Υποχωρήσεις, μπλόφες και ετεροχρονισμοί - Free Sunday
Υποχωρήσεις, μπλόφες και ετεροχρονισμοί

Υποχωρήσεις, μπλόφες και ετεροχρονισμοί

Το σίριαλ της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος-μνημονίου προβλέπεται να έχει δύσκολη συνέχεια. Τα οικονομικά και χρονικά περιθώρια εξαντλούνται για την ελληνική πλευρά, χωρίς να ξέρει η κυβέρνηση Τσίπρα ποια ακριβώς οικονομική πολιτική θα εφαρμόσει και με τον κίνδυνο ενός πολιτικού ατυχήματος, ελληνικού ή ευρωπαϊκού, να είναι αρκετά πιθανός.

Θρίαμβος του ΔΝΤ

Το ΔΝΤ και οι «σκληροί» του Eurogroup, οι οποίοι εκφράζουν την πλειοψηφία των κρατών-μελών, επέβαλαν τελικά το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η ελληνική πλευρά καλείται να πάρει πρόσθετα μέτρα ύψους 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και να κινηθεί σε δύο συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Πρώτον, στη μείωση του αφορολόγητου ορίου, για να σταματήσουν οι μισοί Έλληνες να απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος και να διευρυνθεί η φορολογική βάση. Δεύτερον, στη μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων μέσω της κατάργησης της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς, την οποία υπολόγισε η κυβέρνηση για να προετοιμάσει το έδαφος για τη μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων.

Υπάρχουν κι άλλα ζητήματα στα οποία η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να ακολουθήσει τη γραμμή του ΔΝΤ και των «σκληρών» του Eurogroup, όπως είναι η απελευθέρωση της αγοράς της ενέργειας με μια μέθοδο που θα δοκιμάσει την αντοχή της προβληματικής από οικονομική άποψη ΔΕΗ.

Με τον τρόπο που εξελίσσεται η διαπραγμάτευση, ενισχύεται η εντύπωση ότι η κυβέρνηση Τσίπρα καταλήγει στους χειρότερους δυνατούς οικονομικούς συνδυασμούς. Παίρνει δύσκολα μέτρα με μεγάλο κοινωνικό κόστος χωρίς να έχει τη λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος –να πιστεύει, δηλαδή, στην πολιτική που εφαρμόζει– και χωρίς να μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι μεγάλες θυσίες θα φέρουν ανάλογα οικονομικά αποτελέσματα.

Σημάδια επιδείνωσης

Η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος-μνημονίου επρόκειτο να κλείσει, με βάση το χρονοδιάγραμμα που είχε συμφωνήσει ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, τον Φεβρουάριο του 2016. Έχει συμπληρωθεί ένας χρόνος καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε σχεδόν βέβαιοι είναι ότι θα κλείσει μέχρι τον Ιούνιο, για να αποτραπεί η πτώχευση του ελληνικού Δημοσίου τον Ιούλιο, οπότε πρέπει να καταβάλει 7 δισ. ευρώ στους πιστωτές. Για να εξασφαλίσει αυτό το ποσό το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να ολοκληρωθεί με θετικό τρόπο η δεύτερη αξιολόγηση και να κατατεθεί έγκαιρα η δόση.

Προς το παρόν η κυβερνητική καθυστέρηση προκαλεί σοβαρές παρενέργειες στην οικονομία. Παρατηρείται μια τάση μικρής μείωσης των τραπεζικών καταθέσεων, οι οποίες ποτέ δεν συνήλθαν από την απόσυρση 40 δισ. ευρώ στη διάρκεια της κρίσης του 2015. Τα στοιχεία για την απασχόληση τον Ιανουάριο ήταν απογοητευτικά, εφόσον καταγράφηκε η μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας σε σχέση με όλους τους Ιανουαρίους της μνημονιακής περιόδου, ενώ το ποσοστό των νέων θέσεων εργασίας που είναι με καθεστώς μερικής απασχόλησης ξεπέρασε και αυτόν τον μήνα το 50%.

Δικαιολογημένο προβληματισμό προκαλούν επίσης η μεγάλη πτώση της κατανάλωσης, ακόμη και σε βασικά καταναλωτικά αγαθά. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Nielsen, η πτώση της κατανάλωσης σε τρόφιμα πλησίασε, σε όγκο, το 10% το 2016. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό ποσοστό, το οποίο αποδίδεται στην οικονομική αδυναμία των νοικοκυριών σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση των τροφίμων, με ΦΠΑ 24%, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Τσίπρα. Τέλος, συνεχίζεται η ανοδική τάση σε ό,τι αφορά τα λεγόμενα «κόκκινα δάνεια», εφόσον η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα παραμένει στο επίπεδο της θεωρίας και αναβάλλεται συνεχώς για οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους.

Η κακή πορεία βασικών οικονομικών δεικτών θέτει σε αμφισβήτηση τις ευνοϊκές προγνώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας που θα ξεπεράσει το 2,5% το 2017. Ανάλογες προγνώσεις είχε κάνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα τέλη του 2014 για το 2015, ήρθαν όμως οι πολιτικές εξελίξεις να μετατρέψουν τη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης σε επιστροφή στην οικονομική ύφεση. Οι ειδικοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπογραμμίζουν σε κάθε ευκαιρία ότι η επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων για το 2017 περνάει υποχρεωτικά από την έγκαιρη εφαρμογή των συμφωνηθέντων, ειδικά σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

Προς το παρόν η κυβέρνηση χάνει πολύτιμο χρόνο χωρίς να έχει, ούτε να επιθυμεί να αποκτήσει, τη λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος.

Κερδίζουν χρόνο

Το Μαξίμου έχει δεχτεί το πλαίσιο του ΔΝΤ και των «σκληρών» του Eurogroup σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική, δίνει όμως μια μάχη τακτικής για να αναβάλει αποφάσεις που είναι βέβαιο ότι θα έχουν μεγάλο πολιτικό κόστος. Γι’ αυτό προτείνει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου από τις αρχές του 2019, οπότε η κυβέρνηση θα βρίσκεται κοντά στο τέλος της τετραετίας, και τη μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων από τις αρχές του 2020, οπότε θα έχει λήξει η τρέχουσα τετραετία.

Οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι πιστωτές επιχειρούν από την πλευρά τους τον δικό τους ετεροχρονισμό. Δέχονται να περιγράψουν από τώρα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, θέλουν όμως να αποφύγουν την εφαρμογή των μέτρων πριν από την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος-μνημονίου, η οποία προβλέπεται για τον Αύγουστο του 2018, είναι όμως εξαιρετικά πιθανό να καθυστερήσει.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, αντιμέτωποι με ένα πολιτικό παράδοξο, με την κυβέρνηση να δέχεται και μέτρα που αφορούν την επόμενη κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους εταίρους να θέλουν να ανοίξουν τον δρόμο της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης με λόγια και όχι με πράξεις.

Διπλή μπλόφα

Στην προσπάθειά της να διαχειριστεί το πολιτικό κόστος των αποφάσεών της, η κυβέρνηση Τσίπρα επιχειρεί μια διπλή μπλόφα. Ανεβάζει το θέμα των εργασιακών σχέσεων εκφράζοντας αντιρρήσεις στην αύξηση του ορίου για τις ομαδικές απολύσεις και επιμένοντας στην άμεση επιστροφή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Το όριο για τις ομαδικές απολύσεις δεν έχει πρακτική σημασία, γιατί θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο στις τράπεζες και τις υπό ιδιωτικοποίηση ΔΕΚΟ, εφόσον έχει περιοριστεί ο αριθμός των μεγάλων επιχειρήσεων στη χώρα μας, στις οποίες μπορεί να ισχύσει το νέο όριο.

Είναι όμως σε όλους γνωστό ότι η μείωση του αριθμού των απασχολούμενων στις υπό ιδιωτικοποίηση ΔΕΚΟ και στις τράπεζες πραγματοποιείται μέσα από ελκυστικά προγράμματα εθελουσίας εξόδου.

Όσο για την κυβερνητική θέση για άμεση επιστροφή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, δεν έχει σχέση με τη σκληρή πραγματικότητα που δημιουργούν στην αγορά εργασίας τα κυβερνητικά λάθη και οι παραλείψεις. Η κυβέρνηση εμφανίζεται να δίνει μάχη για την κατοχύρωση των τυπικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, ενώ με την πολιτική της τους στερεί τα ουσιαστικά δικαιώματά τους.

Σαν πολιτική μπλόφα αντιμετωπίζονται και οι προτάσεις της κυβέρνησης για τα λεγόμενα «θετικά μέτρα», τα οποία παραπέμπουν στο ανύπαρκτο, όπως αποδείχθηκε, παράλληλο πρόγραμμα, το οποίο θα αντιστάθμιζε τις συνέπειες από την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-μνημονίου. Από τη μια η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει στην εφαρμογή πρόσθετων μέτρων της τάξης του 2% του ΑΕΠ και από την άλλη αναπτύσσει τη θεωρία των δημοσιονομικά ουδέτερων παρεμβάσεων.