Ιωάννης Βαρβιτσιώτης: «Η ουσιαστική αναθεώρηση προϋποθέτει συναίνεση» - Free Sunday
Ιωάννης Βαρβιτσιώτης: «Η ουσιαστική αναθεώρηση προϋποθέτει συναίνεση»

Ιωάννης Βαρβιτσιώτης: «Η ουσιαστική αναθεώρηση προϋποθέτει συναίνεση»

Προτάσεις για αλλαγές σε τρεις διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες προκάλεσαν και προκαλούν την κοινή γνώμη, καταθέτει ο πρώην υπουργός Ιωάννης Βαρβιτσιώτης.

Ο κ. Βαρβιτσιώτης εκφράζει την απογοήτευσή του για τις προτάσεις της κυβέρνησης σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά και για το γεγονός ότι η αναθεώρηση προωθείται χωρίς να έχει προηγηθεί συνεννόηση με τα άλλα κόμματα.

Θεωρείτε ότι πρέπει και, αν ναι, γιατί να γίνει συνταγματική αναθεώρηση στο «παράθυρο» που ανοίγει τώρα;

Η συνταγματική αναθεώρηση κατά τη γνώμη μου είναι αναγκαία διότι υπάρχουν διατάξεις οι οποίες λόγω της παρόδου του χρόνου, της αλλαγής των συνθηκών, πρέπει να μεταβληθούν και να προσαρμοστούν στη σημερινή οικονομική και, αν θέλετε, ηθική πραγματικότητα. Όταν ο πρωθυπουργός εξεδήλωσε την πρόθεσή του για αναθεώρηση του Συντάγματος, ήμουν διατεθειμένος να μετάσχω στη συζήτηση, πιστεύοντας ότι θα ήταν μια σοβαρή πρόταση. Όμως η ουσιαστική αναθεώρηση προϋποθέτει συναίνεση και άλλων κομμάτων. Και κυρίως της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όταν έγινε η μεγάλη αναθεώρηση του 2001, είχαμε συμφωνήσει τα δύο μεγάλα κόμματα. Νόμιζα, λοιπόν (γιατί ήμουν αφελής), ότι για την αναθεώρηση την οποία εισηγείται ο πρωθυπουργός είχε προηγηθεί κάποια συνεννόηση με την αξιωματική αντιπολίτευση. Δυστυχώς, δεν υπήρξε κάτι τέτοιο. Αυτή ήταν η πρώτη μου απογοήτευση. Όταν όμως διάβασα το κυβερνητικό σχέδιο, η απογοήτευσή μου μεταβλήθηκε σε κατηγορηματική άρνηση, καθώς διαπίστωσα ότι βρίθει διατάξεων με τις οποίες διαφωνώ ριζικά. Κυρίως, διότι με τα αλλεπάλληλα δημοψηφίσματα τα οποία καθιερώνει μεταβάλλεται η ουσία του πολιτεύματός μας. Αλλά και σε όσες διατάξεις διατηρείται το κέλυφος της ισχύουσας διάταξης παρεμβάλλονται προϋποθέσεις που ανατρέπουν την ουσία τους. Παράδειγμα: κατά το ισχύον Σύνταγμα, για να γίνει στη Βουλή πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από το 1/6 των βουλευτών. Τώρα, με την πρόταση Τσίπρα, απαιτείται επιπλέον να ονομάζεται ο μελλοντικός πρωθυπουργός, ο οποίος μάλιστα πρέπει να είναι κοινοβουλευτικός. Διερωτώμαι πώς οι συντάκτες αυτών των διατάξεων, μεταξύ των οποίων και δύο καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, συνυπέγραψαν αυτό το κείμενο. Θα ήθελα να γνωρίζω ποιο άλλο ευρωπαϊκό Σύνταγμα περιέχει τέτοιου είδους διατάξεις.

Έχει γίνει θόρυβος για το ζήτημα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας...

Κατά το ισχύον Σύνταγμα, αν για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία στην τρίτη ψηφοφορία στη Βουλή, η Βουλή διαλύεται και οδηγείται ο λαός στις κάλπες. Για να αποφευχθεί όμως η άσκοπη διάλυση της Βουλής, η κυβερνητική πρόταση εισηγείται εάν στην τρίτη ψηφοφορία δεν επιτευχθεί εκλογή, για τους δύο πρώτους υποψηφίους Προέδρους της Δημοκρατίας να καλείται ο λαός να αποφασίσει.
Η λύση αυτή, για την οποία υπάρχει ευρεία συνταγματική διαμάχη κατά πόσο μεταβάλλει ή όχι τη μορφή του πολιτεύματος, πιστεύω ότι εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους. Διότι άμεση εκλογή (όπως επισημαίνεται στο βιβλίο μου «Συνταγματικοί Στοχασμοί», εκδόσεις Σάκκουλα 2014, σελ. 21) σημαίνει ενεργός ανάμειξη των κομμάτων στην προεκλογική εκστρατεία που θα υπάρξει, πράγμα το οποίο θα οδηγήσει σε δυαρχία, που μπορεί να καταλήξει σε φοβερή πολιτειακή σύγκρουση, σαν αυτές τις οποίες υπέστη ο τόπος μας κατά το παρελθόν και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επαναληφθούν.

Αν σας έλεγε κάποιος «καταθέστε μας προτάσεις», πού θα επικεντρώνατε το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης;

Η αναθεώρηση κατά το ελληνικό Σύνταγμα πραγματοποιείται σε δύο βουλές: η πρώτη βουλή αποφασίζει ποιες διατάξεις θα αναθεωρηθούν, η δεύτερη αποφασίζει για το περιεχόμενο των αναθεωρούμενων διατάξεων και σε μία από τις δύο βουλές χρειάζεται η πλειοψηφία των 180 ψήφων. Η πλειοψηφία δεν μπορεί να επιτευχθεί με το σχέδιο του κ. Τσίπρα. Έτσι, θα χαθεί άλλη μια ευκαιρία, που σημαίνει ότι θα πάμε δέκα χρόνια πίσω για να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε μια άλλη προσπάθεια αναθεώρησης του Συντάγματος, αφού το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει ότι η επόμενη αναθεώρηση δεν μπορεί να συντελεστεί παρά μόνο αν έχουν περάσει πέντε χρόνια από τη λήξη της προηγούμενης. Είναι κρίμα, λοιπόν, να χαθεί αυτή η ευκαιρία.
Έτσι, σκέφτηκα, αφού δεν είναι δυνατό να υπάρξει συμφωνία στα μεγάλα θέματα τα οποία θα έπρεπε να κάμει μια αναθεώρηση του Συντάγματος, π.χ. τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την ίδρυση συνταγματικών δικαστηρίων, την ίδρυση Γερουσίας, τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης κ.λπ., ας υπάρξει συμφωνία σε δύο θέματα τα οποία έχουν εξοργίσει –και δικαίως– την κοινή γνώμη.
Η βουλευτική ασυλία, ένας θεσμός που ισχύει σε όλα τα ευρωπαϊκά Συντάγματα και πρέπει να διατηρηθεί, πρέπει να περιοριστεί σε ορισμένα πλαίσια. Πρώτον, να ισχύει μόνο για τα αδικήματα τα οποία έχουν σχέση με τη βουλευτική ιδιότητα του δράστη και, δεύτερον, μόνο για τα αδικήματα τα οποία έχουν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της βουλευτικής του θητείας. Να πάψει δηλαδή να ισχύει για όλα τα αδικήματα (παράνομη ανέγερση κατοικιών, απάτη κ.λπ.) και για εκείνα τα οποία διεπράχθησαν πριν ακόμη εκλεγεί βουλευτής.
Η άλλη διάταξη, η οποία επίσης έχει προκαλέσει την κοινή αγανάκτηση, είναι αυτή που αναφέρεται στην ποινική ευθύνη των υπουργών. Διότι, πρώτον, η παραγραφή είναι πολύ σύντομη και, δεύτερον, εξαρτάται από την πλειοψηφία της Βουλής το αν θα παραπεμφθεί ο υπουργός, ενώ αν ο παραπεμπόμενος υπουργός είναι μέλος κυβερνώντος κόμματος δεν πρόκειται ποτέ να παραπεμφθεί. Αυτό βεβαίως είναι αδιανόητο.
Η πρόταση που εισηγούμαι είναι: πρώτον, να επιμηκυνθεί η προθεσμία παραγραφής και, δεύτερον, η προανακριτική επιτροπή της Βουλής να αντικατασταθεί από τριμελές συμβούλιο των αρχαιοτέρων αρεοπαγιτών με εισαγγελέα τον αρχαιότερο αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Έτσι, θα βγαίνει ένα πόρισμα, ένα βούλευμα, το οποίο θα είναι αδιάβλητο και το οποίο θα έρχεται στη Βουλή για την ψήφιση. Η φανερή ψηφοφορία θα καθιστά δύσκολο για τον βουλευτή να ψηφίσει αντίθετα στα ατράνταχτα στοιχεία που θα έχει το βούλευμα τριών αρεοπαγιτών.

Υπάρχει και ένα τρίτο θέμα το οποίο θέλετε να θέσετε, μήπως υπάρξει συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης...

Όλοι θυμόμαστε, όταν ήταν πολύ ζωντανό το θέμα των αδειών των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, τις οποίες η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε περιορίσει σε τέσσερις, απόφαση η οποία ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ). Όμως το ΕΣΡ δεν μπορούσε να συνεδριάσει τότε, διότι έλειπαν μέλη του συμβουλίου, τα οποία δεν είχαν εκλεγεί, και κατά συνέπεια δεν σχηματιζόταν απαρτία. Τα μέλη αυτά δεν είχαν εκλεγεί διότι για τις ανεξάρτητες αρχές που προβλέπει το Σύνταγμα ορίζεται ότι η εκλογή των μελών γίνεται με αυξημένη πλειοψηφία από τη Σύνοδο των Προέδρων της Βουλής. Η κυβέρνηση έκανε προτάσεις, οι οποίες δεν λάμβαναν την απαιτούμενη πλειοψηφία, γιατί ήταν καθαρά κομματικές, και έτσι δεν μπορούσαν να συμπληρωθούν οι θέσεις και να συνέλθει το ΕΣΡ. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να υπάρξει βέβαια και σε άλλες ανεξάρτητες αρχές και στο μέλλον προτείνω, εάν δύο φορές γίνει ψηφοφορία ατελέσφορη, να ανατίθεται η επιλογή των προσώπων για τη συμπλήρωση των κενών θέσεων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με διαδικασία που θα μπορούμε να τη δούμε.

Τις προτάσεις σας αυτές τις έχετε καταθέσει στα κόμματα;

Τις έχω γράψει σε άρθρο μου το οποίο δημοσιεύτηκε. Πρέπει όμως να σημειώσω ότι δεν υπήρξε καμία αντίδραση από τα κόμματα. Βεβαίως ορισμένοι επιφανείς πολίτες επικοινώνησαν μαζί μου και συμφώνησαν με το περιεχόμενο των προτάσεων.

Πιστεύετε ότι μετά απ’ όλα όσα έχουν συμβεί υπάρχει περίπτωση πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα; Πότε εκτιμάτε ότι θα γίνουν εκλογές;

Εκτιμώ ότι ο πρωθυπουργός κάνει τα πάντα για να κρατηθεί στον πρωθυπουργικό θώκο. Έδωσε τα πάντα στους δανειστές – πιστεύω ότι ήταν ο καλύτερος συνεργάτης των δανειστών. Δεν είχε ποτέ αντίρρηση. Οι χρονοβόρες συζητήσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών έγιναν για να ρίξει στάχτη στα μάτια του κόσμου ότι δήθεν διαπραγματεύεται. Καμία ουσιαστική διαπραγμάτευση δεν έκανε, υποχώρησε σε όλες τις απαιτήσεις τους. Παρά τις συνεχείς εξαγγελίες του πρωθυπουργού περί συμπλήρωσης της τετραετίας, εκτιμώ ότι το φθινόπωρο του 2018 είναι πολύ πιθανός χρόνος εκλογών. Διότι με την πρόσφατη συμφωνία του ο κ. πρωθυπουργός έχει αποδεχτεί κι άλλα σκληρά μέτρα για το 2019. Γι’ αυτό θα προσπαθήσει να αποφύγει την ακόμα πιο σκληρή δοκιμασία.