Τα λάθη του οικονομικού επιτελείου που θα πληρώσουμε ακριβά - Free Sunday
Τα λάθη του οικονομικού επιτελείου που θα πληρώσουμε ακριβά

Τα λάθη του οικονομικού επιτελείου που θα πληρώσουμε ακριβά

Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον οικονομικό λογαριασμό που δημιούργησαν οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές του 2015 και τα λάθη στρατηγικής σημασίας του διδύμου Τσίπρα-Βαρουφάκη, ενώ το οικονομικό επιτελείο κάνει ό,τι μπορεί για να περιπλέξει μια ήδη δύσκολη κατάσταση.

Τα λάθη διαδέχονται το ένα το άλλο και αντί να οργανώνουμε την ανάκαμψη και στη συνέχεια την ανάπτυξη της οικονομίας, υποχρεωνόμαστε σε μια βασανιστική σταθεροποίηση της οικονομίας σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο.

Λάθος μείγμα πολιτικής

Η κυβέρνηση έχει προσυπογράψει όλους τους δύσκολους στόχους του τρίτου προγράμματος-μνημονίου και προσπαθεί να περάσει το οικονομικό φορτίο της προσαρμογής στον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Πρόκειται για το βασικό πολιτικό λάθος που κάνουν όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις, αλλά αυτή τη φορά γίνεται σε μεγαλύτερη κλίμακα και σε πιο δύσκολες συνθήκες. 

Το πρώτο πρόγραμμα-μνημόνιο προέβλεπε ότι το κύριο βάρος της προσαρμογής θα σήκωναν η δημόσια διοίκηση και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας της οικονομίας. Για προφανείς πολιτικούς λόγους, έγινε ακριβώς το αντίθετο. 60%-70% της προσαρμογής έγινε σε βάρος του ιδιωτικού τομέα, εφόσον η προσπάθεια διαχείρισης του πολιτικού κόστους οδήγησε στην προστασία της υποτιθέμενης εκλογικής πελατείας του Δημοσίου.

Η επιλογή αυτή οδήγησε τον ιδιωτικό τομέα σε αδιέξοδο –χάθηκαν γύρω στο 1 εκατομμύριο θέσεις απασχόλησης–, ενώ δημιουργήθηκαν πρόσθετες δυσκολίες για τη χρηματοδότηση του Δημοσίου. 

Οι δημόσιες δαπάνες περιορίστηκαν με πολύ μικρότερο ρυθμό από τη δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα να χρηματοδοτήσει το Δημόσιο. Έχουμε φτάσει στο σημείο οι δημόσιες δαπάνες να αναλογούν στο 53%-55% του ΑΕΠ και κανείς να μην ξέρει πώς ακριβώς θα τις χρηματοδοτήσουν ο ιδιωτικός τομέας και τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση.

Η νέα κρίση χρηματοδότησης του Δημοσίου προετοιμάζει το έδαφος για νέες περικοπές δαπανών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις συντάξεις, ανεξάρτητα από το αν θα ενεργοποιηθεί ο λεγόμενος κόφτης ή όχι. Η υπερφορολόγηση και η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών δεν οδήγησαν στην αύξηση των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου και των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για νέες περικοπές.

Το οικονομικό επιτελείο έχει αρχίσει να παραδέχεται την αποτυχία της πολιτικής που εφαρμόζει, γι’ αυτό προσπαθεί να διαπραγματευτεί με τους εκπροσώπους των Ευρωπαίων εταίρων ειδικά μέτρα, που οδηγούν στη μερική παράκαμψη της πολιτικής του. Για παράδειγμα, το οικονομικό επιτελείο θα ήθελε την επανένταξη στη ρύθμιση των 100 δόσεων όσων δεν μπόρεσαν να φανούν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και τέθηκαν εκτός ρύθμισης, τη χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας σε όσους είναι συνεπείς στις τρέχουσες υποχρεώσεις τους αλλά εξακολουθούν να βαρύνονται με ληξιπρόθεσμα χρέη και, αν το επιτρέψουν οι συνθήκες, ακόμη και το «κούρεμα» ληξιπρόθεσμων τραπεζικών οφειλών και υποχρεώσεων προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. 

Με δυο λόγια, η κυβέρνηση παραδέχεται ότι η πολιτική που εφαρμόζει –ένα μείγμα μνημονιακών υποχρεώσεων και αύξησης των φορολογικών, ασφαλιστικών και διοικητικών βαρών– οδηγεί στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Νέα κρίση εμπιστοσύνης

Η προσπάθεια προσαρμογής της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης στη σκληρή πραγματικότητα που δημιούργησαν οι λαθεμένες επιλογές της δυσκολεύει εξαιτίας της νέας κρίσης εμπιστοσύνης που εκδηλώνεται σε βάρος του οικονομικού επιτελείου. Οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν αρχίσει να αξιολογούν αρνητικά τις επιδόσεις και κυρίως τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Τα προαπαιτούμενα για την καταβολή της δόσης των 2,8 δισ. ευρώ καθυστερούν χωρίς ουσιαστικό λόγο, ενώ δεν έχει προετοιμαστεί το έδαφος για τη δεύτερη αξιολόγηση σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα.

Στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι βαθιά δυσαρεστημένοι εξαιτίας των κυβερνητικών ελιγμών γύρω από τη νέα δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ κ. Γεωργίου. Στο Eurogroup είναι προβληματισμένοι επειδή η κυβέρνηση καθυστερεί την εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οι πολιτικές ομάδες των Φιλελευθέρων και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος θέλουν να συζητηθεί η εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-μνημονίου στην Ολομέλεια, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, βοηθούμενος από την Ευρωπαϊκή Αριστερά και τη Σοσιαλιστική Ομάδα, αναβάλλει διαρκώς τη συζήτηση, δημιουργώντας την εντύπωση ότι δεν επιθυμεί τη διαφάνεια σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική που εφαρμόζει. Τις τελευταίες ημέρες η κυβέρνηση προσπαθεί να ανοίξει και μέτωπο με την ΕΚΤ, πιέζοντας με διάφορους τρόπους τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Στουρνάρα επειδή δεν διευκολύνει τον διορισμό γνωστών παραγόντων του παλαιού πασοκικού κυκλώματος στη διοίκηση της Τράπεζας Αττικής. 

Οι εταίροι είναι υποχρεωμένοι να αμυνθούν πολιτικά και αποφεύγουν διευκολύνσεις στην ελληνική πλευρά που θα μπορούσαν να τους εκθέσουν πολιτικά στην κοινή γνώμη των χωρών τους. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης επαναλαμβάνει το παιχνίδι των καθυστερήσεων, ενώ θα έπρεπε να είχε πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων, εφαρμόζοντας με δημιουργικό και αποτελεσματικό τρόπο τα συμφωνηθέντα και εξασφαλίζοντας τη συναίνεση των Ευρωπαίων εταίρων για τις αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις και τις διευκολύνσεις.

Αυτή την περίοδο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνει απεριόριστη κατανόηση για τις κυβερνήσεις που δεν επιτυγχάνουν τους στόχους που έχουν τεθεί για το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος. Ζητούν όμως τη συνεργασία των ενδιαφερομένων, οι οποίοι πρέπει να συνεχίσουν να κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, παρά την όποια καθυστέρηση στην επίτευξη των στόχων.

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης κάνει ό,τι μπορεί για να πείσει ότι δεν έχει την ιδιοκτησία της πολιτικής που εφαρμόζεται, ενώ εμφανίζεται διχασμένο σε ζητήματα στρατηγικής σημασίας, όπως είναι η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, ο έλεγχος των δημόσιων δαπανών και ο δραστικός περιορισμός της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής.

Όλα σε εκκρεμότητα

Από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι συνεργάσιμη, οι Ευρωπαίοι εταίροι κάνουν τους δικούς τους πολιτικούς υπολογισμούς, με αποτέλεσμα να είναι σε εκκρεμότητα όλα τα ζητήματα μεγάλης οικονομικής σημασίας. Οι δύσκολες εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν μπροστά τους οι κυβερνήσεις των ισχυρότερων χωρών της Ε.Ε. επιβάλλουν την προσεκτική διαχείριση του πολιτικού ρίσκου σε σχέση με την Ελλάδα. 

Έτσι, δεν εκδηλώνεται δυναμική υπέρ μιας συμφωνίας για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους στο άμεσο μέλλον, ούτε δημιουργείται το κατάλληλο κλίμα για τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα τα επόμενα χρόνια. Το πιθανότερο είναι ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι θα προσπαθήσουν να καλύψουν το κενό που αφήνει η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης με διάφορους τρόπους προς τα τέλη του 2017 και υπό την προϋπόθεση ότι η κεντροδεξιά θα είναι κυρίαρχη στη Γαλλία και στη Γερμανία, για να υπάρχει η δυνατότητα ενεργοποίησης του γαλλογερμανικού άξονα.

Η στρατηγική της έντασης

Η εφαρμογή της προβληματικής οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης περιπλέκεται και εξαιτίας της στρατηγικής της έντασης που ακολουθεί η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να συσπειρώσει την εκλογική και κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, στον χώρο της ιδιωτικής τηλεόρασης, η πολιτικοποίηση-κομματικοποίηση της Δικαιοσύνης στο πλαίσιο του ελέγχου όλων των εξουσιών από την κυβέρνηση και διάφορα ζητήματα που προβάλλονται κατά περιόδους με κυβερνητική πρωτοβουλία σε βάρος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας συντηρούν ένα κλίμα αβεβαιότητας.

Προτού πληρώσουμε τον λογαριασμό για τα λάθη στρατηγικής σημασίας που έκανε η κυβέρνηση το 2015, αντιμετωπίζουμε πρόσθετες δυσκολίες εξαιτίας των λαθών και των παραλείψεων του 2016. Εάν κρίνουμε από τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, η κοινή γνώμη έχει αρχίσει να αποδίδει τα νέα δύσκολα οικονομικά και κοινωνικά μέτρα στην κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία ξεκίνησε υποσχόμενη το τέλος της λιτότητας και του μνημονίου και έχει φτάσει στο σημείο να εφαρμόζει εξαιρετικά δύσκολα ή και δυσάρεστα μέτρα χωρίς να εξασφαλίζει το επιδιωκόμενο οικονομικό αποτέλεσμα.