Βαθιές ανάσες και ασκήσεις εκτόνωσης - Free Sunday
Βαθιές ανάσες και ασκήσεις εκτόνωσης

Βαθιές ανάσες και ασκήσεις εκτόνωσης

Παρ’ ότι η ποσοτική έρευνα με χρήση δομημένου ερωτηματολογίου είναι το βασικό εργαλείο αποτύπωσης της εκλογικής συμπεριφοράς εδώ και έξι δεκαετίες, η αξία της ως τεχνικής αμφισβητήθηκε τα τελευταία χρόνια –και όχι μόνο στην Ελλάδα– στη βάση του επιχειρήματος της απόκλισης μεταξύ των δημοσκοπικών εκτιμήσεων και των πραγματικών εκλογικών αποτελεσμάτων. 

Πέρα όμως από τις διαφωνίες των ειδικών για τις τεχνικές της δειγματοληψίας ή της στάθμισης και πέρα από τις συνήθεις κραυγές των μη ειδικών περί διαπλοκής των εταιρειών με οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, η προσοχή θα πρέπει να εστιαστεί στο γεγονός ότι πλέον η δήλωση πρόθεσης ψήφου σε μια δημοσκόπηση αποτελεί μια συνειδητά διαφορετική συμπεριφορά από την επιλογή του ψηφοδελτίου την ημέρα των εκλογών. 

Πώς όμως πρωτοσχηματίστηκε αυτή η αυτόνομη δημοσκοπική συμπεριφορά και προς ποια κατεύθυνση αποκλίνει από την εκλογική συμπεριφορά;

Η πυκνότητα διεξαγωγής εκλογικών αναμετρήσεων μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια και η –μάλλον υπερβολική– μεγέθυνση του κλάδου των εταιρειών ερευνών κοινής γνώμης στην Ελλάδα εξοικείωσαν σταδιακά τους ψηφοφόρους με τη διαδικασία μιας τηλεφωνικής δημοσκόπησης. Η συχνή και μεγαλόσχημη προβολή των ευρημάτων τους από τα τηλεοπτικά και τα έντυπα μέσα απέδωσε στις δημοσκοπήσεις τον χαρακτήρα ενός διακριτού πολιτικού συμβάντος, που δύναται μάλιστα να επιδράσει στις πολιτικές κινήσεις των παικτών και στις επιλογές διακυβέρνησης. 

Σταδιακά, λοιπόν, οι ψηφοφόροι αντιλήφθηκαν ότι η δημοσκοπική συμπεριφορά τους μπορεί να είναι ανεξάρτητη της εκλογικής, όχι με στόχο να περιπαίξουν τις εταιρείες αλλά με στόχο είτε να στείλουν ένα προειδοποιητικό μήνυμα σε κάποιον πολιτικό παίκτη πριν από την ίδια τη στιγμή της κάλπης αξιοποιώντας το χρονικό πλεονέκτημα είτε να συνθέσουν ένα πολύπλοκο μήνυμα που ξεπερνά τη διχοτομική επιλογή που σου δίνει το ψηφοδέλτιο (δηλαδή την απλή υπόδειξη του «ενός κόμματος που θέλω να κυβερνήσει» και «των άλλων κομμάτων που δεν τα θέλω σε κανέναν κυβερνητικό ρόλο»). 

Στο πλαίσιο μιας δημοσκόπησης οι συμμετέχοντες έχουν τη δυνατότητα να αποτυπώσουν πιο πολύπλοκες στάσεις, όπως, για παράδειγμα, την αμφιταλάντευσή τους μεταξύ δύο κομμάτων ή την υποτονική και υπό συνθήκη στήριξη ενός κόμματος. Η ίδια η σύσταση μιας δημοσκόπησης, σε συνδυασμό με τη συχνότητα προβολής των ευρημάτων τους, δημιουργεί τη συνθήκη για την εκδήλωση μιας διαφορετικής συμπεριφοράς. Με ποιον τρόπο όμως διαφέρει η μία συμπεριφορά από την άλλη;

Η συνηθέστερη απόκλιση μεταξύ των δύο σχετίζεται με τη διστακτικότητα των εκλογέων να εκδηλώσουν ανενδοίαστα τη στήριξή τους σε ένα από τα κυβερνητικά κόμματα, τα οποία και τελικά καταγράφουν μειωμένα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, ιδιαιτέρως σε εκείνες που διενεργούνται κατά το μέσο της θητείας τους. 

Το πλαίσιο της δημοσκόπησης δίνει την ευκαιρία σε όσους στήριξαν στις προηγούμενες εκλογές το κόμμα που τελικά ανέλαβε τη διακυβέρνηση μιας χώρας να εκφράσουν τη στάση αναμονής τους ή την προσωρινή αποδοκιμασία τους έναντι των αποφάσεων ενός κυβερνητικού κόμματος. Στη διάρκεια μιας τηλεφωνικής συνέντευξης ο ψηφοφόρος ενός κυβερνητικού κόμματος μπορεί να εκφράσει τις «βαθιές ανάσες» του ή να επιδοθεί σε «ασκήσεις εκτόνωσης». Η επιλογή του να μη διευκρινίσει την πρόθεση ψήφου του στον συνεντευκτή είναι ο τρόπος να εκφράσει την αναμονή της «βαθιάς ανάσας». 

Η επιλογή του να δηλώσει απροθυμία προσέλευσης στην επόμενη κάλπη ή να δηλώσει πρόθεση ψήφου για ένα κόμμα διαμαρτυρίας είναι ο τρόπος του να εκτονωθεί. Τις επιλογές αυτές δεν θα τις έχει στη σχολική αίθουσα την ημέρα των επόμενων εκλογών και έτσι τη στιγμή της συνέντευξης ένας τέτοιος ερωτώμενος απολαμβάνει το εύρος των επιλογών του.

Η εδραίωση χαρακτηριστικών συστηματικής απόκλισης μεταξύ της δημοσκοπικής και της εκλογικής συμπεριφοράς –όχι λόγω κακών εκτιμήσεων, αλλά λόγω της διαφορετικής φύσης των δύο συνθηκών– θα πρέπει προφανώς να λαμβάνεται υπόψη στην ανάγνωση των δημοσκοπικών ευρημάτων της τρέχουσας χρονικής περιόδου, τα οποία και αποτυπώνουν ευρύτατο προβάδισμα της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Το ήμισυ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του περσινού Σεπτεμβρίου επιλέγει τη «βαθιά ανάσα» ή την «άσκηση εκτόνωσης», γεγονός που καθιστά εξαιρετικά ασταθή την εκτίμηση εκλογικής επιρροής στη βάση της πρόθεσης ψήφου. 

Για τον λόγο αυτόν είναι επιβεβλημένη η χρήση εργαλείων εκτίμησης που θα βασίζονται στη φυσική τάση των ψηφοφόρων να διατηρούν συγκεκριμένο βαθμό συμπάθειας ή αντιπάθειας για κάθε κόμμα και τελικά να διαβαθμίζουν τις προτιμήσεις τους προς αυτά. Η τελική επιλογή στην κάλπη είναι υποχρεωτικά μία. Και είναι μία ακόμη κι αν δεν είναι «με όλη μας την καρδιά». 

Όμως, στον δρόμο γι’ αυτήν, στον νου του ψηφοφόρου υπάρχουν πολλές πιθανές επιλογές. Και, επιπλέον, γι’ αυτές τις επιλογές κάποιοι από εμάς είμαστε περήφανοι και κάποιοι άλλοι αισθανόμαστε αμηχανία. Στον δρόμο για την κάλπη, εκεί δηλαδή που τοποθετείται χρονικά μια δημοσκόπηση, είναι αυτές οι πολλές περήφανες ή αμήχανες επιλογές που πρέπει να καταγράφονται.