Γιατί αποτυγχάνει η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης - Free Sunday
Γιατί αποτυγχάνει η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης

Γιατί αποτυγχάνει η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης

Γενική είναι η εντύπωση ότι η κυβέρνηση Τσίπρα αποτυγχάνει στην οικονομική πολιτική. Το ζήτημα αναδεικνύει η ηγεσία της ΝΔ, συζητείται ευρύτατα μεταξύ των πολιτών, οι οποίοι αξιολογούν ιδιαίτερα αρνητικά τις κυβερνητικές επιδόσεις, ενώ οι περισσότεροι έγκυροι αναλυτές καταλήγουν σε αρνητικά συμπεράσματα σε ό,τι αφορά την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.

Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει καλύψει μεγάλη απόσταση στα οικονομικά ζητήματα από τον Ιούλιο του 2015. Πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών στην οικονομική της πολιτική βάζοντας τέλος στην αντιπαράθεση με την Ευρωζώνη, υιοθέτησε ένα σημαντικό μέρος του προγράμματος της κυβέρνησης Σαμαρά σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις και κατάφερε, το τελευταίο τρίμηνο, να βάλει τέλος στη στασιμότητα ή και τη μείωση των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου. Παρά τη βελτίωση του τρόπου σκέψης και των επιδόσεων της κυβέρνησης Τσίπρα σε σημαντικά οικονομικά ζητήματα, η σκιά της οικονομικής αποτυχίας πέφτει βαριά πάνω στο Μαξίμου.

Η διάσταση των προβλημάτων

Ένας από τους βασικούς λόγους της αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης είναι η διάσταση των προβλημάτων. Με το πέρασμα του χρόνου οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας μεγάλωσαν, ενώ μείναμε πίσω σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους και ανταγωνιστές. 

Η οικονομία σήμερα έχει μεγαλύτερη εξάρτηση από την κατανάλωση απ’ ό,τι είχε στο ξεκίνημα της εφαρμογής του πρώτου προγράμματος-μνημονίου, γιατί η πτώση στις επενδύσεις ξεπέρασε κατά πολύ την εντυπωσιακή πτώση στην κατανάλωση. Επίσης, ο σχηματισμός του ΑΕΠ (Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος) εξαρτάται σήμερα περισσότερο από το Δημόσιο, τον ευρύτερο δημόσιο τομέα της οικονομίας και τις παραφυάδες τους απ’ ό,τι στο ξεκίνημα της κρίσης, γιατί, παρά τις προσπάθειες περιορισμού των δημοσίων δαπανών, η συρρίκνωση του ιδιωτικού τομέα αποδείχθηκε πολλαπλάσια.

Έχουμε σχηματίσει τη λαθεμένη εντύπωση ότι η ελληνική κρίση είναι μέρος της γενικότερης ευρωπαϊκής κρίσης. Στην πράξη, από τα πέντε προγράμματα «διάσωσης» οικονομιών και τραπεζών που εφαρμόστηκαν σε Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα και Κύπρο, μόνο το ελληνικό απέτυχε. Χώρες με μεγάλα προβλήματα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν σε κατώτερο οικονομικό επίπεδο από την Ελλάδα τώρα έχουν φύγει μπροστά ή καλύπτουν την απόσταση. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Πολωνίας, η οποία αύξησε το ΑΕΠ της κατά 25% την ίδια περίοδο κατά την οποία μειώθηκε κατά 25% το ΑΕΠ της Ελλάδας.

Κόπωση εξαιτίας της διάρκειας

Ένας δεύτερος παράγοντας που εξηγεί τη διαφαινόμενη αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής είναι η κόπωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και των νοικοκυριών με την παράταση της μνημονιακής περιόδου.

Όλες οι άλλες χώρες βγήκαν από το δικό τους μνημόνιο μέσα σε τρία χρόνια με βάση το αρχικό χρονοδιάγραμμα. Στην Ελλάδα μπήκαμε στο μνημόνιο το 2010 για να βγούμε το 2013 και στη συνέχεια επρόκειτο να βγούμε στα τέλη του 2014 - αρχές του 2015. Μετά την πολιτική παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εμπόδισε την ολοκλήρωση του δεύτερου προγράμματος-μνημονίου γιατί υποτίθεται ότι θα έβαζε τέλος στη λιτότητα και στο μνημόνιο στη βάση της πολιτικής βούλησης, εγκλωβιστήκαμε σε ένα μνημόνιο που θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 2018, ενώ ήδη έχει αρχίσει η δημόσια συζήτηση για ενδεχόμενη αναγκαστική παράταση του μνημονίου ή και την εφαρμογή ενός τέταρτου μνημονίου.

Η εφαρμογή μιας περιοριστικής πολιτικής από το 2010 μέχρι το 2018, ενδεχομένως και το 2021, οδηγεί σε αδιέξοδο τις περισσότερες μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο προγράμματος οικονομικής προσαρμογής με τόσο μεγάλη διάρκεια. Τα προγράμματα πρέπει να έχουν μια λογική θεραπείας-σοκ και να μην ξεπερνούν σε διάρκεια τα δύο έως τρία χρόνια, γιατί διαφορετικά η οικονομία και η κοινωνία οδηγούνται σε τέλμα.

Προκλητική ασυνέπεια - έλλειψη ιδιοκτησίας

Στην αποτυχία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης συμβάλλουν η προκλητική πολιτική ασυνέπεια και η έλλειψη της λεγομένης ιδιοκτησίας του προγράμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ άλλα περιέγραψε στον ελληνικό λαό πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και του Σεπτεμβρίου του 2015 και εντελώς διαφορετικά κάνει ως κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα είναι να αισθάνονται οι περισσότεροι πολίτες προδομένοι από την εξουσία και να οδηγούνται στην απογοήτευση και τον κυνισμό. 

Την πολιτική ασυνέπεια της κυβέρνησης συμπληρώνει η έλλειψη της λεγόμενης ιδιοκτησίας του προγράμματος. Στις Βρυξέλλες οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης υπογράφουν τα πάντα και στην Αθήνα πολλά κυβερνητικά και κομματικά στελέχη διαφωνούν σχεδόν με όλα όσα έχουν υπογραφεί. Ενισχύεται η εντύπωση της διαρκούς πολιτικής κοροϊδίας και υπονομεύεται η προσπάθεια δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης, το οποίο είναι αναγκαίο για την ανάκαμψη της οικονομίας.

Brexit και γεωπολιτική

Μετά την ψήφο των Βρετανών υπέρ της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016, άλλαξε το κλίμα στο εσωτερικό της Ε.Ε. Η επικράτηση του Brexit λειτούργησε σαν καταλύτης στην ενίσχυση των δεξιών ευρωσκεπτικιστών και των ακροδεξιών αντιευρωπαίων σε μια σειρά χώρες της Ε.Ε., ενώ προκλήθηκε θεσμική και πολιτική κρίση στις Βρυξέλλες. 

Θα πρέπει να περιμένουμε το αποτέλεσμα κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων και δημοψηφισμάτων –θα ξεκινήσουμε τον Δεκέμβριο του 2016 με τις προεδρικές εκλογές στην Αυστρία και το δημοψήφισμα στην Ιταλία, για να τελειώσουμε με τις βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2017– για να δούμε ποιο ακριβώς είναι το νέο πολιτικό τοπίο και αν υπάρχει η δυνατότητα κοινής αντιμετώπισης των μεγάλων εκκρεμοτήτων, μεταξύ των οποίων και η ελληνική κρίση.

Εν τω μεταξύ, παρατηρούνται σημαντικές γεωπολιτικές αναταράξεις οι οποίες δυσκολεύουν τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, γιατί η δυνατότητα αντίδρασης του πολιτικού, διοικητικού συστήματος της χώρας μας στις εξελίξεις είναι εξαιρετικά περιορισμένη.

Το 2015 και το 2016 υποβαθμίστηκε δραματικά η διεθνής θέση της χώρας. Μετατράπηκε στη μοναδική μνημονιακή χώρα της Ευρωζώνης, εφόσον η Κύπρος βγήκε από το δικό της μνημόνιο τον Μάρτιο του 2016. Σαν να μην έφτανε αυτό, η Ελλάδα εξελίχθηκε σε χώρα εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η κυβέρνηση Τσίπρα επέτρεψε την ανεξέλεγκτη αύξηση των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών και οι Ευρωπαίοι εταίροι αντέδρασαν κλείνοντας τον λεγόμενο βαλκανικό διάδρομο και προχωρώντας στην αναβάθμιση της ευρωτουρκικής συνεργασίας. Η επιδείνωση της διεθνούς θέσης της χώρας περιορίζει τις διαπραγματευτικές της δυνατότητες και δημιουργεί πρόσθετες οικονομικές δυσλειτουργίες, από την αύξηση των δημοσίων δαπανών μέχρι την υποβάθμιση του τουριστικού προϊόντος.

Περισσότερο κράτος

Η κυβέρνηση Τσίπρα αυξάνει συνεχώς τις διαστάσεις του κράτους και το κόστος χρηματοδότησής του. Ματαίωσε τις ελάχιστες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων που πραγματοποίησε η κυβέρνηση Σαμαρά, προωθεί προσλήψεις με βάση αποφάσεις του παρελθόντος η εφαρμογή των οποίων είχε παγώσει, αυξάνει τις μισθολογικές δαπάνες του Δημοσίου και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για παραπέρα χαλάρωση της επαγγελματικής προσπάθειας σε τομείς μεγάλης σημασίας, όπως η δημόσια εκπαίδευση. 

Μέχρι και ο κυβερνητικός ανασχηματισμός, ο οποίος στηρίζεται στην αύξηση του αριθμού των υπουργείων για να βολευτούν διάφοροι και να επιτευχθεί η αναγκαία συνεργασία στη βάση της νομής της εξουσίας, στέλνει το λάθος μήνυμα για την οικονομία και την προοπτική της.

Πολιτική πόλωση

Στην προσπάθειά της να περιορίσει τις δημοσκοπικές και πολιτικές της απώλειες, η κυβέρνηση άνοιξε νέα μέτωπα στον χώρο των ΜΜΕ και της Δικαιοσύνης και επένδυσε στη στρατηγική της πόλωσης. Εκεί που έπρεπε να ρίξει τους τόνους για να εξασφαλίσει την υποστήριξη ή τουλάχιστον την ανοχή των κομμάτων της αντιπολίτευσης, δημιούργησε συνθήκες ακραίας πόλωσης. Με τον τρόπο αυτό γίνεται εξαιρετικά δύσκολη η κοινή αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων, ενώ δεν αναγνωρίζεται η όποια πρόοδος της κυβέρνησης σε ζητήματα οικονομικής στρατηγικής.

Το απίθανο σίριαλ με την αδειοδότηση των ιδιωτικών καναλιών περιορίζει ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία της κυβέρνησης και του Δημοσίου έναντι πιθανών επενδυτών, ενώ το πολιτικό-κομματικό ξεχαρβάλωμα της Δικαιοσύνης λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν απ’ όσους θεωρούν ότι η δικαστική εξουσία πρέπει να λειτουργεί γρήγορα και αποτελεσματικά, για να διευκολυνθούν οι επενδύσεις και η οικονομική ανάπτυξη.

Ένα κουβάρι τα προβλήματα

Η προσπάθεια βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης εμποδίζεται και από τη διασύνδεση των προβλημάτων, τα οποία έχουν μετατραπεί σε ένα κουβάρι. Η Ελλάδα πάσχει από ένα τεράστιο επενδυτικό έλλειμμα, το οποίο ξεπερνάει τα 100 δισ. ευρώ για την επόμενη πενταετία. 

Είναι πρακτικά αδύνατο να αντιμετωπιστεί όσο συνεχίζεται η υπερφορολόγηση των ακινήτων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, δεν δίνεται δεύτερη ευκαιρία σε αυτούς που οδηγήθηκαν στην επαγγελματική αποτυχία λόγω της κρίσης και δεν ρυθμίζεται το υπέρογκο χρέος των ιδιωτών απέναντι στις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και το Δημόσιο. Η επενδυτική επανεκκίνηση δυσχεραίνεται και από την κρίση που έχει ξεσπάσει στο τραπεζικό σύστημα, όπου τα «κόκκινα» δάνεια έχουν φτάσει στο 45% του συνόλου και βρίσκεται σε εξέλιξη μια ανελέητη μάχη μεταξύ διαφόρων μετόχων και στελεχών για το ποιος τελικά θα αποκτήσει τον έλεγχο των τραπεζών. 

Προσθέστε στα παραπάνω το ασφαλιστικό έλλειμμα, το οποίο πηγαίνει από το ένα ρεκόρ στο άλλο και στέκεται εμπόδιο στη συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ σε ό,τι αφορά τον προσδιορισμό των όρων της μελλοντικής αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, και έχετε μια πρώτη εικόνα από το κουβάρι των αντιθέσεων και των προβλημάτων που στέκονται εμπόδιο στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης και της προοπτικής. Οι εξαγωγές υποχωρούν το 2015 και το 2016, η μεταποίηση έχει περιέλθει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, το τουριστικό συνάλλαγμα υποχωρεί το 2016 με ένα εντυπωσιακό 7%. Η πραγματική οικονομία μάς στέλνει μηνύματα εσωστρέφειας και αδυναμίας εξόδου από την κρίση.

Κοινωνία χωρίς δυναμισμό

Μετά από τόσα χρόνια κρίσης έχουν αλλοιωθεί τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, εξέλιξη που επηρεάζει αρνητικά τις οικονομικές επιδόσεις. Εκατοντάδες χιλιάδες καλά εκπαιδευμένοι και δυναμικοί νέοι έφυγαν στο εξωτερικό σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Το ποσοστό ανεργίας παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ενώ η μικρή μείωσή του οφείλεται κυρίως σε διορισμούς στο Δημόσιο και επιδοτούμενα προγράμματα προσωρινής απασχόλησης. 

Από τις νέες θέσεις εργασίας, περισσότερες από τις μισές είναι θέσεις μερικής απασχόλησης. Ένας μεγάλος αριθμός απογοητευμένων εργαζομένων και ανέργων προσπαθεί με κάθε τρόπο να βγει στη σύνταξη. Έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε 2,6 εκατ. συνταξιούχους και μόλις 3,6 εκατ. εργαζόμενους. Από τον Ιανουάριο του 2017, οπότε σκληραίνει κι άλλο η φορολογική και ασφαλιστική πολιτική, αναμένεται νέα αύξηση της λεγόμενης μαύρης οικονομίας.

Το βασικό ερώτημα είναι αν μια κοινωνία με τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε μπορεί να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα εξαιρετικά σύνθετα οικονομικά προβλήματα.

Διαφθορά και διαπλοκή

Η κυβέρνηση καταδικάζει με μεγάλη ευκολία τη διαφθορά και τη διαπλοκή του παρελθόντος και υποκύπτει με ακόμη μεγαλύτερη ευκολία στους πειρασμούς της. Η μάχη που δόθηκε στο θέμα των αδειών των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών ανέδειξε τη διαπλεκόμενη νοοτροπία και μεθοδολογία του Μαξίμου. Η διαφθορά και η διαπλοκή αναπτύσσονται σε εντυπωσιακό βαθμό, όπως σε όλες τις περιόδους μεγάλων οικονομικών δυσκολιών.

Οι εθνικοί εργολάβοι εξακολουθούν να παίρνουν εντυπωσιακά «πακέτα» πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τον κ. Τσίπρα και τον κ. Σπίρτζη στο όνομα της επιτάχυνσης των εργασιών που καθυστερούν σε έργα στις εθνικές οδούς τα οποία θα έπρεπε να είναι αυτοχρηματοδοτούμενα, στο πλαίσιο της συμφωνίας παραχώρησης της εκμετάλλευσής τους σε ιδιωτικές εταιρείες. Στον τομέα της ενέργειας η χρεοκοπημένη ΔΕΗ κάνει απίθανες εκπτώσεις, της τάξης του 45%, σε συγκεκριμένη ενεργοβόρα βιομηχανία, ενώ ετοιμάζει μεγάλη επένδυση στον λιθάνθρακα με κινεζικά κεφάλαια, ώστε να αξιοποιηθούν κοιτάσματα που έχουν περιέλθει στην ιδιοκτησία των γνωστών εργολάβων, οι οποίοι βέβαια θα αναλάβουν και σημαντικό τμήμα των κατασκευαστικών έργων. 

Η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία δημιουργίας πολιτικού χρήματος εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ στη βάση του ποιος και πότε θα πάρει τα λεφτά του. Οι αντιρρήσεις κυβερνητικών στελεχών στις ιδιωτικοποιήσεις μετατρέπονται σε «δώρα» στους ξένους επενδυτές με τη μορφή της καταβολής εξευτελιστικού τιμήματος, όπως στην περίπτωση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ή της χορήγησης εγγυήσεων από το Δημόσιο στη βάση των οποίων θα μπορούσαν, σε ένα ακραίο σενάριο, να βγάλουν πολλά λεφτά χωρίς να κάνουν το έργο.

Σε άλλες εποχές τέτοιου είδους διαχειριστικές πρωτοβουλίες θα συνοδεύονταν από σκληρές καταγγελίες και θα ήταν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και δημοσιογραφικής έρευνας. Έχουμε φτάσει όμως σε ένα τέτοιο επίπεδο κυνισμού, εφόσον η δημόσια περιουσία έχει εκχωρηθεί για έναν αιώνα και για τις σημαντικότερες θέσεις αναζητούνται στελέχη από χώρες του εξωτερικού ή που δεν είχαν καμία σχέση με την ελληνική οικονομία στα τελευταία δέκα χρόνια, ώστε περίπου όλα θεωρούνται αυτονόητα.

Μια βαθιά προβληματική στη σύνθεσή της κοινωνία παρακολουθεί ανήμπορη να αντιδράσει στη νομή της εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, με αποτέλεσμα να κλείνεται ακόμη περισσότερο στον εαυτό της αντί τα μέλη της να παίρνουν δημιουργικές πρωτοβουλίες.

Ο φόβος του πολιτικού κόστους

Η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο δημοσκοπικής και πολιτικής κατάρρευσης. Όλες οι δημοσκοπήσεις των δύο τελευταίων μηνών καταγράφουν εντυπωσιακό προβάδισμα της ΝΔ, καθίζηση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ και ένα εντυπωσιακό προσωπικό πλεονέκτημα του κ. Μητσοτάκη έναντι του κ. Τσίπρα.

Μέχρι το καλοκαίρι οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας, διευκρινίζοντας ότι διατηρούσαν την επιλογή επιστροφής σε αυτόν. Τους τελευταίους δύο μήνες αυτοί που δηλώνουν ότι φεύγουν από τον ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζουν ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να τον υποστηρίξουν στο μέλλον.

Η δημοσκοπική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του κ. Τσίπρα μεγαλώνει τον φόβο του πολιτικού κόστους και κάνει ακόμη πιο δύσκολη την αντιμετώπιση των εκκρεμών προβλημάτων από τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη. Η επιστροφή του ασφαλιστικού στο προσκήνιο φαίνεται να ενισχύει τους δισταγμούς της κυβερνητικής ηγεσίας και να την οδηγεί σε φραστικές υπερβολές σε βάρος των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών.

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας έχει φτάσει στο σημείο να καταγγέλλει για ασυνέπεια τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές –από την κατανόηση και την καλή διάθεση των οποίων εξαρτάται–, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνησή του έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει. Η εύκολη απάντηση της άλλης πλευράς είναι η ανάδειξη του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού προβλήματος, εφόσον συνεχίζεται η διεύρυνση του ασφαλιστικού ελλείμματος και η εξυγίανση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού αποτελεί βασική προϋπόθεση για την έναρξη των συζητήσεων για τη μελλοντική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος-μνημονίου.

Κατά την άποψή μου, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς την αποτυχία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, η οποία υπάρχει κίνδυνος να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις στο άμεσο μέλλον. Πρέπει όμως να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τα αίτια αυτής της αποτυχίας, για να δούμε ποια από αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν με πολιτικές κινήσεις και διορθωτικές παρεμβάσεις και ποια οφείλονται στη διεθνή συγκυρία ή σε ιδιαίτερα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα για τα οποία χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση σε βάθος χρόνου.