Ξεκινάει μια νέα περίοδος διεθνούς αστάθειας - Free Sunday
Ξεκινάει μια νέα περίοδος διεθνούς αστάθειας

Ξεκινάει μια νέα περίοδος διεθνούς αστάθειας

Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Τραμπ αναμένεται να λειτουργήσει σαν καταλύτης που θα φέρει μεγάλες αλλαγές στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς θα κάνει ο κ. Τραμπ, εφόσον πολλά θα εξαρτηθούν από τα νομοθετικά σώματα, τις κυβερνητικές υπηρεσίες και το οικονομικό κατεστημένο των ΗΠΑ. Εάν κρίνουμε, πάντως, από τις δηλώσεις του και την επιχειρηματολογία την οποία ανέπτυξε με συνέπεια στη διάρκεια του τελευταίου δωδεκαμήνου, θα υπάρξουν μεγάλες αλλαγές στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό σύστημα.

Επιλεκτικός προστατευτισμός

Στα ζητήματα του διεθνούς εμπορίου ο Πρόεδρος Τραμπ αναμένεται να κινηθεί στην κατεύθυνση ενός επιλεκτικού προστατευτισμού. Όπως εξηγούν οι συνεργάτες του, τάσσεται υπέρ της παγκοσμιοποίησης, αλλά αυτή πρέπει να είναι «συμμετρική». Κατά την άποψή του, χώρες όπως η Κίνα και το Μεξικό αξιοποιούν τις ευκαιρίες που τους προσφέρει το άνοιγμα της αγοράς των ΗΠΑ στις επιχειρήσεις τους, χωρίς όμως να ανταποδίδουν υπέρ των καλώς εννοούμενων αμερικανικών συμφερόντων.

Ο κ. Τραμπ έχει δίκιο να διαμαρτύρεται για την επιθετική εξαγωγική πολιτική της Κίνας, υπάρχει όμως σοβαρός κίνδυνος να περάσει, χωρίς απαραίτητα να το θέλει, από τον επιλεκτικό στον γενικευμένο προστατευτισμό. Εάν, για παράδειγμα, η κινεζική κυβέρνηση απαντήσει με επιθετικό τρόπο στα μέτρα περιορισμού του διεθνούς εμπορίου που ενδεχομένως να πάρει η αμερικανική κυβέρνηση, μπορεί να διολισθήσουμε σε έναν οικονομικό πόλεμο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη.

Το πρόβλημα του δολαρίου

Επιδίωξη του νέου Προέδρου των ΗΠΑ είναι και η προγραμματισμένη διολίσθηση του δολαρίου. Το αμερικανικό νόμισμα βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 14 ετών έναντι των άλλων ισχυρών νομισμάτων και οι οικονομικοί σύμβουλοι του νέου Προέδρου υποστηρίζουν ότι πρέπει να υποτιμηθεί τουλάχιστον κατά 10%, για να ενισχυθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής βιομηχανίας και να περιοριστεί το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, ιδιαίτερα στις συναλλαγές με την Κίνα.

Ο κ. Τραμπ θεωρεί ότι η Κίνα οργανώνει την περιοδική υποτίμηση του νομίσματός της για να διευκολύνει τη διείσδυση των κινεζικών επιχειρήσεων στις ξένες αγορές. Προχωρώντας στην υποτίμηση του δολαρίου κινδυνεύει να ξεκινήσει έναν πόλεμο νομισματικών ισοτιμιών, ο οποίος μπορεί να έχει μεγάλες συνέπειες για τη διεθνή οικονομία. 

Επιπλέον, η επιλογή του υπέρ μιας χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία θα στηρίζεται στη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και στην αύξηση των δημοσίων δαπανών, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα σε αύξηση των βασικών επιτοκίων, εξέλιξη που μπορεί να προκαλέσει την προσωρινή ανατίμηση του δολαρίου.

Το ζήτημα του ΝΑΤΟ

Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ σε πρόσφατη συνέντευξή του χαρακτήρισε ξεπερασμένο το ΝΑΤΟ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι Αμερικανοί θα απεμπλακούν από τη Συμμαχία. Θα ασκήσουν δικαιολογημένη πίεση στα άλλα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες τουλάχιστον στο 2% του ΑΕΠ με βάση αποφάσεις που ήδη έχει πάρει η Συμμαχία αλλά δεν εφαρμόζονται από τα περισσότερα κράτη-μέλη –μεταξύ των οποίων και η Γερμανία– για δημοσιονομικούς λόγους.

Οι ΗΠΑ καλύπτουν σχεδόν τα 3/4 των συνολικών αμυντικών δαπανών των μελών του ΝΑΤΟ και αυτό δίνει κάθε δικαίωμα στον Πρόεδρό τους να διαμαρτύρεται και να ζητάει τη δέσμευση μεγαλύτερων κονδυλίων για την Άμυνα από τους Συμμάχους. Έχει δίκιο επίσης να υποστηρίζει ότι το ΝΑΤΟ έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, εφόσον σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει τη σοβιετική απειλή, ενώ σήμερα οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει έχουν κυρίως σχέση με περιφερειακούς πολέμους και με την ισλαμική τρομοκρατία.

Η «σοφία» των Βρετανών

Στην αντίληψη του νέου Προέδρου των ΗΠΑ οι Βρετανοί είναι «σοφοί», επειδή επέλεξαν το Brexit, είναι πιθανό να υπάρξουν νέες αποχωρήσεις κρατών από την Ε.Ε., ενώ η τελευταία έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά γερμανικής ζώνης επιρροής.

Οι παρεμβάσεις του κ. Τραμπ στα ευρωπαϊκά ζητήματα είναι σε λάθος κατεύθυνση αλλά μπορεί να ωφελήσουν την Ε.Ε., δημιουργώντας την αναγκαία συσπείρωση για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων και των εκκρεμοτήτων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι παρεμβάσεις του Προέδρου Ομπάμα κατά του Brexit και του λαϊκισμού που αναπτύσσεται στην Ε.Ε. είχαν τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Οι Ευρωπαίοι συνήθως αντιδρούν αρνητικά στις παρεμβάσεις των ηγετών των ΗΠΑ, γιατί τους φέρνουν στον νου την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και της αμερικανοκρατίας.

Όλες οι έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν ότι δεν υπάρχουν άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί πρόθυμοι να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Βρετανών που ψήφισαν υπέρ του Brexit στο δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016.

Βελτίωση σχέσεων με Ρωσία

Παρά τις διαβεβαιώσεις του κ. Τραμπ ότι θέλει τη βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία, ο Πρόεδρος Πούτιν και οι συνεργάτες του δεν περιμένουν πολλά στο άμεσο μέλλον.

Η Μόσχα δεν πρόκειται να διεκδικήσει την άμεση άρση των οικονομικών κυρώσεων που εφαρμόζονται σε βάρος της λόγω της ενσωμάτωσης της Κριμαίας στη Ρωσία και της ενίσχυσης των ρωσόφωνων αυτονομιστών της Ανατολικής Ουκρανίας, γιατί γνωρίζει ότι τα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ μπορεί να αντιδράσουν επιβάλλοντας στον Πρόεδρο Τραμπ ακόμη αυστηρότερη πολιτική έναντι της Ρωσίας. Με βάση τις δηλώσεις Ρώσων παραγόντων στα διεθνή ΜΜΕ, η Μόσχα θα επιχειρήσει μια πρώτη συνεργασία με τις ΗΠΑ για τη σταθεροποίηση της κατάστασης στη Συρία, την καταστροφή του Ισλαμικού Κράτους και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της διεθνούς ισλαμικής τρομοκρατίας. 

Η ρωσική διπλωματία, η οποία θεωρείται έμπειρη και σταθερή, πιστεύει σε μια αργή αλλά σταθερή προσέγγιση με τις ΗΠΑ. Η βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ μπορεί να υπονομευτεί εξαιτίας άλλων προτεραιοτήτων του Προέδρου Πούτιν, όπως είναι η ενίσχυση της ρωσικής επιρροής σε χώρες που στο παρελθόν ανήκαν στη Σοβιετική Ένωση, όπως η Ουκρανία.

Η Κίνα στο στόχαστρο

Προτεραιότητα του κ. Τραμπ είναι η αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας στις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα. Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι τα φραστικά ανοίγματά του υπέρ της Ρωσίας εξυπηρετούν τον στόχο της μελλοντικής απομόνωσης της Κίνας, με την οποία οι ΗΠΑ έχουν, στην αντίληψη του νέου Προέδρου, ανοιχτούς λογαριασμούς.

Το ερώτημα είναι εάν ο κ. Τραμπ μπορεί να συγκεντρώσει τις δυνάμεις για να τα βάλει με την Κίνα. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας ανέρχονται σε 3 τρισ. δολάρια (3.000 δισεκατομμύρια), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων είναι ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου. Η Κίνα έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και είναι η μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη. Ο Πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ αξιοποίησε το βήμα του διεθνούς συνεδρίου του Νταβός, στο οποίο πήρε μέρος για πρώτη φορά, για να προειδοποιήσει για τους κινδύνους που μπορεί να έχει για την παγκόσμια οικονομία η διολίσθηση προς τον προστατευτισμό.

Οι Κινέζοι εμφανίζονται πρόθυμοι να καλύψουν οποιοδήποτε οικονομικό και επενδυτικό κενό δημιουργηθεί σε περίπτωση που οι ΗΠΑ ακολουθήσουν εσωστρεφή οικονομική πολιτική. Στέλνουν επίσης μηνύματα ότι θεωρούν αδιαπραγμάτευτη την ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας τους στην ευρύτερη περιοχή τους και πως όποιος αμφισβητήσει τις βασικές αρχές της πολιτικής τους, όπως η ύπαρξη μίας και μοναδικής Κίνας και η διπλωματική απομόνωση της Ταϊβάν, θα αναλάβει μεγάλους κινδύνους.

Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ πολύ δύσκολα θα αντιπαρατεθεί με την Κίνα εάν προηγουμένως έχει απογοητεύσει τους Ευρωπαίους συμμάχους του και έχει δημιουργήσει προβλήματα συνεννόησης, λόγω της οικονομικής πολιτικής που θα εφαρμόσει, με χώρες όπως η Αυστραλία, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία, οι οποίες παίζουν σημαντικό ρόλο στον σχετικό περιορισμό της κινεζικής επιρροής.

Προσεκτική αντίδραση από την κ. Μέρκελ

Η καγκελάριος της Γερμανίας κ. Μέρκελ αντιδρά με πολύ προσεκτικό τρόπο στις δηλώσεις του κ. Τραμπ υπέρ του Brexit και κατά της Ε.Ε., η οποία στην αντίληψή του έχει εξελιχθεί σε γερμανική ζώνη επιρροής. 

Είναι γνωστό ότι η καγκελάριος Μέρκελ αντιμετωπίζει μεθοδικά και σε βάθος χρόνου τα μεγάλα προβλήματα στη βάση του ρεαλισμού. Επομένως και σε αυτό το ζήτημα ακολουθεί τη δοκιμασμένη μέθοδο που έχει μάθει να εφαρμόζει με καλά αποτελέσματα. Αποφεύγει τη δημόσια αντιπαράθεση με τον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ, για να μην τον δικαιώσει στην εκτίμησή του ότι η Ε.Ε. είναι μια γερμανική ζώνη επιρροής, όπου τις αποφάσεις στρατηγικής σημασίας παίρνει το Βερολίνο.

Σε βάθος χρόνου

Άλλωστε, η ευρωπαϊκή αντίδραση στην υπό διαμόρφωση πολιτική του νέου Προέδρου των ΗΠΑ μπορεί να έρθει μόνο εάν ωριμάσουν, στη διάρκεια του 2017, οι κατάλληλες πολιτικές διεργασίες. Στη Γερμανία θα πρέπει να κερδίσουν οι Χριστιανοδημοκράτες τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017, για να αποτελέσουν ξανά τον κορμό του κυβερνητικού συνασπισμού.

Στη Γαλλία θα πρέπει να εξουδετερωθεί με έναν δημιουργικό πολιτικό τρόπο η πρόκληση της άκρας Δεξιάς στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου, για να ανοίξει ο δρόμος στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν στη Γαλλία να πρωταγωνιστήσει μαζί με τη Γερμανία στην αναγκαία ευρωπαϊκή επανεκκίνηση.

Η Ιταλία πρέπει να αποφύγει τη διολίσθηση στην οικονομική και πολιτική αστάθεια, η Ισπανία πρέπει να συνεχίσει την καλή οικονομική της πορεία σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, ιδιαίτερα αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε., όπως η Ολλανδία και η Αυστρία, καλούνται να αποδείξουν ότι είναι σε θέση να ελέγξουν την άνοδο της άκρας Δεξιάς.

Θα πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε μέχρι το φθινόπωρο του 2017 για να δούμε εάν η νέα πολιτική γεωγραφία της Ε.Ε. επιτρέπει μια αποτελεσματική αντίδραση στις επιλογές του Προέδρου Τραμπ οι οποίες δεν θα εξυπηρετούν τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της Ε.Ε.

Το ζήτημα του Brexit

H E.E. πρέπει να επιτύχει στη διάρκεια του 2017 τον αναγκαίο συντονισμό για την επανεκκίνηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την πρόκληση του Brexit.

Η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου κ. Μέι έχει διανύσει τεράστια πολιτική απόσταση απ’ όταν αντικατέστησε στην πρωθυπουργία τον κ. Κάμερον, εφόσον μετατράπηκε από διστακτικό υποστηρικτή της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. σε θιασώτη ενός σκληρού Brexit που μπορεί να έχει συνέπειες για τη βρετανική οικονομία, ακόμη και για τη συνοχή του Ηνωμένου Βασιλείου, εφόσον η Σκοτία και η Βόρεια Ιρλανδία διαφωνούν με τις επιλογές της.

Στην αντίληψη της κ. Μέι το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να μετατραπεί σε μια απόλυτα παγκοσμιοποιημένη οικονομία, αξιοποιώντας και τις ευκαιρίες που προσφέρει η αρνητική τοποθέτηση του Προέδρου Τραμπ έναντι της Ε.Ε. και ειδικά της Γερμανίας. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί καλούνται να απαντήσουν στην πρόκληση και οι χειρισμοί τους γίνονται πιο δύσκολοι εξαιτίας της μεγάλης επιρροής που διατηρούν οι Βρετανοί σε αυτούς μέχρι την ολοκλήρωση του Brexit, το οποίο είναι πρακτικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί πριν από τα μέσα του 2019.

Στην αντίληψη των Βρυξελλών οι θέσεις που υποστηρίζει η κ. Μέι για το Brexit έχουν περισσότερο σχέση με τις εσωκομματικές της ανάγκες –εφόσον το Συντηρητικό Κόμμα υιοθετεί ολοένα πιο σκληρές θέσεις υπέρ του Brexit– παρά με την οικονομική πραγματικότητα.

Οι επιλογές της κ. Μέι στο ζήτημα του Brexit προστίθενται στην πρόκληση Τραμπ έναντι της Ε.Ε., για να δημιουργήσουν ένα σημαντικό κίνητρο υπέρ της ευρωπαϊκής συσπείρωσης, σε βάθος χρόνου και υπό συγκεκριμένες πολιτικές προϋποθέσεις.

Η επικράτηση Ταγιάνι

Μια πρώτη ευρωπαϊκή αντίδραση, διερευνητικού χαρακτήρα, ήρθε με την ανατροπή της δυναμικής που είχε αναπτυχθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την ανάδειξη στην προεδρία του του υποψηφίου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος κ. Ταγιάνι.

Οι Φιλελεύθεροι, όπως και οι Σοσιαλιστές, αποσύρθηκαν από τη συμφωνία του Ιουνίου του 2014, η οποία προέβλεπε την παραμονή του Γερμανού Σοσιαλδημοκράτη κ. Σουλτς για ακόμη δυόμισι χρόνια στην προεδρία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στη συνέχεια την αντικατάστασή του για το υπόλοιπο της πενταετίας με έναν εκπρόσωπο του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Η ρητορική του κ. Τραμπ σε βάρος της Ε.Ε. επέτρεψε στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα να ασκήσει πολιτική πίεση στους Φιλελεύθερους να στηρίξουν τον κεντροδεξιό υποψήφιο στη βάση μιας πολιτικής συμφωνίας για την ενίσχυση και την εμβάθυνση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Η επιστροφή των Φιλελευθέρων στην πολιτική συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα άνοιξε τον δρόμο για την επικράτηση του κ. Ταγιάνι –ο οποίος προέρχεται από το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έχει διατελέσει Ευρωπαίος επίτροπος και έχει συμπληρώσει 17 χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο– επί του βασικού του αντιπάλου, του επικεφαλής της πολιτικής ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και προερχόμενου από το Δημοκρατικό Κόμμα του κ. Ρέντσι, κ. Πιτέλα.

Η επικράτηση του κ. Ταγιάνι στη μάχη για την προεδρία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι μια πρώτη θετική πολιτική αντίδραση της Ε.Ε. σε ένα διεθνές περιβάλλον που γίνεται ολοένα πιο δύσκολο γι’ αυτήν.

Κυβερνητική αδράνεια

Η κυβέρνηση Τσίπρα αντιμετωπίζει τις μεγάλες αλλαγές που περιγράψαμε στη βάση της απόλυτης αδράνειας. Αξιοποιεί μάλιστα τις διαφορές μεταξύ της Ουάσινγκτον, των Βρυξελλών και του Βερολίνου, τις διαφορές μεταξύ του ΔΝΤ και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών κ. Σόιμπλε, τις δυσκολίες στην οργάνωση της αναγκαίας ευρωπαϊκής επανεκκίνησης, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.

Ενώ η κυβέρνηση θα έπρεπε να κλείνει με μεγάλη ταχύτητα τις εκκρεμότητες, να δείχνει την αναγκαία προσαρμοστικότητα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον και να επιδιώκει με κάθε τρόπο την ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, έχει μετατραπεί σε απλό σχολιαστή των εξελίξεων σε αναζήτηση άλλοθι για τη διαφαινόμενη αποτυχία της, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πραγματικά δύσκολες και σκληρές καταστάσεις για τον ελληνικό λαό, στο διεθνές περιβάλλον που περιγράψαμε.

Ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται σε διεθνές επίπεδο και η κυβέρνηση Τσίπρα κάνει ό,τι μπορεί για να καθυστερήσει την αναγκαία προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας, τη συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης, η οποία θα ανοίξει τον δρόμο στη μεγάλη αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα. Τα κυβερνητικά στελέχη μάς διαβεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει σημαντικά χρονικά περιθώρια, υποκρίνονται ότι υπό πίεση βρίσκονται οι Ευρωπαίοι εταίροι και όχι η ελληνική πλευρά, κάνουν υποδείξεις σε καθημερινή βάση προς το ΔΝΤ, τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών κ. Σόιμπλε, την Ευρωζώνη και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας παριστάνοντας τους πρωταγωνιστές των εξελίξεων, ενώ μας έχουν οδηγήσει στο περιθώριο και στην αδράνεια.