Η κυβέρνηση αντιμέτωπη με τα λάθη της στο ζήτημα του χρέους - Free Sunday
Η κυβέρνηση αντιμέτωπη με τα λάθη της στο ζήτημα του χρέους

Η κυβέρνηση αντιμέτωπη με τα λάθη της στο ζήτημα του χρέους

Όπως το ζήτημα της οικονομίας, η οποία έχει εγκλωβιστεί στο πολύ σκληρό και απροσδιόριστης διάρκειας τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο, έτσι και στο ζήτημα του χρέους του ελληνικού Δημοσίου η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες της πολιτικής που ακολούθησε το δίδυμο Τσίπρας-Βαρουφάκης το 2015.

Επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ και η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα πρόβαλαν με δυναμικό τρόπο τη διεκδίκηση της μερικής ή και συνολικής διαγραφής του χρέους, οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές υποχρέωσαν την ελληνική κυβέρνηση να προσυπογράψει όλες τις αποφάσεις –χαρακτηριστικές από αυτή την άποψη οι αποφάσεις του Eurogroup του Μαΐου του 2016– με τις οποίες αποκλείεται ρητά οποιοδήποτε «κούρεμα» του χρέους.

Την περίοδο 2011-2012 οι τότε ελληνικές κυβερνήσεις πέτυχαν εντυπωσιακό «κούρεμα» του χρέους του ελληνικού Δημοσίου το οποίο βρισκόταν στα χέρια ιδιωτών και αυτό θα μπορούσε, θεωρητικά, να επαναληφθεί με τα 2/3 του χρέους τα οποία πλέον ελέγχονται από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Είναι φανερό ότι ένα «κούρεμα» του λεγόμενου επίσημου χρέους είναι πολύ πιο δύσκολο από το «κούρεμα» του ιδιωτικού χρέους, γιατί εκθέτει πολιτικά τις κυβερνήσεις των πιστωτριών χωρών. Μπορεί να κατηγορηθούν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι πριμοδοτούν την ελληνική οικονομία επιβαρύνοντας τους δικούς τους φορολογούμενους.

Από τη στιγμή, λοιπόν, που είναι δύσκολο το «κούρεμα» του επίσημου χρέους, επιβάλλεται μια διακριτική προσέγγιση, ώστε να διευκολυνθούν στους χειρισμούς τους οι κυβερνήσεις των πιστωτριών χωρών προκειμένου να στηρίξουν οικονομικά την Ελλάδα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε την ακριβώς αντίθετη προσέγγιση, δίνοντας δημοσιότητα στην αντιπαλότητα με τους ισχυρότερους εταίρους-πιστωτές, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να συνυπογράψει αποφάσεις που αποκλείουν ρητά οποιοδήποτε «κούρεμα» του επίσημου χρέους.

Αναβολή της ρύθμισης

Η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει, σε θεωρητικό επίπεδο, ήδη από τα τέλη του 2012, τη μελλοντική αναδιάρθρωση του χρέους. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έθεσαν δύο βασικές προϋποθέσεις για να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση, την προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών και την εξασφάλιση σταθερά υψηλών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων.

Θεωρούν ότι χωρίς τις διαρθρωτικές αλλαγές η ελληνική οικονομία δεν θα γίνει ανταγωνιστική, κατά συνέπεια δεν πρόκειται να αποδώσει η αναδιάρθρωση του χρέους. Επίσης, χρειάζονται, σε πολιτικό επίπεδο, τα σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για να επιχειρηματολογήσουν στο εσωτερικό των χωρών τους ότι θα πάρουν πίσω, σε βάθος χρόνου, το δημόσιο χρήμα που δέσμευσαν στο ελληνικό πρόγραμμα.

Η κυβέρνηση Τσίπρα-Βαρουφάκη αρνήθηκε επίμονα την αναγκαιότητα των διαρθρωτικών αλλαγών και μετέθεσε χρονικά την επίτευξη υψηλού πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, με το σκεπτικό ότι έτσι θα μπορούσε να χαλαρώσει την οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται.
Αποδείχθηκε στην πράξη ότι η οικονομική πολιτική δεν χαλάρωσε, αντίθετα έγινε περισσότερο ισοπεδωτική. Η δυναμική ανάπτυξη που είχε προγραμματιστεί για το 2015 και θα χρηματοδοτούσε την επίτευξη του υψηλού πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος ετεροχρονίστηκε για το 2017.

Οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές αξιολόγησαν θετικά τη στροφή 180 μοιρών που έκανε η κυβέρνηση Τσίπρα στην οικονομική πολιτική τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2015 για να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Ταυτόχρονα, όμως, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη και έσπευσαν να καλυφθούν πολιτικά μεταθέτοντας τη συμφωνημένη από το 2012 αναδιάρθρωση του χρέους για μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος-μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018.

Έστειλαν το μήνυμα στον κ. Τσίπρα ότι θα έπρεπε να εκπληρώσει πρώτα όλες τις υποχρεώσεις που ανέλαβε, για να παρέμβουν στη συνέχεια υπέρ της ελληνικής οικονομίας. Θεωρούν αδιανόητο να αναλάβουν το πολιτικό ρίσκο της αναδιάρθρωσης του χρέους του ελληνικού Δημοσίου και να εκτεθούν στην κριτική των κομμάτων της αντιπολίτευσης στις χώρες τους χωρίς να είναι βέβαιοι ότι ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του θα τηρήσουν πλήρως τα συμφωνηθέντα.

Η αντιπαράθεση του πρώτου εξαμήνου του 2015 κόστισε στην Ελλάδα και την επιστροφή των κερδών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των κεντρικών τραπεζών από τη διαχείριση των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, τα οποία μπορεί να φτάσουν την περίοδο 2014-2020 τα 10 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με το δεύτερο πρόγραμμα-μνημόνιο, τα κέρδη αυτά θα επιστρέφονταν στο ελληνικό Δημόσιο για να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. 

Η απόφαση του κ. Τσίπρα και του κ. Βαρουφάκη να βγάλουν την Ελλάδα από το δεύτερο πρόγραμμα-μνημόνιο αποδέσμευσε τους Ευρωπαίους εταίρους-πιστωτές από την υποχρέωση να επιστρέψουν τα 10 δισ. ευρώ στο ελληνικό Δημόσιο και με βάση όσα προβλέπει το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο τα χρήματα αυτά θα καταλήξουν στους πιστωτές, για να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη μελλοντική αύξηση του κόστους διαχείρισης του χρέους του ελληνικού Δημοσίου εξαιτίας της αναμενόμενης ανόδου των διεθνών επιτοκίων.

Να σώσει ό,τι μπορεί

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας έκανε ό,τι μπορούσε για να δυσκολέψει τη διαχείριση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου και τώρα προσπαθεί να σώσει ό,τι μπορεί. Ανεβάζει το ζήτημα του χρέους για να το μετατρέψει σε άλλοθι της εξαιρετικά πιθανής αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης αλλά και να δώσει –μέσα από τους κατάλληλους επικοινωνιακούς χειρισμούς– ένα καλό οικονομικό νέο στην ελληνική κοινή γνώμη.

Στην καλύτερη περίπτωση, η κυβέρνηση θα επιτύχει την περιγραφή των μελλοντικών κινήσεων για την αναδιάρθρωση του χρέους χωρίς να επιτύχει την επιτάχυνση της διαδικασίας. Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι γνωστοί, κάποια προπαρασκευαστικά μέτρα σε επίπεδο μείωσης επιτοκίων και βελτίωσης του χρονικού προσδιορισμού καταβολής των δόσεων μέχρι το 2018 και στη συνέχεια προετοιμασία της αναδιάρθρωσης του χρέους προκειμένου να εξοφληθεί, αντί για 30, σε 40, 50 ή και περισσότερα χρόνια.

Επιδείνωση συγκυρίας

Το παιχνίδι των καθυστερήσεων που έπαιξε η κυβέρνηση Τσίπρα με την ολοκλήρωση του δεύτερου προγράμματος-μνημονίου, τη συμφωνία και την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-μνημονίου μετατρέπεται τώρα σε παγίδα για την ελληνική οικονομία και δυσκολεύει τη μελλοντική αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που είναι σταθερός σύμμαχος όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, είναι πολιτικά και θεσμικά αποδυναμωμένη μετά το Brexit και επηρεάζει λιγότερο τις εξελίξεις. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας κ. Ολάντ και ο πρωθυπουργός της Ιταλίας κ. Ρέντσι, που θέλουν να πάρουν υπό την προστασία τους τον ΣΥΡΙΖΑ για να τον μετατρέψουν σταδιακά από κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε κόμμα της κεντροαριστεράς, δεν έχουν τις πολιτικές προϋποθέσεις για να αλλάξουν τους κανόνες που ισχύουν για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους. 

Ο κ. Ολάντ θεωρείται πολιτικά τελειωμένος και το βιβλίο με τις εκμυστηρεύσεις του σε δύο δημοσιογράφους της «Le Monde» –στο οποίο αναφέρονται και τα δραχμικά ανοίγματα της κυβέρνησης Τσίπρα προς τον Ρώσο Πρόεδρο κ. Πούτιν– θεωρείται το τελευταίο πολιτικό του ολίσθημα, το οποίο μπορεί να τον βγάλει οριστικά εκτός μάχης για τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου του 2017.

Όσο για τον κ. Ρέντσι, αντιμετωπίζει ένα πολύ δύσκολο δημοψήφισμα τον Δεκέμβριο του 2016 και δίνει μια μάχη πολιτικής επιβίωσης, ενώ δεν έχει καταφέρει να ελέγξει την αύξηση του χρέους του ιταλικού Δημοσίου. Το ιταλικό χρέος αναλογεί στο 132% του ΑΕΠ και είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη μετά το ελληνικό. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Ομπάμα ειδικεύεται σε θετικές για την Ελλάδα δηλώσεις για τη ρύθμιση του χρέους, αλλά αποτελεί ήδη πολιτικό παρελθόν. 

Τέλος, η κυβέρνηση Μέρκελ δέχεται μεγάλη πίεση από την Εναλλακτική για τη Γερμανία και τους Φιλελεύθερους, οι οποίοι θεωρούν χαμένα τα λεφτά που βάζει η Γερμανία στο ελληνικό πρόγραμμα, και δεν πρόκειται να οδηγηθεί σε γρήγορες αποφάσεις που μπορεί να ενισχύσουν τους επικριτές της στην πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017.