Σάββας Ρομπόλης: «Στην Ελλάδα το σύστημα έγινε κατά 70% κεφαλαιοποιητικό και μόλις κατά 30% διανεμητικό» - Free Sunday
Σάββας Ρομπόλης: «Στην Ελλάδα το σύστημα έγινε κατά 70% κεφαλαιοποιητικό και μόλις κατά 30% διανεμητικό»

Σάββας Ρομπόλης: «Στην Ελλάδα το σύστημα έγινε κατά 70% κεφαλαιοποιητικό και μόλις κατά 30% διανεμητικό»

 

Λάθη στους υπολογισμούς του ΔΝΤ σχετικά με το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα, τόσο όσον αφορά την εμμονή του για περικοπές συντάξεων όσο και συνολικά για τη χρηματοδότηση του συστήματος, επισημαίνει ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης, ο οποίος σημειώνει ότι οι περικοπές στις συντάξεις που προγραμματίζονται για το 2019 θα έχουν δραματικές συνέπειες στο ύψος τους.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να μιλήσουμε για την εμμονή του ΔΝΤ με το ζήτημα των συνταξιοδοτικών δαπανών στην Ελλάδα. Το Ταμείο εμμένει στη νέα μείωση των συντάξεων το 2019. Γιατί, κατά την άποψή σας;

Σε τεχνικό επίπεδο, οφείλεται στο γεγονός ότι στην αναλογιστική μελέτη που έχει κάνει το ΔΝΤ από το 2010 έχουν εξετάσει ένα μόνο σενάριο, ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί έως το 2050 κατά μέσο όρο κατά 0,7% του ΑΕΠ. Με βάση αυτή την παραδοχή προκαλούνται μέσα στη μελέτη σοβαρά ελλείμματα για το σύστημα και σε μια περίοδο ύφεσης ή αναιμικής ανάπτυξης 0,7% δημιουργούνται συνθήκες παραγωγής ελλειμμάτων από το σύστημα. Εμείς θεωρούμε ότι αυτό είναι και τεχνικό και επιστημονικό λάθος, υπό την έννοια ότι οι ερευνητικοί οργανισμοί δεν μπορούν να μένουν μόνο σε μία παραδοχή αλλά πρέπει να κάνουν εναλλακτικά σενάρια με τα οποία βλέπουν τις δυνατότητες της οικονομίας και του ασφαλιστικού συστήματος να απορροφήσουν αυτά τα ελλείμματα. Για παράδειγμα, εμείς έχουμε κάνει ένα σενάριο με ανάπτυξη 0,7% –του οποίου τα αποτελέσματα συμπίπτουν με αυτά του ΔΝΤ–, αλλά εξετάσαμε σενάρια και με ανάπτυξη 1%, 2% και 3% και μέσα από αυτή την προσέγγιση διαπιστώσαμε ότι αν η οικονομία αναπτυχθεί σε αυτή την περίοδο με ρυθμό 3%-3,5% και άνω, τότε η δημιουργία απασχόλησης, οι επενδύσεις, η αύξηση των εισοδημάτων, όλα οδηγούν σε αύξηση των εισφορών και των εσόδων του ασφαλιστικού συστήματος κι έτσι τα ελλείμματα απορροφούνται.

Επομένως, εφόσον το ΔΝΤ μένει στη μία και μοναδική παραδοχή, βλέπει ότι έχει ελλείμματα και είτε εξετάζοντας την προηγούμενη περίοδο της ύφεσης είτε την επόμενη μιας αναιμικής ανάκαμψης προσπαθεί να τα καλύψει με περικοπές. Παράλληλα, θεωρώ ότι με τις περικοπές του 2019, οι οποίες θα έχουν ένα έσοδο της τάξης των 1,8 δισ. ευρώ, προσπαθεί να εξοικονομήσει και να συγκεντρώσει πόρους –μια και δεν υπάρχει αποθεματικό κεφάλαιο στο σύστημα– για να χρηματοδοτήσει τις μαζικές συνταξιοδοτήσεις που θα έρθουν στη δεκαετία του 2020 και ιδιαίτερα μετά το 2024-2025. Αλλά η παρατήρηση που κάνουμε είναι ότι ακόμη και με αυτά τα δεδομένα, αν κανείς μείνει στη λογική του, αν γίνουν αυτές οι μειώσεις, ο στόχος του 16% του ΑΕΠ για τη συνταξιοδοτική δαπάνη κατά μέσο όρο έως το 2050, η δαπάνη θα πάει στο 12,5%, δηλαδή θα υπολείπεται 3,5 ποσοστιαίες μονάδες από τον στόχο. Από την άλλη, αν δεν γίνουν οι μειώσεις, η συνταξιοδοτική δαπάνη θα διαμορφωθεί στο 13,5% του ΑΕΠ, δηλαδή θα είναι και πάλι μικρότερη από τον στόχο και, επιπλέον, τα 1,8 δισ. που δεν θα περικοπούν από το εισόδημα των συνταξιούχων θα διοχετευτούν στην αγορά και στην κατανάλωση και θα έχουν συμβολή στην πολυπόθητη ανάκαμψη που επιδιώκουν οι δανειστές.

Η Κριστίν Λαγκάρντ επιμένει ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα παραμένουν υψηλές σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ισχύει κάτι τέτοιο;

Το ΔΝΤ κάνει ένα ακόμη λάθος στον υπολογισμό του ελλείμματος από το 2010, καθώς θεωρεί ότι το έλλειμμα αυτό ήταν 10% του ΑΕΠ, το οποίο καλύπτει ο προϋπολογισμός, ενώ σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, το καλύπτει με το 3% του ΑΕΠ και στη Γαλλία με 4% του ΑΕΠ. Με βάση αυτά τα δεδομένα, το ΔΝΤ υποστήριζε ότι δεν μπορεί στην Ελλάδα να έχει το σύστημα έλλειμμα 10% του ΑΕΠ και να το καλύπτει ο κρατικός προϋπολογισμός. Ωστόσο, το ασφαλιστικό σύστημα χρηματοδοτούνταν στην Ελλάδα έως το 2010 από τους εργαζόμενους, τους εργοδότες και από την τριμερή χρηματοδότηση. Η διαφορά είναι ότι η κάλυψη που έδινε το κράτος –αφ’ ης στιγμής τα έσοδα προέρχονταν από τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών και από την τριμερή χρηματοδότηση και υπήρχε διαφορά με τις δαπάνες– δεν ήταν 10% αλλά 5,5% του ΑΕΠ, οπότε η διαφορά από π.χ. τη Γερμανία ήταν μόλις 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. Αυτό το έκαναν επειδή θεωρούσαν την τριμερή χρηματοδότηση ως κάλυψη του ελλείμματος, ενώ αυτή είχε αποφασιστεί ότι ήταν συστατικό στοιχείο της χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος. Τώρα, όμως, με τον ασφαλιστικό νόμο του 2016 καταργείται η τριμερής χρηματοδότηση και το κράτος θα καλύπτει από το 2019 και μετά μόνο την εθνική σύνταξη. Εμείς έχουμε υπολογίσει το ύψος της εθνικής σύνταξης κοντά στο 7% του ΑΕΠ, δηλαδή γύρω στα 12 δισ. τον χρόνο. Επομένως από το 2019 οι εισφορές θα καλύπτουν το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης και το κράτος θα δίνει μόνο την εθνική σύνταξη. Επειδή η μείωση της συμμετοχής από την πλευρά του κράτους δεν φτάνει από την πλευρά των εσόδων, λόγω γήρανσης πληθυσμού, ανεργίας, μερικής απασχόλησης κ.λπ., προσπαθούν να καλύψουν αυτό το κενό με περικοπές. Αλλά, όπως έδειξαν οι 26 περικοπές συντάξεων από το 2010 έως σήμερα, δεν είναι ικανό και αναγκαίο να καλύψει αυτή τη διαφορά.

Ωστόσο, οι δανειστές επιμένουν στη μείωση των συντάξεων το 2019. Τι πιστεύετε ότι θα συμβεί;

Αν προχωρήσουν οι μειώσεις, πρέπει να ξέρουμε ότι η μέση σύνταξη, που σήμερα είναι 722 ευρώ, θα πέσει στα 480 ευρώ και αν εφαρμοστεί το 2020 και η μείωση του αφορολόγητου, οπότε θα μπουν οι χαμηλές συντάξεις στη φορολόγηση, τότε η μέση καθαρή σύνταξη στην Ελλάδα θα διαμορφωθεί στα 450 ευρώ. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ ότι θα είναι πολύ δύσκολη η επιβίωση αυτής της κατηγορίας των ανθρώπων και πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι, βάσει επίσημων στοιχείων, το 48% του πληθυσμού, δηλαδή 5,1 εκατομμύρια άτομα, ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, που είναι 282 ευρώ τον μήνα. Και από αυτό το 48% υπάρχουν 1,5 εκατομμύρια άτομα που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, δηλαδή κάτω από 182 ευρώ τον μήνα. Αυτά πρέπει να τα λάβει υπόψη η πολιτεία, αλλά και οι δανειστές, με τους οποίους πρέπει να γίνει διαπραγμάτευση, καθώς, εκτός από την οικονομική, πρέπει να κοιτάμε και την κοινωνική κανονικότητα.

Είναι αναγνωρισμένο ότι το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη, βρίσκεται σε κρίση, κυρίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Υπάρχει τρόπος να χρηματοδοτηθεί το σύστημα;

Ο μόνος τρόπος είναι η αύξηση της απασχόλησης και της επενδυτικής δραστηριότητας. Βέβαια, στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1990 και μετά έγιναν παρεμβάσεις σε όλα τα ασφαλιστικά συστήματα, αλλά περιορίστηκαν στις λεγόμενες παραμετρικές αλλαγές: αύξηση των ορίων ηλικίας, αύξηση των εισφορών κ.λπ. Οι αναλογιστικές μελέτες της περιόδου εκείνης έδειχναν ότι η ισορροπία του συστήματος διατηρούνταν εφόσον η συνταξιοδοτική περίοδος ήταν 15 χρόνια, δηλαδή οι εισφορές για εργασιακό βίο 35 ετών κάλυπταν σύνταξη 15 ετών. Όμως από την πλευρά των εσόδων παρουσιάστηκαν τα προβλήματα της ύφεσης και των αλλαγών στην εργασία και από την άλλη αυξήθηκε το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων. Έτσι, η ισορροπία διαταράχθηκε και τα ελλείμματα καλύπτονταν από τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Όμως, επειδή το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται συνέχεια, φαίνεται ότι το σύστημα έχει ανάγκη από περισσότερες δαπάνες και λόγω της γήρανσης και λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής.

Στην Ευρώπη μπήκαν στη διαδικασία των παραμετρικών αλλαγών και σε περιορισμό του διανεμητικού συστήματος υπέρ του κεφαλαιοποιητικού. Αυτό που συμβαίνει πλέον είναι ότι τα ασφαλιστικά συστήματα στη Γαλλία, στη Γερμανία, στο Βέλγιο κ.λπ. από 100% διανεμητικά έγιναν κατά 70% διανεμητικά και κατά 30% κεφαλαιοποιητικά. Με την παρέμβαση που έγινε στην Ελλάδα το 2016 διαπιστώσαμε από έρευνα που κάναμε ότι το σύστημα έγινε κατά 70% κεφαλαιοποιητικό και μόλις κατά 30% διανεμητικό, καθώς η διανεμητικότητα του συστήματος περιορίζεται στην εθνική σύνταξη και η κύρια σύνταξη, η επικουρική και το εφάπαξ περνούν στη λογική «τόσα δίνεις, τόσα θα πάρεις». Όμως το πρόβλημα στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα είναι ότι η βάση της βιωσιμότητάς τους είναι οι αποδόσεις των αποθεματικών τους στα χρηματιστήρια και στις κεφαλαιαγορές, οι οποίες είναι επισφαλείς, ιδίως για περιόδους 50 ετών. Στο διανεμητικό σύστημα, από την άλλη, η βάση χρηματοδότησης είναι η απασχόληση.

Στην Ευρώπη προχώρησαν σε αυτό το μεικτό σύστημα, 70% διανεμητικό, που θα στηρίζεται στην απασχόληση και στην αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας, και 30% κεφαλαιοποιητικό, που έχει και υψηλό κίνδυνο, ενώ εμείς κάναμε το αντίθετο, που σημαίνει ότι τον κίνδυνο αν θα μπορούν να πληρωθούν οι συντάξεις τον μεταφέρουμε στον ασφαλισμένο και στον συνταξιούχο. Γι’ αυτό και έχει αυξηθεί η ανασφάλεια για το ποσό της σύνταξης που θα πάρουν οι επόμενες γενιές, καθώς από έρευνα που έχουμε κάνει είδαμε ότι από τις 100 μονάδες που εργαζόμενοι και εργοδότες δίνουν στο σύστημα, ο εργαζόμενος μετά από 35 χρόνια εργασίας θα πάρει μόλις το 48%, ενώ στις προηγούμενες γενιές επέστρεφε το 70%. Γι’ αυτό και συχνά λέω ότι η παρέμβαση που έγινε στην Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί κοινωνικοασφαλιστική, αλλά φορολογική παρέμβαση, καθώς τα ασφαλιστικά συστήματα χαρακτηρίζονται από τέσσερις αρχές: της ισότητας, της αλληλεγγύης των γενεών, της επιχορήγησης και της ανταποδοτικότητας. Μετά την παρέμβαση που έγινε το 2016, οι αρχές αυτές λείπουν και η μόνη αρχή είναι αυτή της επιχορήγησης. Γι’ αυτό και βλέπουμε και εκτεταμένη φοροδιαφυγή, ιδίως σε ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς δεν μπορεί καμία οικονομία να λειτουργήσει με επιβάρυνση 65% στο εισόδημα με φορολογία και ασφαλιστικές εισφορές.