Σε Γαλλία, Ιταλία και Αυστρία τα πρώτα τεστ αντοχής της Ε.Ε. - Free Sunday
Σε Γαλλία, Ιταλία και Αυστρία τα πρώτα τεστ αντοχής της Ε.Ε.

Σε Γαλλία, Ιταλία και Αυστρία τα πρώτα τεστ αντοχής της Ε.Ε.

Η Ε.Ε. έχει μπροστά της ένα δεκάμηνο πολιτικά κρίσιμων δημοψηφισμάτων και εκλογών, το αποτέλεσμα των οποίων θα προσδιορίσει τον νέο πολιτικό χάρτη. Θα πρέπει να περιμένουμε τα τέλη του 2017 ή και τις αρχές του 2018 για να δούμε αν υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες εκκρεμότητες, μεταξύ των οποίων και η ατελείωτη ελληνική οικονομική κρίση.

Κερδίζει έδαφος η Λεπέν

Την Κυριακή 20 Νοεμβρίου πραγματοποιούνται στη Γαλλία οι προκριματικές εκλογές για την ανάδειξη του υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων για την Προεδρία της Δημοκρατίας στις εκλογές του Απριλίου-Μαΐου 2017.

Θεωρητικά ο υποψήφιος της κεντροδεξιάς, η οποία εκφράζεται μέσω των Ρεπουμπλικάνων, θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Γαλλίας, εφόσον, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις και τις αναλύσεις, θα επικρατήσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της κ. Λεπέν, υποψήφιας του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου. Στο θέμα του Brexit και της προεδρικής εκλογής των ΗΠΑ αποδείχθηκε ότι είναι άλλο η πολιτική θεωρία και άλλο η πολιτική πράξη. 

Ο συντηρητικός πρωθυπουργός του Ηνωμένου βασιλείου κ. Κάμερον επιτάχυνε την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος, εκτιμώντας ότι θα μπορούσε, με τη βοήθεια των Βρυξελλών, να εξασφαλίσει το «ναι» του βρετανικού λαού και να ακυρώσει τον πολιτικό σχεδιασμό των υποστηρικτών του Brexit. Όσο για την κ. Κλίντον, εμφανιζόταν μέχρι την τελική ευθεία των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ ως το ακλόνητο φαβορί, με προβάδισμα πέντε ή και δέκα μονάδων έναντι του αντιπάλου της κ. Τραμπ. Μετά το Brexit και την επικράτηση Τραμπ πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί στις αναλύσεις μας. 

Η βαθιά απογοήτευση πολλών πολιτών με τις αρνητικές πλευρές της παγκοσμιοποίησης, η κοινωνική αντίδραση στα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα και ο περιορισμός της επιρροής των παραδοσιακών ΜΜΕ σε όφελος των social media και της επιθετικής συνθηματολογίας που αναπτύσσουν είναι μερικοί από τους παράγοντες που αλλάζουν την πολιτική δυναμική.

Στη Γαλλία παρατηρούνται ενδιαφέρουσες εξελίξεις που μπορεί να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών. Πρώτον, έχει κλιμακωθεί η αντιπαράθεση στο εσωτερικό των Ρεπουμπλικάνων. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι οποίες όμως δεν θεωρούνται ακριβείς γιατί είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιοι ακριβώς θα ψηφίσουν στον πρώτο γύρο των προκριματικών εκλογών των Ρεπουμπλικάνων, προηγείται με ένα ποσοστό της τάξης του 35% ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός Αλέν Ζιπέ, ακολουθεί με ένα ποσοστό της τάξης του 30% ο συντηρητικός πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας κ. Σαρκοζί, ενώ φαίνεται να ανεβαίνει προς το 25% ο τρίτος επικρατέστερος υποψήφιος, ο πρώην πρωθυπουργός κ. Φιγιόν, ο οποίος κινείται ιδεολογικά και πολιτικά στον χώρο μεταξύ Ζιπέ και Σαρκοζί.

Στις εκλογές των Ρεπουμπλικάνων θα ψηφίσουν όσοι καταβάλουν 2 ευρώ και υπογράψουν μια πολιτική, ιδεολογική δήλωση, χωρίς να είναι απαραίτητα μέλη των Ρεπουμπλικάνων. Ακολουθείται δηλαδή η ίδια διαδικασία με εκείνη που ανέδειξε τον κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ.  

Αν η συμμετοχή περιοριστεί στα μέλη και τους σταθερούς υποστηρικτές των Ρεπουμπλικάνων, τότε τα ποσοστά μπορεί να αλλάξουν υπέρ του κ. Σαρκοζί, ο οποίος, ως ηγέτης του κόμματος, χαίρει της εμπιστοσύνης του σκληρού πυρήνα του. Αν υπάρξει ευρύτερη συμμετοχή στις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων, τότε αναμένεται να διευκολυνθεί στις επιδιώξεις του ο κ. Ζιπέ, ο οποίος έχει ένα ήπιο πολιτικό προφίλ και απευθύνεται και σε ψηφοφόρους εκτός του πολιτικού χώρου του κόμματός του.

Ο ρόλος του Μακρόν

Τους υπολογισμούς περιπλέκει η ανακοίνωση της προεδρικής υποψηφιότητας του εκσυγχρονιστή πρώην υπουργού Οικονομικών της σοσιαλιστικής κυβέρνησης κ. Μακρόν. Ο τελευταίος είναι ένας δυναμικός νέος πολιτικός, ο οποίος προωθήθηκε με απόφαση του σοσιαλιστή Προέδρου της Γαλλίας κ. Ολάντ αλλά αυτονομήθηκε πλήρως από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο κ. Μακρόν δεν θα πάρει μέρος στις προκριματικές εκλογές του Σοσιαλιστικού Κόμματος. 

Με την υποψηφιότητά του δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στους πρωταγωνιστές της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Το πρώτο μεγάλο θύμα του είναι ο Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος, και αν ακόμη εξασφαλίσει το χρίσμα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, είναι σχεδόν απίθανο να περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Σύμφωνα με τις έρευνες της κοινής γνώμης, ο κ. Μακρόν μπορεί να εξασφαλίσει ένα ποσοστό της τάξης του 15% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, ενώ αυτοί που δηλώνουν την προτίμησή τους για μια δεύτερη προεδρική θητεία Ολάντ κινούνται πλέον σε μονοψήφια ποσοστά.

Το δεύτερο μεγάλο θύμα του κ. Μακρόν, ο οποίος έχει ένα κεντρώο φιλελεύθερο εκσυγχρονιστικό προφίλ, μπορεί να είναι ο Αλέν Ζιπέ. Είναι πιθανό η δήλωση του κ. Μακρόν ότι θα διεκδικήσει την Προεδρία της Δημοκρατίας να αποθαρρύνει ψηφοφόρους που δεν ανήκουν στους Ρεπουμπλικάνους, προέρχονται από το κέντρο και την κεντροαριστερά και θα ήθελαν να πάρουν μέρος στις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων για να αποτρέψουν την επικράτηση του συντηρητικού κ. Σαρκοζί. Τώρα μπορούν να εκφράσουν τον πολιτικό τους προβληματισμό υποστηρίζοντας την υποψηφιότητα του κ. Μακρόν, ο οποίος κινείται εκτός των κομματικών μηχανισμών και των διαδικασιών που επιβάλλουν.

Σε περίπτωση αποδυνάμωσης της υποψηφιότητας Ζιπέ, ο πρώην πρωθυπουργός και δήμαρχος του Μπορντό θα υποχρεωθεί σε μια ανελέητη σύγκρουση με τον κ. Σαρκοζί που μπορεί να φθείρει τη δημόσια εικόνα του και να αυξήσει τις πιθανότητες επικράτησης της κ. Λεπέν. Η τελευταία έσπευσε να συγχαρεί πρώτη τον Ντόναλντ Τραμπ για τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, εκτιμώντας ότι ο άνεμος υπέρ της σκληρής Δεξιάς που πνέει στις ΗΠΑ θα ενισχύσει κι άλλο τη δυναμική της άκρας Δεξιάς στην Ε.Ε. και ειδικά στη Γαλλία.

Αυτή την Κυριακή, λοιπόν, θα αποκτήσουμε μια πρώτη εικόνα της πολιτικής δυναμικής της γαλλικής κεντροδεξιάς και της δυνατότητάς της να ανακόψει την πορεία της ακροδεξιάς κ. Λεπέν προς την εξουσία. Σε περίπτωση επικράτησης της προέδρου του Εθνικού Μετώπου, θα ανοίξει ο δρόμος για το λεγόμενο Frexit –το οποίο αποτελεί βασική προεκλογική της δέσμευση–, δηλαδή την έξοδο της Γαλλίας από την Ε.Ε.

Απόφαση για τον Ρέντσι

Το γαλλικό πολιτικό θρίλερ θα εξελιχθεί μέχρι τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, τον Μάιο του 2017. Στην Ιταλία όμως οι εξελίξεις μπορεί να είναι πολύ πιο γρήγορες.

Ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός κ. Ρέντσι πηγαίνει, στις 4 Δεκεμβρίου, σε ένα δύσκολο δημοψήφισμα, το οποίο μπορεί να κρίνει την τύχη της κυβέρνησής του. Ο Ιταλός πρωθυπουργός προτείνει την έγκριση, μέσω δημοψηφίσματος, της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία θα περιορίσει δραστικά τις αρμοδιότητες της Γερουσίας και θα ενισχύσει την κυβερνητική σταθερότητα, εξασφαλίζοντας εντυπωσιακό «μπόνους» σε έδρες στο πρώτο κόμμα.

Ο κ. Ρέντσι έχει περιέλθει σε κατάσταση πολιτικής απομόνωσης. Η αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, του οποίου ηγείται, διαφωνεί με τις επιλογές του, θεωρώντας ότι μπορεί να προσδώσουν μουσολινικά χαρακτηριστικά στο πολίτευμα. Ο Ντ’ Αλέμα και ο Μπερζάνι σέρνουν τον χορό της εσωκομματικής αμφισβήτησης του Ρέντσι. Υπέρ της απόρριψης των προτάσεων του πρωθυπουργού τάσσονται ο Μπέπε Γκρίλο, ηγέτης των δεξιών λαϊκιστών του Κινήματος Πέντε Αστέρων, και ο κ. Σαλβίνι, ηγέτης των ακροδεξιών λαϊκιστών της Λέγκας του Βορρά. Συνεργάζονται με στόχο την επικράτηση του «όχι», την πτώση της κυβέρνησης Ρέντσι και την οργάνωση στη συνέχεια άλλου δημοψηφίσματος με στόχο να βγει η Ιταλία από την Ευρωζώνη.

Κόντρες με τις Βρυξέλλες

Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν στην αρχή το «ναι» να υπερισχύει με σχετική άνεση, το τελευταίο διάστημα όμως είναι σταθερά υπέρ του «όχι». Σε μια προσπάθεια να ανατρέψει τις δυσμενείς γι’ αυτόν προγνώσεις, ο κ. Ρέντσι προχώρησε σε φοροαπαλλαγές για την πρώτη κατοικία των Ιταλών και σε αυξήσεις των χαμηλών συντάξεων, χωρίς να είναι πλήρως εξασφαλισμένη η χρηματοδότηση των φιλολαϊκών μέτρων. Η πρωτοβουλία του προκάλεσε την αντίδραση του κ. Μόντι, πρώην πρωθυπουργού και Ευρωπαίου επιτρόπου, ο οποίος κατήγγειλε δημόσια τον πρωθυπουργό για ένα πολιτικά άστοχο δημοψήφισμα, το οποίο συνοδεύεται από λαϊκίστικες παροχές σε περίοδο μεγάλης οικονομικής και δημοσιονομικής δυσκολίας.

Για να εξουδετερώσει τον δεξιό και ακροδεξιό λαϊκισμό του Μπέπε Γκρίλο και του Σαλβίνι η κυβέρνηση Ρέντσι ανεβάζει τους τόνους σε βάρος της Ε.Ε., με το σκεπτικό ότι μπορεί με αυτό τον τρόπο να εξασφαλίσει πολιτικά οφέλη από την αντιευρωπαϊκή δυναμική που αναπτύσσεται σε σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης. Έτσι, ο κ. Ρέντσι προειδοποιεί την Ε.Ε. ότι σε περίπτωση που δεν στηρίξει την Ιταλία στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού, θα ασκήσει βέτο και θα μπλοκάρει την έγκριση του ούτως ή άλλως βαθιά προβληματικού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Επιπλέον, ο κ. Ρέντσι προειδοποιεί ότι δεν πρόκειται να δεχτεί παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπέρ της τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, γιατί η λιτότητα που εφαρμόζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει αποδειχθεί αντιπαραγωγική και το προσφυγικό-μεταναστευτικό μαζί με τους πρόσφατους μεγάλους σεισμούς επιβαρύνουν δημοσιονομικά την Ιταλία.

Με πρωτοβουλία του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιούνκερ οι επίτροποι φαίνεται να υιοθετούν μια ελαστική στάση έναντι της κυβέρνησης Ρέντσι, σε μια προσπάθεια να τη διευκολύνουν πολιτικά. Έτσι, αναβάλλεται για μετά το κρίσιμο δημοψήφισμα η επίσημη αξιολόγηση των οικονομικών και δημοσιονομικών επιδόσεων, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τάσσεται πλέον υπέρ μιας δημοσιονομικής τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και προωθεί ένα είδος δημοσιονομικής χαλάρωσης, προκαλώντας τα αρνητικά σχόλια του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας κ. Σόιμπλε.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφεύγει να παίξει τον εποπτικό της ρόλο με βάση το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για να μην προκαλέσει πολιτικές αντιδράσεις σε περίοδο ευρωπαϊκής αστάθειας. Απέφυγε να παρέμβει για το υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της Ισπανίας κι έτσι διευκόλυνε τον ηγέτη της κεντροδεξιάς κ. Ραχόι να εξουδετερώσει την πρόκληση των Podemos και να παραμείνει στην εξουσία. Τώρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί να στηρίξει τον κ. Ρέντσι, εκτιμώντας ότι είναι η μόνη πολιτική άμυνα μπροστά στην άνοδο του δεξιού και του ακροδεξιού λαϊκισμού στην Ιταλία.

Η επιστροφή της ακροδεξιάς

Κι ενώ είναι φανερό ότι η Ε.Ε. δεν μπορεί να αντέξει ενδεχόμενο Frexit ή ενδεχόμενη έξοδο της Ιταλίας από την Ευρωζώνη, παρατηρούνται ανησυχητικές εξελίξεις και στην Αυστρία. Στις προεδρικές εκλογές αναμένεται να επικρατήσει ο υποψήφιος της άκρας Δεξιάς, ο οποίος ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το συνταγματικό δικαίωμα να προχωρήσει στη διάλυση της Βουλής και στη διενέργεια πρόωρων βουλευτικών εκλογών.

Με βάση τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων, το ακροδεξιό Κόμμα των Ελευθέρων έχει ποσοστά της τάξης του 35%, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες, που ηγούνται του κυβερνητικού συνασπισμού, κινούνται γύρω στο 25% και το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο συμμετέχει στην κυβέρνηση, έχει πέσει κάτω από το 20%.

Υπάρχει, λοιπόν, μεγάλη πιθανότητα να έχουμε πρόωρες βουλευτικές εκλογές στην Αυστρία με επικράτηση της άκρας Δεξιάς. Στη διάρκεια των επόμενων είκοσι ημερών θα ξέρουμε σε γενικές γραμμές σε ποια κατεύθυνση θα κινηθούν οι πολιτικές εξελίξεις σε Γαλλία, Ιταλία και Αυστρία.

Πολιτικά συμπεράσματα

Μπορούμε ήδη να βγάλουμε ορισμένα γενικά συμπεράσματα για όσα συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν στην Ε.Ε.

Πρώτον, ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής αλυσίδας είναι σε αυτή τη φάση η Ιταλία. Η κεντροαριστερή κυβέρνηση έχει αποδυναμωθεί, η χώρα βαρύνεται με το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος, 130% του ΑΕΠ, μετά το ελληνικό, το τραπεζικό σύστημα δείχνει σημάδια αποσταθεροποίησης, η οικονομία βρίσκεται μεταξύ στασιμότητας και οριακής ανάπτυξης και οι δυνάμεις του δεξιού και ακροδεξιού λαϊκισμού κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Αν η Ιταλία μπει σε νέα περίοδο πολιτικής αστάθειας και οδηγηθούμε στην επικράτηση του Μπέπε Γκρίλο και του Σαλβίνι, θα καταστεί πρακτικά αδύνατη η αποτελεσματική αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης.

Δεύτερον, η Ε.Ε. περνάει από την «επανάσταση» των νότιων μνημονιακών χωρών στην «επανάσταση» των πιο αναπτυγμένων χωρών, οι λαοί των οποίων έχουν αρχίσει να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσαν να πάνε πολύ καλύτερα εκτός Ευρωζώνης ή και Ε.Ε. Η «επανάσταση» των οικονομικά επιτυχημένων είναι πολύ πιο επικίνδυνη για τη συνοχή της Ε.Ε. από την «επανάσταση» όσων δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν το δημόσιο χρέος και υποχρεώθηκαν στην εφαρμογή εξαιρετικά δύσκολων προγραμμάτων προσαρμογής. Οι λιγότερο αναπτυγμένοι και υπερχρεωμένοι διαμαρτύρονται, αλλά αποφεύγουν να ξεπεράσουν τα όρια, γιατί γνωρίζουν ότι δεν έχουν εναλλακτική λύση. 

Αντίθετα, οι πιο αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. μπορούν να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο και ενδεχόμενη απόσυρσή τους από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα δημιουργούσε ανυπέρβλητα προβλήματα στην Ε.Ε.

Πρώτα είχαμε την ψήφο των Βρετανών υπέρ του Brexit, ενώ τώρα εκδηλώνονται φυγόκεντρες τάσεις σε σχέση με την Ε.Ε. ή την Ευρωζώνη σε Γαλλία, Αυστρία, Ολλανδία και Γερμανία. Οι πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν αυτές τις τάσεις δεν είναι ακόμη κυρίαρχες αλλά μπορεί να γίνουν, με τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας να αφορούν την Αυστρία, σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας να έχουν στην Ολλανδία και στη Γαλλία και πολύ μικρότερες στη Γερμανία.

Τρίτον, από τη στιγμή που ενισχύονται οι φυγόκεντρες τάσεις στα πιο αναπτυγμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε., δυσκολεύεται η δημιουργία της αναγκαίας συμμαχίας των προθύμων, η οποία θα πάρει την πρωτοβουλία, μόλις το επιτρέψουν οι πολιτικές συνθήκες, να αντιμετωπίσει τις μεγάλες εκκρεμότητες για να βγάλει την Ε.Ε. από την κρίση. Η Γερμανία, η οποία δείχνει να είναι η οικονομικά ισχυρότερη και πολιτικά σταθερότερη μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, δεν μπορεί να φέρει σε πέρας τη δύσκολη αποστολή μόνη της.

Το ερώτημα είναι ποια κράτη-μέλη, που έχουν τις οικονομικές δυνατότητες, θα μπορούσαν να συμπληρώσουν την ευρωπαϊκή προσπάθεια του Βερολίνου. Όσο ενισχύονται οι δυνάμεις του δεξιού και ακροδεξιού λαϊκισμού, τόσο περιορίζονται οι πιθανότητες χώρες με εντυπωσιακό επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, όπως η Γαλλία, η Αυστρία και η Ολλανδία, να αποτελέσουν μέρος της ευρωπαϊκής λύσης και όχι του προβλήματος.