Το χειρότερο δεν έγινε, το καλύτερο δεν ήρθε - Free Sunday
 Το χειρότερο δεν έγινε, το καλύτερο δεν ήρθε

Το χειρότερο δεν έγινε, το καλύτερο δεν ήρθε

Είναι μια «ιστορική στιγμή» για τη χώρα, όπως είπε ο υπουργός Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτος όταν ξημέρωσε συμφωνία στο Eurogroup; Ή η κυβέρνηση «τα έδωσε όλα και δεν πήρε τίποτα», όπως φωνάζει η ΝΔ; Δεν ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο, όμως ισχύει η ελληνική πολιτική ρουτίνα των εκ διαμέτρου αντίθετων αναγνώσεων κάθε εξέλιξης ανάλογα με την κομματική σκοπιμότητα.

Άλλωστε, εκτός από την αμετροέπεια, ανθεί στον κήπο μας και ο ανορθολογισμός ή όπως αλλιώς μπορεί να περιγραφεί ο παραλληλισμός που επιχείρησε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Άννα Βαγενά ανάμεσα στην τουρκοκρατία και τα 99 χρόνια του υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων.

Και αν τέτοιες δηλώσεις είναι εσωτερικής τηλεοπτικής κατανάλωσης, παραμένουν εξαγώγιμες εκείνες του υπουργού Άμυνας Π. Καμμένου για τον «εγκληματικό» και «αντισυνταγματικό» αυξημένο ΦΠΑ στα νησιά και του προέδρου της Βουλής Ν. Βούτση, που τον ακολούθησε μιλώντας για «οριακή αντισυνταγματικότητα».

Το εύλογο ερώτημα είναι πώς θα εφαρμοστεί ένα τόσο σκληρό πρόγραμμα, το οποίο ήδη το αποκηρύσσουν αυτοί που το ψήφισαν. Πόσο μάλλον όταν οι πιστωτές ζητούν διαρκώς περισσότερα, θεωρώντας ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153 αντέχει και νέες δοκιμασίες. Η σύμβαση για το Ελληνικό, η ρύθμιση για τα κόκκινα δάνεια που έχουν εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου και οι λεπτομέρειες για τη συγκρότηση του υπερταμείου των αποκρατικοποιήσεων είναι οι βασικές εκκρεμότητες που πρέπει να διευθετηθούν για να κλειδώσει η συμφωνία, που πάντως δεν κινδυνεύει με ξαφνική κατάρρευση, γιατί η βούληση των εταίρων είναι να υπάρχει γαλήνη στην Ευρωζώνη, τουλάχιστον μέχρι το βρετανικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου.

Το ποτήρι μισογεμάτο

Η θετική πλευρά είναι ότι αποφεύχθηκε η επανάληψη του περσινού ελληνικού καλοκαιριού και ότι, σε πρώτο επίπεδο, έχουμε άρση της αβεβαιότητας και μια επίφαση έστω σταθερότητας. Τα επιτόκια δανεισμού υποχωρούν, οι εταίροι λένε καλά λόγια για εμάς, η ΕΚΤ μας περιμένει για ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, οι εξωτερικές δανειακές υποχρεώσεις της χώρας θα είναι καλυμμένες μέχρι το τέλος του χρόνου, γύρω στα 3,5 δισ. θα πέσουν στην αγορά μέσω της εξόφλησης ληξιπρόθεσμων χρεών του Δημοσίου σε ιδιώτες.

Η κυβέρνηση ασφαλώς και κέρδισε πολιτικό χρόνο, παρ’ όλα τα προαπαιτούμενα που πρέπει να εκπληρωθούν το επόμενο διάστημα. Δεν ξέρουμε ποια θα είναι τα ισοδύναμα για τη μη επιστροφή αναδρομικά του ΕΚΑΣ, που την πάγωσε ο πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής. Ούτε πώς ακριβώς θα κατοχυρωθεί η ασυλία των μελών του Δ.Σ. του υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων, του οποίου άλλωστε τη σύνθεση θα μάθουμε το φθινόπωρο, μαζί με άλλα νέα. 

Γιατί τότε θα αποσαφηνιστεί και ο ρόλος του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, ενώ στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης θα ανοίξει η συζήτηση για αλλαγές στα εργασιακά, οι οποίες θα είναι οδυνηρές για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και οι οποίες μέχρι τώρα αποτελούσαν κατακόκκινη γραμμή για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Παρά τις ασάφειες και τις «ουρές» της συμφωνίας, βέβαιο είναι ότι η αξιολόγηση, τυπικά, ολοκληρώθηκε και αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για την εκταμίευση –σπαστά– δόσης ύψους 10,3 δισ. ευρώ, που είναι ζωτικής σημασίας για τη χρεοκοπημένη μας χώρα.

Το ποτήρι μισοάδειο

Η αρνητική πλευρά είναι ότι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα παραμένουν ανεδαφικοί και δεσμευτικοί για άγρια λιτότητα, ενώ οι ουσιαστικές αποφάσεις για το χρέος μετατίθενται για το 2018, δηλαδή μετά τις γερμανικές εκλογές το φθινόπωρο του 2017.

Με αυτή την έννοια, ο ελέφαντας παραμένει στο δωμάτιο, παρόλο που οι πιστωτές, με την εξαίρεση του ΔΝΤ, κάνουν πως δεν τον βλέπουν. Το οικονομικό επιτελείο προβάλλει ότι πάντως προεξοφλείται μια ρύθμιση του χρέους και αυτό είναι ένα σήμα που θα καθορίσει τον τρόπο που βλέπουν οι επενδυτές και οι αγορές τη χώρα μας. Αντίθετα, η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι μια υπόσχεση είναι κάτι πολύ λίγο για τόσες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις που έγιναν από την ελληνική πλευρά.

Έτσι κι αλλιώς, η ελληνική περιπέτεια θα συνεχιστεί. Ο φιλικός επίτροπος Μοσκοβισί προέβλεψε κι άλλα ξενύχτια, ο κακός Β. Σόιμπλε προανήγγειλε πρόσθετα μέτρα το 2018 – αλλά πώς φτάνουμε μέχρι εκεί;

Ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ, άλλωστε, μας μπέρδεψε λέγοντας πως η χώρα μας θα έβγαινε από τον μηχανισμό στήριξης αν δεν προκαλούσε εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ. Και μας μπέρδεψε γιατί στο μεταξύ στελέχη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ διατυμπάνιζαν ότι ο Αλ. Τσίπρας παίζει το παιχνίδι του Σόιμπλε, που τα πήρε όλα στο Eurogroup, κερδίζοντας με την ελληνική βοήθεια το ΔΝΤ. Τι απ’ όλα μας συμβαίνει; Ας μείνουμε στο ότι υπήρξε συμβιβασμός για να αποτραπεί μια δραματική αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης, αλλά, παρά τα μπαλώματα, η τρύπα χάσκει και θα φανεί κάποια στιγμή στο μέλλον – το πόσο κοντινό θα εξαρτηθεί όχι μόνο απ’ όσα θα συμβαίνουν εδώ αλλά και από τις ευρύτερες εξελίξεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αλλαγή φάσης

Από τη διαπραγμάτευση στη διακυβέρνηση και από τη συζήτηση περί μέτρων στην είσπραξη φόρων. Το πέρασμα δεν θα είναι εύκολο. Μέχρι τώρα η ομάδα εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ασκείται στην επικοινωνία και ο πρωθυπουργός στη διπλωματία κορυφής. Τώρα θα πρέπει να δείξουν επιδόσεις στην υλοποίηση των δεσμεύσεων με έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις και δεν πρόκειται να είναι εύκολο, όταν θα έχει αρχίσει η φοροκαταιγίδα που θα φέρει σε δύσκολη θέση την κοινωνική πλειοψηφία. 

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια πώς θα εκφραστεί η δυσφορία για τις νέες επιβαρύνσεις. Άλλοι –στην αντιπολίτευση– αναρωτιούνται πού πήγαν οι Αγανακτισμένοι και άλλοι –στην κυβέρνηση– ελπίζουν ότι αν η οικονομία περάσει σύντομα σε ρυθμούς ανάπτυξης, οι πληγές θα επουλωθούν γρήγορα και θα έχουμε κοινωνική ησυχία.

Η επιχείρηση εκκένωσης της Ειδομένης ήταν μια επιτυχημένη δοκιμή στη διακυβέρνηση, παρά την κριτική που ασκήθηκε για τον αποκλεισμό των ΜΜΕ από την κάλυψη. Κατά τα άλλα, όμως, δεν υπάρχουν ενδείξεις ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για τη διαφανή και αποτελεσματική αξιοποίηση του ΕΣΠΑ και των δυνατοτήτων που προσφέρει το πακέτο Γιούνκερ, ούτε βέβαια για την καταπολέμηση της μεγάλης φοροδιαφυγής, που παραμένει η σημαντικότερη προϋπόθεση για τη δημοσιονομική ισορροπία και την εμπέδωση κανόνων κοινωνικής δικαιοσύνης.