Η ελληνική οικονομία σε αχαρτογράφητη περιοχή - Free Sunday
Η ελληνική οικονομία σε αχαρτογράφητη περιοχή

Η ελληνική οικονομία σε αχαρτογράφητη περιοχή

Το πιθανότερο όμως είναι να υπάρξει σοβαρή έως δραματική επιδείνωση στη διάρκεια των επόμενων 6-12 μηνών.

Περιορισμένη αντοχή

Όπως έδειξε η υπόθεση της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Μαρινόπουλος και της JETOIL, ένα μέρος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας έχει πλέον εξαιρετικά περιορισμένη αντοχή. Μετά από 7 έως 8 χρόνια οικονομικής και φορολογικής ταλαιπωρίας στέλνει ανησυχητικά μηνύματα ότι δεν μπορεί να συνεχίσει την προσπάθεια.

Την κατάσταση περιπλέκει η καθυστερημένη έναρξη της διαχείρισης των κόκκινων δανείων. Είναι αναγκαία, για να ενισχυθεί η θέση των τραπεζών και να αυξηθεί η ρευστότητα της οικονομίας. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι για ένα διάστημα θα μεγαλώσει τις δυσκολίες χρηματοδότησης κυρίως των οριακών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα και θα συμβάλει στην προσωρινή αύξηση των «λουκέτων» και της ανεργίας. Θα χρειαστούμε τουλάχιστον 12-18 μήνες για να καταγραφούν τα πρώτα ουσιαστικά θετικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την αύξηση της ρευστότητας.

Έλλειψη αξιοπιστίας και επενδύσεων

Η εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-μνημονίου γίνεται λιγότερο αποτελεσματική εξαιτίας της έλλειψης αξιοπιστίας που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση και της μεγάλης πτώσης των επενδύσεων, οι οποίες, ανάλογα με τον υπολογισμό, βρίσκονται στο 40%-45% του επιπέδου που ήταν πριν από την εκδήλωση της κρίσης.

Η κυβέρνηση Τσίπρα χρησιμοποιεί μια διπλή πολιτική γλώσσα. Στην Ε.Ε. δίνει διαβεβαιώσεις ότι θα εφαρμόσει πλήρως τα συμφωνηθέντα, ενώ στο εσωτερικό χαράσσει συνεχώς κόκκινες γραμμές και καταγγέλλει την οικονομική πολιτική που έχει συμφωνήσει με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς αντί να διεκδικήσει την ιδιοκτησία της. Η λεγόμενη ιδιοκτησία της οικονομικής πολιτικής –να θεωρεί δηλαδή η κυβέρνηση ότι την εκφράζει η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται και να το εξηγεί στην κοινή γνώμη– θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση για να επιτύχουν τα δύσκολα μέτρα του τρίτου προγράμματος-μνημονίου. Προς το παρόν έχουμε μία με το ζόρι εφαρμογή των συμφωνηθέντων, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το κοινωνικό κόστος και να περιορίζεται το οικονομικό όφελος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα όσα συμβαίνουν στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων, όπου περιορίζεται συνεχώς το τίμημα για την πώληση διαφόρων ΔΕΚΟ, όπως ο ΟΛΠ και η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, εξαιτίας των πολιτικών ταλαντεύσεων της κυβέρνησης, της κακοδιαχείρισης και της απαξίωσης του ευρύτερου δημόσιου τομέα της οικονομίας και παρασκηνιακών συμφωνιών με διαστάσεις σκανδάλου.

Το τίμημα για την πώληση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ περιορίστηκε στα 45 εκατ. ευρώ, ενώ πριν από 2-3 χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε «ξεπούλημα» προσφορές που έφταναν μέχρι και τα 300 εκατ. ευρώ. Η ετήσια επιδότηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ από τον κρατικό προϋπολογισμό για τις λεγόμενες άγονες γραμμές είναι της τάξης των 50 εκατ. ευρώ τον χρόνο, ενώ συνεχίζεται το εργολαβικό πάρτι δισεκατομμυρίων με την ημιτελή σιδηροδρομική υποδομή, ο σχεδιασμός της οποίας δεν έχει καμία σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας αλλά εκφράζει τη συνεννόηση του αρμόδιου υπουργού κ. Σπίρτζη με τις ενδιαφερόμενες κατασκευαστικές εταιρείες. Η υπόθεση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και ως έναν βαθμό του ΟΛΠ δείχνει ότι το στοίχημα για αύξηση των δημοσίων εσόδων μέσω ιδιωτικοποιήσεων, προκειμένου να περιοριστεί το χρέος του Δημοσίου, έχει ήδη χαθεί. Το όφελος που θα προκύψει θα έχει σχέση με τα επενδυτικά προγράμματα που θα προωθήσουν οι ξένες εταιρείες που εξαγόρασαν τις ΔΕΚΟ. Στην περίπτωση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, προβλέπονται εξαιρετικά περιορισμένα, εφόσον η εταιρεία ασχολείται με τη λειτουργία του δικτύου και όχι με την υποδομή, το κόστος της οποίας καλύπτουν ο Έλληνας φορολογούμενος και τα ευρωπαϊκά ταμεία συνοχής.

Δημοσιονομικά μυστήρια

Η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει μια βιτρίνα ομαλότητας σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση, πίσω από την οποία μπορεί να κρύβονται τεράστια προβλήματα. Το πρώτο εξάμηνο του 2016 επιτεύχθηκαν οι στόχοι για τα έσοδα, ενώ παρατηρείται και μεγάλη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία, οι οποίες πλέον αυξάνονται με ρυθμό που ξεπερνάει το 1 δισ. ευρώ τον μήνα.

Μια προσεκτική ματιά στα στοιχεία του εξαμήνου δείχνει ότι οι στόχοι είναι εξαιρετικά περιορισμένοι και αρκετά κάτω από τα επίπεδα του πρώτου εξαμήνου του 2014, ενώ οι απαιτήσεις της εφορίας για το δεύτερο εξάμηνο του 2016 είναι πολύ μεγαλύτερες και θεωρούνται ιδιαίτερα φιλόδοξες από τους περισσότερους αναλυτές.

Ταυτόχρονα, παρατηρείται μεγάλη αύξηση των ανεξόφλητων οφειλών του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα και δημιουργούνται και άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές, όπως, για παράδειγμα, στην έναρξη συνταξιοδότησης πολλών δεκάδων χιλιάδων δικαιούχων και στην καταβολή του εφάπαξ.

Ο συνδυασμός αύξησης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου, της αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογουμένων προς το Δημόσιο και των υπερβολικά αισιόδοξων στόχων που έχουν τεθεί για τα έσοδα το δεύτερο εξάμηνο του 2016 μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες δημοσιονομικές περιπέτειες στη διάρκεια των επόμενων μηνών.

Εργασιακή απορρύθμιση

Την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, η οποία επέστρεψε στην ύφεση το 2015, με ευθύνη της κυβέρνησης Τσίπρα, δυσχεραίνει και η ανώμαλη κατάσταση που επικρατεί στον χώρο της εργασίας. Η μεγάλης διάρκειας ανεργία, που είναι δομική, στέκεται στο ύψος της, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι δεν αμείβονται κανονικά λόγω οικονομικής αδυναμίας των επιχειρήσεων και τα δικαιώματα των εργαζομένων μετατρέπονται στις περισσότερες περιπτώσεις σε μια καθαρά τυπική υπόθεση που δεν έχει σχέση με την οικονομική πραγματικότητα που διαμορφώνουν τα κυβερνητικά λάθη και οι παραλείψεις.

Η κυβερνητική ηγεσία χαράσσει κατά κανόνα ανύπαρκτες κόκκινες γραμμές και δηλώνει ότι θα συγκρουστεί το φθινόπωρο με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές για τα εργασιακά, στην πραγματικότητα, όμως, έχει τη βασική ευθύνη για την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η οποία έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις.

Επιδείνωση του περιβάλλοντος

Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του στοίχισαν στην ελληνική οικονομία την απώλεια τουλάχιστον δύο χρόνων ανάπτυξης, το 2015 και το 2016, και απέτρεψαν την έξοδό της από το μνημόνιο, στο οποίο την εγκλώβισαν μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Οι συνέπειες από τα αποτυχημένα πειράματα του 2015 είναι τεράστιες και μεγαλώνουν με το πέρασμα του χρόνου, καθώς εμφανίζει σημάδια αποσταθεροποίησης το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και αλλάζει προς το χειρότερο το ευρωπαϊκό περιβάλλον.

Πρώτον, η επικράτηση του Brexit στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου δημιουργεί κλίμα οικονομικής και επιχειρηματικής αστάθειας και περιορίζονται κι άλλο οι πιθανότητες προσέλκυσης σοβαρών ξένων επενδυτών στην Ελλάδα.

Δεύτερον, μία από τις πρακτικές συνέπειες του Brexit είναι η δυσκολία επαρκούς χρηματοδότησης του ήδη συρρικνωμένου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Αυτό σημαίνει ότι η ροή κοινοτικών κονδυλίων προς την Ελλάδα θα κινηθεί χαμηλότερα από τα προγραμματισμένα επίπεδα. Επιπλέον, η χρήση αυτών των κονδυλίων είναι εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας, εφόσον μετατρέπονται με ευθύνη της ελληνικής πλευράς σε «πακέτα» υπέρ των εργολάβων και σε υποτιθέμενες κοινωνικές πρωτοβουλίες που εξυπηρετούν πολιτικούς στόχους και ελάχιστη σχέση έχουν με τις ανάγκες της οικονομίας και την απασχόληση.

Τρίτον, όπως έδειξε και το τρομοκρατικό χτύπημα στη Νίκαια, οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης και η Ε.Ε. στο σύνολό της αδυνατούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την ισλαμική τρομοκρατική απειλή, που έχει τις ρίζες της στην αδυναμία ενσωμάτωσης μουσουλμάνων της Γαλλίας, του Βελγίου, του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων χωρών, που μπορεί να είναι πολίτες δεύτερης και τρίτης γενιάς.

Το «μούδιασμα» που παρατηρείται στον ελληνικό τουρισμό και η διαρκής ενίσχυση της δυναμικής υπέρ των δεξιών ευρωσκεπτικιστών και των ακροδεξιών αντιευρωπαίων σε χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, η Γαλλία και η Ιταλία έχουν άμεση σχέση με την ανάπτυξη της ισλαμικής τρομοκρατίας στην Ευρώπη.

Τέταρτον, το λεγόμενο σχέδιο Γιούνκερ για την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, το οποίο ήταν σχεδιασμένο για να βοηθήσει κυρίως την Ελλάδα και την Πορτογαλία, πέρασε αλλά δεν ακούμπησε την ελληνική οικονομία. Ο μεγάλος επιχειρηματικός κίνδυνος και οι αδυναμίες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δεν επέτρεψαν την αξιοποίηση του σχεδίου Γιούνκερ σε όφελος της ελληνικής οικονομίας σε μεγάλη κλίμακα, εφόσον δεν στηρίζεται στις επιδοτήσεις του παρελθόντος αλλά σε ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και στη μόχλευση κεφαλαίων.