Νέο διαπραγματευτικό φιάσκο με τεράστιο οικονομικό κόστος - Free Sunday
Νέο διαπραγματευτικό φιάσκο με τεράστιο οικονομικό κόστος

Νέο διαπραγματευτικό φιάσκο με τεράστιο οικονομικό κόστος

Το ερώτημα που απασχολεί την κοινή γνώμη στην Ελλάδα είναι πότε και πώς θα κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος-μνημονίου, η οποία σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό επρόκειτο να κλείσει πριν από έναν χρόνο.

Τον Ιούνιο τελειώνουν τα χρήματα με τα οποία μπορεί το ελληνικό Δημόσιο να καλύψει τις τοκοχρεολυτικές του υποχρεώσεις και μπορούμε να υποθέσουμε ότι μέχρι τότε η κυβέρνηση θα έχει βάλει όλες τις αναγκαίες υπογραφές για το κλείσιμο της αξιολόγησης. Σε διαφορετική περίπτωση, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να φανεί συνεπής προς τους πιστωτές της τον Ιούλιο, οπότε χρειαζόμαστε ένα ποσό της τάξης των 6 δισ. ευρώ, και θα χρεοκοπήσουμε, ενώ θα βρεθούμε, πιθανότατα, εκτός Ευρωζώνης. Είχαμε το δίλημμα του Ιουλίου του 2015 –σκληρότερη προσαρμογή ή αναγκαστική έξοδος από την Ευρωζώνη– και στην ίδια κατεύθυνση κινούμαστε σήμερα με ευθύνη της κυβέρνησης.

Υπεύθυνος ο κ. Τσίπρας

Τη βασική ευθύνη για την απαράδεκτη κατάσταση που διαμορφώνεται έχει ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας, ο οποίος συνδυάζει την έλλειψη επαγγελματικών και διαχειριστικών ικανοτήτων με την προτίμηση σε πολιτικές θεωρίες οι οποίες δεν έχουν σχέση με τη διεθνή πραγματικότητα.

Το κόστος της καθυστέρησης στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος-μνημονίου είναι τεράστιο. Περιορίζονται οι πιθανότητες να είναι το 2017 έτος δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης, όπως επρόκειτο να είναι το 2015 πριν από την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, και ενισχύεται το σενάριο μιας περιορισμένης ανάπτυξης, της τάξης του 1,5%, που μπορεί να μην είναι διατηρήσιμη. 

Η καθυστέρηση στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων ενισχύει την κρίση αξιοπιστίας που εκδηλώνεται στην Ε.Ε. σε βάρος της ελληνικής κυβέρνησης και της οικονομίας, με αποτέλεσμα να χάνονται μεγάλες ευκαιρίες για επενδύσεις και αύξηση των σταθερών και ποιοτικών θέσεων απασχόλησης. Η κρίση εμπιστοσύνης έχει περάσει και στο εσωτερικό, γι’ αυτό παρατηρήθηκε τον Ιανουάριο νέα μικρή μείωση των τραπεζικών καταθέσεων.

Για μια ακόμη φορά ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας έκανε αυτά που ήταν φανερό ότι δεν έπρεπε να κάνει. Τον Ιούλιο του 2015 πραγματοποίησε μια αναγκαστική στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική που εφαρμόζει κι έτσι απέκτησε τη δυνατότητα να γίνει σχετικά αξιόπιστος συνομιλητής των ισχυρών της Ευρωζώνης. Αντί να αξιοποιήσει το πολιτικό κεφάλαιο που απέκτησε μέσα από την καθυστερημένη και βίαιη προσαρμογή στους κανόνες της Ευρωζώνης, οργάνωσε την κατασπατάλησή του.

Η εφαρμογή των συμφωνηθέντων ήταν επιλεκτική και σε περιπτώσεις προβληματική. Οι ιδιωτικοποιήσεις συμφωνήθηκαν, και μάλιστα σε βάθος εκατονταετίας, αλλά δεν προωθήθηκαν. Οι περισσότερες αποφάσεις για την εξυγίανση του χρεοκοπημένου ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος μετατέθηκαν χρονικά για την… επόμενη τετραετία μέσω του τεχνάσματος της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς. 

Οι δεσμεύσεις για έλεγχο των δημοσίων δαπανών έδωσαν τη θέση τους σε σταθερή αύξησή τους. Η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας έμειναν κι αυτές στα χαρτιά.

Η μόνη επιτυχία που έχει να επιδείξει η κυβέρνηση, η οποία μπορεί να οφείλεται στη δημιουργία ανεξάρτητης αρχής για τα δημόσια έσοδα ύστερα από απαίτηση των πιστωτών, είναι η αύξηση των φορολογικών εσόδων πάνω από τον στόχο που είχε τεθεί. Ο τρόπος όμως με τον οποίο επιτεύχθηκε αυτή η αύξηση, η οποία προήλθε από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ και την αύξηση της φορολογίας του εισοδήματος των συνεπών φορολογουμένων και των κερδών των επιχειρήσεων, μας προειδοποιεί ότι μπορεί να αποδειχθεί αντιπαραγωγικός στις σημερινές οικονομικές συνθήκες. Περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα πολλών νοικοκυριών σε μια περίοδο κατά την οποία στηρίζουμε πολλά στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ λειτουργεί σαν αντικίνητρο στην παραγωγική ανασυγκρότηση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. 

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του ταυτίζουν σκόπιμα την επίτευξη των φορολογικών στόχων με την εξασφάλιση πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος χωρίς να δίνουν την αναγκαία σημασία στην πορεία των δημοσίων δαπανών και των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν το δικό τους success story, το οποίο δεν πείθει τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές, πολύ περισσότερο την ελληνική κοινή γνώμη.

Σε ένα ανύπαρκτο κατά τη γνώμη μου δημοσιονομικό success story στήριξε ο πρωθυπουργός την καταβολή χριστουγεννιάτικου βοηθήματος ύψους 617 εκατ. ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους. Με την πρωτοβουλία που πήρε προκάλεσε νέα προβλήματα στη διαπραγμάτευση, εφόσον οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται να προχωρήσει στην αναγκαία μείωση του κόστους του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος για τον κρατικό προϋπολογισμό, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας κ. Σόιμπλε και τα περισσότερα μέλη του Eurogroup αισθάνθηκαν την ανάγκη να σκληρύνουν τη διαπραγματευτική τους στάση έναντι της Ελλάδας για να καλυφθούν πολιτικά σε μια χρονιά γεμάτη εκλογικές αναμετρήσεις στην Ε.Ε., ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άρχισε να κρατάει αποστάσεις ασφαλείας από την ελληνική κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την αξιοπιστία της.

Έτσι όπως χειρίστηκε τα πράγματα, ο κ. Τσίπρας θα βρεθεί στην ανάγκη να επιβάλει μέτρα με μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος, ενώ ήδη έχει περιοριστεί, λόγω της καθυστέρησης και της κρίσης αξιοπιστίας, το θετικό οικονομικό αποτέλεσμα.

Το βασικό λάθος

Το βασικό λάθος που κάνει ο κ. Τσίπρας είναι ότι περιορίζει την άσκηση της οικονομικής πολιτικής στο κλείσιμο της αξιολόγησης και στην υπογραφή των σχετικών εγγράφων. Το κλείσιμο της αξιολόγησης είναι αναγκαία προϋπόθεση για να αποφύγουμε μια νέα καταστροφή σαν εκείνη του πρώτου εξαμήνου του 2015, δεν ανοίγει όμως αυτόματα τον δρόμο στην επιτυχημένη αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, η οποία είναι μία εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση.

Για να βγούμε από την κρίση χρειάζεται η λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος, επιβάλλεται η έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή των συμφωνηθέντων, είναι αναγκαία η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης σε όλα τα επίπεδα, από τους μεγάλους επενδυτές του εξωτερικού μέχρι τους μικροκαταθέτες του εσωτερικού, είναι ανάγκη να αλλάξει το μείγμα της οικονομικής πολιτικής για να γίνει πιο δημιουργικό και παραγωγικό, πρέπει να πειστούν οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι πιστωτές να διευκολύνουν την Ελλάδα σε ό,τι αφορά το χρέος του Δημοσίου και να αυξήσουν με διάφορους τρόπους τη ροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων και των ευρωπαϊκών επενδύσεων προς τη χώρα μας.

Λείπουν τα στελέχη

Η κυβέρνηση δεν έχει τα στελέχη για την αποτελεσματική εφαρμογή της κατάλληλης οικονομικής πολιτικής. Ο υπουργός Οικονομικών κ. Τσακαλώτος αποδεικνύεται περιορισμένων δυνατοτήτων και αλλάζει με εντυπωσιακή ταχύτητα ρόλους και απόψεις, υπονομεύοντας την αξιοπιστία του. Πριν από μερικούς μήνες θεωρούσε ότι η αξιολόγηση είχε κλείσει κατά 95% και πριν από μερικές ημέρες έστειλε επιστολή στους Ευρωπαίους εταίρους με την οποία παραδέχεται ότι έχει εφαρμοστεί μόλις το 1/3 των προαπαιτούμενων.

Τα περισσότερα από τα κυβερνητικά στελέχη έχουν μηδενική επιρροή στη διαμόρφωση των εξελίξεων. Ο κ. Παπαδημητρίου, το νέο απόκτημα του οικονομικού επιτελείου, εκφράζει συνήθως αξιοπερίεργες θέσεις, που ξεκινάνε από την παλαιότερη πρόταση για την υιοθέτηση διπλού νομίσματος και φτάνουν στην άποψη που διατύπωσε πρόσφατα, ότι το επίπεδο της φορολογίας μπορεί να μην έχει μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Η υπουργός Εργασίας κ. Αχτσιόγλου κατασκευάζει συνεχώς κόκκινες γραμμές στο όνομα της προστασίας της αγοράς εργασίας, η οποία έχει οδηγηθεί σε αποσύνθεση με τη συμβολή της αλλοπρόσαλλης οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. 

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Τζανακόπουλος δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει λόγο να βιάζεται και πως οι Ευρωπαίοι εταίροι είναι αυτοί που πιέζονται να κλείσουν τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος-μνημονίου. Τέλος, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για τα ευρωπαϊκά θέματα, κ. Ξυδάκης επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της επιστροφής στη δραχμή, αναδεικνύοντας την αδυναμία και τη σύγχυση που χαρακτηρίζουν την κυβέρνηση.

Ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του κάνουν με τα λάθη και τις παραλείψεις τους τα δύσκολα δυσκολότερα σε συνθήκες ενίσχυσης του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού, που αποκτά στοιχεία αντιπαλότητας με πρωτοβουλία του Προέδρου Τραμπ και την Ε.Ε. να αντιμετωπίζει υπαρξιακή κρίση και μια δύσκολη εκλογική χρονιά με αβέβαιη κατάληξη.