Γιώργος Χ. Σωτηρέλης: «Επιβάλλεται να διερευνηθούν σε βάθος όλες οι πλευρές της υπόθεσης Novartis» - Free Sunday
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης: «Επιβάλλεται να διερευνηθούν σε βάθος όλες οι πλευρές της υπόθεσης Novartis»

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης: «Επιβάλλεται να διερευνηθούν σε βάθος όλες οι πλευρές της υπόθεσης Novartis»

 

Για «επικοινωνιακούς χειρισμούς και μικροκομματική εκμετάλλευση» κατηγορεί την κυβέρνηση, όσον αφορά τον χειρισμό της υπόθεσης Novartis, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Σωτηρέλης, επισημαίνοντας, πάντως, ότι πλέον δρομολογήθηκε η δικαστική διερεύνηση του θέματος όπως την προβλέπει το Σύνταγμα, ενώ περιγράφει και τον ρόλο που καλείται να παίξει η προανακριτική επιτροπή της Βουλής.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να μιλήσουμε για την υπόθεση Novartis και την απόφαση της Βουλής για σύσταση προκαταρκτικής επιτροπής για τα πολιτικά πρόσωπα που φέρονται να εμπλέκονται σε αυτήν. Ποιο το σχόλιό σας για την απόφαση αυτή;

Αναμφίβολα η υπόθεση Novartis συνδέεται με ένα σοβαρό σκάνδαλο διασπάθισης δημοσίου χρήματος και ως εκ τούτου επιβάλλεται να διερευνηθούν σε βάθος όλες οι πλευρές της, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης ευθύνης πολιτικών προσώπων. Αρκεί, βέβαια, να τηρούνται οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα και τον νόμο διαδικασίες, ώστε να διασφαλιστεί μια πολλαπλά εγγυημένη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, τόσο από τη Δικαιοσύνη όσο και από τη Βουλή, που ασκεί, εν προκειμένω, δικαστικές αρμοδιότητες.
Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβη, διότι η κυβέρνηση την αντιμετώπισε προεχόντως σαν πολιτικό ζήτημα, κατάλληλο για επικοινωνιακούς χειρισμούς και μικροκομματική εκμετάλλευση. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η κυβερνητική πλειοψηφία δεν πρότεινε την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 του νόμου Καστανίδη (3961/2011) σύσταση Γνωμοδοτικού Δικαστικού Συμβουλίου –με απόφαση της Βουλής, που λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών– προκειμένου να κατατεθεί σε εύλογο χρόνο τεκμηριωμένη σχετική γνωμοδότηση προς τη Βουλή ως προς το εάν, σε ποια σημεία και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή η υποβληθείσα πρόταση των βουλευτών για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής.
Ωστόσο, μετά από πολλές αναταράξεις –δικαιολογημένες εν πολλοίς– μπορούμε να πούμε ότι δρομολογήθηκε πλέον η δικαστική διερεύνηση του θέματος όπως την προβλέπει το Σύνταγμα, δηλαδή με τη σύσταση επιτροπής για την άσκηση προκαταρκτικής εξέτασης. Η επιτροπή αυτή, η οποία ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα, καλείται να λάβει νηφάλιες και απροκατάληπτες αποφάσεις για όλα τα επίμαχα ζητήματα και συγκεκριμένα: α) για το αν υπάρχει παραγραφή και για ποια αδικήματα, β) για το ζήτημα των προστατευόμενων μαρτύρων και της πειστικότητας, εν γένει, των αποδεικτικών στοιχείων και γ) για την παραπομπή ή μη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο των πολιτικών προσώπων που φέρονται να εμπλέκονται στο σκάνδαλο.

Η υπόθεση Novartis ξαναφέρνει στην επιφάνεια το ζήτημα του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Δεδομένης της συνταγματικής πρόβλεψης, θεωρείτε ότι υπάρχει τρόπος να ξεπεραστεί το ζήτημα της παραγραφής αδικημάτων από πολιτικά πρόσωπα;

Αυτό μπορεί να γίνει σε κάποιον βαθμό μόνο με την αξιοποίηση του άρθρου 6 του προαναφερθέντος νόμου 3961/2011, που παρέχει στα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα τη δυνατότητα να ζητήσουν τα ίδια –μετά την τυχόν παραπομπή τους και χωρίς όρους και προϋποθέσεις– να μην ισχύσει η προνομιακή αντιμετώπισή τους, από το άρθρο 86 του Συντάγματος, ως προς την εξάλειψη του αξιοποίνου των πράξεών τους (διότι, ως γνωστόν, προβλέπεται ότι η Βουλή δεν μπορεί να ασκήσει δίωξη αν παρέλθει η δεύτερη τακτική σύνοδος της επόμενης βουλευτικής περιόδου από αυτήν που τελέστηκε το αποδιδόμενο σε υπουργό αδίκημα κατά την άσκηση των καθηκόντων του).
Η σημασία της πρόβλεψης αυτής είναι πρόδηλη, δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά μπορούν να δεσμευτούν στη Βουλή ότι δεν θα επικαλεστούν το προνόμιο της σύντομης ως άνω εξάλειψης του αξιοποίνου («παραγραφής», όπως έχει επικρατήσει, κακώς, να λέγεται) αλλά, αντίθετα, ότι θα ζητήσουν τα ίδια να παραπεμφθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο προκειμένου να εξεταστούν οι τυχόν εναντίον τους κατηγορίες επί της ουσίας. Έτσι, κανείς δεν θα μπορεί να κρυφτεί πίσω από προσχηματικές δικαιολογίες, απ’ όπου κι αν προβάλλονται.

Για να αλλάξουμε θέμα, πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας με τίτλο «Ποια Αριστερά;». Ποια είναι η θέση της Αριστεράς στην εποχή της παγκοσμιοποίησης;

Ζούμε αναμφισβήτητα σε μια εποχή δραματικών αλλαγών και συνεχών ανατροπών. Ως εκ τούτου, η ραγδαία μεταβαλλόμενη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και οι νέες διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες θέτουν ευλόγως το βασανιστικό ερώτημα «μήπως όντως η Αριστερά έχει ξεπεραστεί από τα πράγματα;». Μήπως τελειώσαμε με τις ιδεολογίες και πρέπει να προσαρμοστούμε στις σημερινές προτεραιότητες και τις αδήριτες επιταγές της «παγκοσμιοποίησης» και της «κρίσης»;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί παρά να είναι ένα κατηγορηματικό «όχι». Διότι ακόμη και σήμερα, παρά την υπαρξιακή κρίση της και την ανάγκη ευρύτατου αναστοχασμού ως προς την ταυτότητα και τις προτεραιότητές της, το απελευθερωτικό μήνυμα της Αριστεράς διατηρεί ακέραιη τη σημασία και την επικαιρότητά του.
Με άλλα λόγια, η απάντηση που δίνω μέσα από το βιβλίο μου είναι ότι η Αριστερά εξακολουθεί να είναι το μόνο ισχυρό πολιτικό αντίβαρο απέναντι στην επαπειλούμενη επικράτηση μιας παγκόσμιας πολιτικοοικονομικής ολιγαρχίας και συνάμα η μόνη εποικοδομητική δύναμη για ένα ελπιδοφόρο μέλλον της ανθρωπότητας. Για να διαδραματίσει όμως έναν τέτοιον διττό ρόλο απαιτείται ο συνολικός αναπροσδιορισμός της προοδευτικής της ταυτότητας. Απαιτείται, δηλαδή: α) να αποβάλει όλα εκείνα τα στοιχεία που την κρατούν καθηλωμένη στο παρελθόν, β) να αποτινάξει από πάνω της κάθε νοοτροπία και πρακτική που την οδηγεί σε άκριτους συμβιβασμούς και «καθεστωτικές» μεταλλάξεις και γ) να ξεπεράσει τον «επαρχιωτισμό» της, που την περιορίζει στα στενά εθνικά σύνορα, διεκδικώντας έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό αλλά και οικουμενικό ρόλο.

Πρόσφατα εκπρόσωποι αριστερών κομμάτων, όπως ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, ζήτησαν την αποβολή του ΣΥΡΙΖΑ από το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Θεωρείτε ότι το αίτημά τους είναι δίκαιο;

Δυστυχώς, ο κ. Μελανσόν ρέπει ολοένα και περισσότερο προς έναν γραφικό αριστερισμό, σαν αυτόν που γνωρίσαμε κατά την περίοδο της πρώτης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Το βασικό πολιτικό χαρακτηριστικό του είναι μια ανεύθυνη και ανερμάτιστη συνθηματολογία, ερήμην των εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών συνθηκών. Ως εκ τούτου, οι κατηγορίες που απευθύνει στον ΣΥΡΙΖΑ για «συμβιβασμό με τον νεοφιλελευθερισμό» και η συνακόλουθη πρόταση για αποβολή του από το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς απλώς στερούνται σοβαρότητας. Αν πρέπει για κάτι να επικριθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι γιατί για μεγάλο διάστημα συνέπλεε με τον Μελανσόν και καλλιεργούσε πολλαπλές αυταπάτες στον ελληνικό λαό, τις οποίες πληρώσαμε τόσο ακριβά.