Το Brexit προκαλεί αστάθεια στην Ε.Ε. - Free Sunday
Το Brexit προκαλεί αστάθεια στην Ε.Ε.

Το Brexit προκαλεί αστάθεια στην Ε.Ε.

Η προτίμηση που δείχνει η συντηρητική πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Τερέζα Μέι για το λεγόμενο σκληρό Brexit –την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. μέσα από μια συγκρουσιακή διαδικασία που θα οδηγήσει στην υποβάθμιση της συνεργασίας τους– δημιουργεί κλίμα θεσμικής και πολιτικής αστάθειας στην Ε.Ε.

Στις Βρυξέλλες δεν ξέρουν πώς ακριβώς να αντιμετωπίσουν το Brexit, στο Βερολίνο ταλαντεύονται μεταξύ ενός οικονομικού συμβιβασμού και της πολιτικής σύγκρουσης, ενώ διάφορες χώρες αξιοποιούν την ευκαιρία για να χαλαρώσουν την πειθαρχία και την αλληλεγγύη στην οποία στηρίζεται η λειτουργία της Ε.Ε.

Δυναμική αποσυσπείρωσης

Όπως θα περίμενε κανείς, το Brexit δημιουργεί δυναμική αποσυσπείρωσης στην Ε.Ε. Ήδη το τοπικό Κοινοβούλιο της Βαλονίας, ένα από τα πέντε Κοινοβούλια του Βελγίου, δυσκολεύεται να εγκρίνει την εμπορική συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά την οποία διαπραγματεύεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα τελευταία επτά χρόνια και η επικύρωσή της θα οδηγήσει στη μείωση ή την κατάργηση των δασμών για 9.000 αγαθά και υπηρεσίες.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση της Γερμανίας, δέχτηκε –αμέσως μετά το Brexit– ότι η συμφωνία αυτή είναι μεικτή και γι’ αυτό χρειάζεται ευρωπαϊκή και εθνική έγκριση, ενώ μία από τις βασικές αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εδώ και δεκαετίες, είναι η διαπραγμάτευση και σύναψη εμπορικών συμφωνιών.

Οι αντιρρήσεις του τοπικού Κοινοβουλίου της Βαλονίας προκαλούν κρίση στις σχέσεις Ε.Ε. και Καναδά και μας προετοιμάζουν για μια δύσκολη συνέχεια. Για παράδειγμα, ενδεχόμενη εγκατάλειψη της συμφωνίας με τον Καναδά (CETA) θα οδηγούσε και στον τερματισμό της διαπραγμάτευσης της πολύ σημαντικότερης συμφωνίας Ε.Ε.-ΗΠΑ (TTIP). Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θεωρούνται πλέον πολιτικά ευάλωτοι, γι’ αυτό διάφορες κυβερνήσεις και πολιτικές δυνάμεις προβάλλουν αξιώσεις σε βάρος της αποτελεσματικής λειτουργίας της Ε.Ε. Για παράδειγμα, Βούλγαροι και Ρουμάνοι εξαρτούν την έγκριση της συμφωνίας με τον Καναδά από τη διευκόλυνση της μετακίνησής τους στο εσωτερικό της Ε.Ε. και την κατάργηση των σχετικών περιορισμών.

Οι αντιρρήσεις του τοπικού Κοινοβουλίου της Βαλονίας σε ό,τι αφορά την έγκριση της συμφωνίας Ε.Ε.-Καναδά προκαλεί και την αντίδραση των Φλαμανδών του Βελγίου, οι οποίοι επισημαίνουν ότι οι εμπορικές σχέσεις στη θέση της δικής τους περιοχής με τον Καναδά είναι δεκαπλάσιες από εκείνες της Βαλονίας και γι’ αυτό δεν μπορούν να δεχτούν μια εσωστρεφή εμπορική πολιτική. Άλλο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει στο άμεσο μέλλον η Ε.Ε. είναι η εφαρμογή της συμφωνίας Ε.Ε.-Ουκρανίας για οικονομική και πολιτική συνεργασία. 

Η συμφωνία αυτή απορρίφθηκε από τους Ολλανδούς με δημοψήφισμα, το οποίο είχε ποσοστό συμμετοχής μόλις 31%. Από αυτούς που ψήφισαν, οι αντίπαλοι της συμφωνίας ήταν περίπου διπλάσιοι από τους υποστηρικτές της. Στην Ολλανδία τα δημοψηφίσματα θεωρούνται έγκυρα όταν το ποσοστό συμμετοχής ξεπερνά το 30%, αλλά έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά, δημιουργούν πολιτική δυναμική και ήδη οι Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι δέχονται μεγάλη πίεση από την άκρα Δεξιά, ζητούν από την κυβέρνηση συνασπισμού να κινηθεί προς την κατεύθυνση της ακύρωσης της συμφωνίας με την Ουκρανία.

Δύσκολη έγκριση

Το ερώτημα είναι πώς θα μπορέσουν να συνεννοηθούν οι «27» για τους όρους του Brexit όταν δυσκολεύονται να τα βρουν μεταξύ τους για τη συμφωνία οικονομικής συνεργασίας με τον Καναδά ή τη συμφωνία οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας με την Ουκρανία.

Το Brexit περνάει υποχρεωτικά από την αλλαγή των ευρωπαϊκών συνθηκών, εφόσον, μεταξύ των άλλων, αλλάζει η κατανομή των εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και επηρεάζεται ο τρόπος χρηματοδότησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Σε μια περίοδο κατά την οποία θα επικρατούσε το αίτημα για «περισσότερη Ευρώπη» η απομάκρυνση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα ποιοτικό άλμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Δεν υπάρχει όμως τέτοια πολιτική δυναμική στους «27» και οι εκλογικές αναμετρήσεις και τα δημοψηφίσματα που θα πραγματοποιηθούν στη διάρκεια του επόμενου δωδεκαμήνου αναμένεται να ενισχύσουν τις δυνάμεις της σκληρής και της άκρας Δεξιάς σε μια σειρά χώρες.

Για να προχωρήσει το Brexit και να υπάρξει ικανοποιητική συνεννόηση με το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να υπάρξει ομοφωνία σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικύρωση της συμφωνίας από τα εθνικά Κοινοβούλια, ακόμη και τα τοπικά, που μπορεί να έχουν τη σχετική αρμοδιότητα σε συγκεκριμένες χώρες. Όποιος παρατηρεί τη δυναμική που αναπτύσσεται στο εσωτερικό της Ε.Ε. καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι αρκετά πιθανό να φύγει τελικά το Ηνωμένο Βασίλειο από την Ε.Ε. χωρίς να υπάρξει ολοκληρωμένη συμφωνία για το είδος της σχέσης του με την Ε.Ε., γεγονός που θα οδηγήσει στη δραματική οικονομική και πολιτική υποβάθμισή της. 

Αυτό ενισχύει τους δισταγμούς της συντηρητικής πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου κ. Μέι, η οποία γνωρίζει ότι από τη στιγμή που θα ξεκινήσει, με δική της πρωτοβουλία, η διαδικασία του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, θα πρέπει εντός 24 μηνών να υπάρξει ευτυχής κατάληξη των διαπραγματεύσεων, διαφορετικά το Ηνωμένο Βασίλειο θα βρεθεί εκτός Ε.Ε. με ένα επίπεδο συνεργασίας που μπορεί να είναι χαμηλότερο και από αυτό της Τουρκίας.

Η πρώτη δοκιμασία

Η πρώτη δοκιμασία που θα αντιμετωπίσει, σε πολιτικό επίπεδο, η Ε.Ε. είναι το δημοψήφισμα που θα πραγματοποιηθεί στις 4 Δεκεμβρίου στην Ιταλία με στόχο τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων της Γερουσίας και την απλοποίηση της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός της Ιταλίας κ. Ρέντσι, ο οποίος πήρε την πρωτοβουλία για τη διενέργεια του δημοψηφίσματος, δήλωσε προ μηνών ότι σε περίπτωση που επικρατήσει το «όχι» θα παραιτηθεί. Επειδή οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το «όχι» έχει αποκτήσει ελαφρύ προβάδισμα, αφήνει το τελευταίο διάστημα να εννοηθεί ότι και σε περίπτωση που ηττηθεί στο δημοψήφισμα θα συνεχίσει την κυβερνητική προσπάθεια.

Πρωταγωνιστές στο στρατόπεδο του «όχι» είναι ο δεξιόστροφος λαϊκιστής του Κινήματος Πέντε Αστέρων Μπέπε Γκρίλο και ο ακροδεξιός ηγέτης της Λέγκας του Βορρά Ματέο Σαλβίνι. Θέλουν να αξιοποιήσουν ενδεχόμενη επικράτηση του «όχι» για να προκαλέσουν την πτώση της κυβέρνησης Ρέντσι και τη διενέργεια δημοψηφίσματος προκειμένου να εγκρίνει ο λαός την έξοδο της Ιταλίας από την Ευρωζώνη και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.

Ο κ. Ρέντσι δέχεται επιθέσεις και από άλλους πολιτικούς ηγέτες. Ο πρώην πρωθυπουργός Μάσιμο Ντ’ Αλέμα και ο πρώην ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι θεωρούν ότι έχει μετατοπίσει το Δημοκρατικό Κόμμα από την Αριστερά προς το κέντρο και τάσσονται ανοιχτά υπέρ του «όχι» στο δημοψήφισμα για να τον εξουδετερώσουν πολιτικά. 

Υπέρ του «όχι» είναι και ο πρώην επίτροπος και πρώην πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, ο οποίος καταγγέλλει τον Ρέντσι ότι, αντί να προχωρήσει στις διαρθρωτικές αλλαγές και να βάλει τάξη στα δημόσια οικονομικά της χώρας, επιχειρεί να ενισχύσει τη θέση του μέσα από ένα ουσιαστικά άχρηστο δημοψήφισμα, το οποίο συνοδεύει με λαϊκίστικες παροχές πέρα από τις δυνατότητες της οικονομίας και με μια διαρκή κριτική στην Ε.Ε. που καταλήγει να ενισχύει την επιχειρηματολογία του Μπέπε Γκρίλο και του Σαλβίνι.

Στις 4 Δεκεμβρίου θα μάθουμε εάν τελικά θα μπορέσει ο Ματέο Ρέντσι να σταθεροποιήσει την κατάσταση με τους δικούς του πολιτικούς όρους ή θα περάσουμε σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, με αποτέλεσμα να στραφούν οι αγορές εναντίον της προβληματικής ιταλικής οικονομίας και του ακόμη πιο προβληματικού τραπεζικού συστήματος της χώρας και να πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων οι ευρωσκεπτικιστές και αντιευρωπαίοι πολιτικοί. 

Στην περίοδο ευρωπαϊκής αστάθειας που ξεκίνησε με το Brexit, ένα ιταλικό σοκ θα μπορούσε να έχει φοβερές συνέπειες για την ευρωπαϊκή οικονομία και τη συνοχή της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.