέρχεται στο Λονδίνο

Την ίδια στιγμή, η Βρετανία θα περάσει τον επόμενο Σεπτέμβριο με υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος θα παραιτηθεί στις 6 Σεπτεμβρίου, μία ημέρα μετά την εκλογή του διαδόχου του στην ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος και την πρωθυπουργία, από την οποία υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Τη θέση διεκδικούν ο υπουργός Οικονομικών Ρισι Σούνακ και η υπουργός Εξωτερικών Λίζα Τρας.

Παρά το γεγονός ότι η Βρετανία είναι η δεύτερη πιο ισχυρή υποστηρίκτρια της Ουκρανίας, η εισβολή και οι βρετανορωσικές σχέσεις δεν αποτέλεσαν μείζον θέμα στα αφηγήματα των υποψηφίων. Τον Μάρτιο, ο Σούνακ είχε παραδεχτεί ότι η σύζυγός του, Ακσάτα Μάρτι, έχει το 0,9% των μετοχών άρα συμφέροντα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ στην Infosys, εταιρεία την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας της, Ναραγιάμα Μάρτι, ένας Ινδός δισεκατομμυριούχος που αποχώρησε από τις επιχειρήσεις το 2014 και η οποία εταιρεία συνέχιζε να κάνει δουλειές με τη Ρωσία και μετά την εισβολή.

Ο Σούνακ κάλεσε και πάλι τις βρετανικές εταιρείες να φύγουν από τη Ρωσία ενώ ο ίδιος ο Μπόρις Τζόνσον δεν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο ο Σούνακ να υπαναχωρήσει ως προς τη θέση που πήρε η Βρετανία για την εισβολή.

H κατά μία δεκαετία μεγαλύτερη αντίπαλος του, Λίζα Τρας, θεωρείται το φαβορί της εκλογικής διαδικασίας, καθώς ο Σούνακ, ο οποίος γεννήθηκε στην Τανζανία κι έλκει την καταγωγή του από το Πατζάμπ, μια περιοχή ανάμεσα στην Ινδία και στο Πακιστάν, δεν εκτιμάται ότι μπορεί να εκφράσει το όλο το Συντηρητικό Κόμμα. Πριν από τρεις μήνες, o «Guardian» την είχε κατηγορήσει ότι παίζει παιχνίδια με στόχο την ηγεσία του κόμματος.

«Αυτή πρέπει να είναι η πρώτη φορά που ο ανταγωνισμός για την ηγεσία των Tόρις γίνεται στα σύνορα με τη Ρωσία», είχε γράψει στις 28 Απριλίου, όταν δεν υπήρχε θέμα παραίτησης του Μπόρις Τζόνσον.

Από το Βερολίνο στην Αθήνα και την Ουάσιγκτον

Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να προστεθεί και το γεγονός ότι η νέα τριμερής γερμανική κυβέρνηση υπό τον Όλαφ Σόλτς προς το παρόν πατάει στα βήματα της προκατόχου του, κάτι που δεν καθιστά σαφή τον έλεγχο των εξελίξεων σε οποιαδήποτε θέμα προκύψει στο εσωτερικό της χώρας.

Άλλωστε, οι κορυφαίοι του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος έχουν πάντοτε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα και μετά την πολιτική τους αποστρατεία πήραν θέσεις σε πολύ σημαντικούς κρατικούς ρωσικούς οργανισμούς.

Οι ελληνικές εκλογές

Αυτό το ευρωπαϊκό πολιτικό κλίμα θα είχε μπροστά της η Ελλάδα, αν έμπαινε σε προεκλογική διαδικασία τον Σεπτέμβριο.

Δηλαδή, η αβεβαιότητα για το κατά πόσο θα σχηματιστεί κυβέρνηση μετά τις πρώτες ή τις δεύτερες εκλογές θα ήταν προφανώς δευτερεύον ζήτημα εν μέσω της πολιτικής αναταραχής στις ακυβέρνητες μεγάλες χώρες της Ένωσης, στις οποίες θα πρέπει να προστεθεί κι η πολιτική αβεβαιότητα στις ΗΠΑ, όπου οι μετρήσεις ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοέμβριου δεν δείχνουν να ευνοούν τον πρόεδρο Μπάιντεν.

Αν, δε, κυριαρχήσουν οι Ρεπουμπλικάνοι στα νομοθετικά σώματα, η ευχέρεια του προέδρου Μπάιντεν να κάνει πολιτικές κινήσεις θα περισταλεί σημαντικά.

Η δε επιστροφή Τραμπ στο πολιτικό προσκήνιο δεν είναι βέβαιο ότι θα δυσαρεστήσει τη Μόσχα.