Γ. Κωνσταντινίδης: «Η χαμένη εμπιστοσύνη οδηγεί σε συστήματα διακυβέρνησης στη βάση της πυγμής» - Free Sunday
Γ. Κωνσταντινίδης: «Η χαμένη εμπιστοσύνη οδηγεί σε συστήματα διακυβέρνησης στη βάση της πυγμής»

Γ. Κωνσταντινίδης: «Η χαμένη εμπιστοσύνη οδηγεί σε συστήματα διακυβέρνησης στη βάση της πυγμής»

Η ανασύσταση της πολιτικής εμπιστοσύνης είναι απαραίτητο συστατικό για τη λειτουργία της δημοκρατίας και περνά μέσα από την ενεργή συμμετοχή καλά ενημερωμένων πολιτών που δεν καταπίνουν τα fake news και που δεν επιδεικνύουν ανοχή στο πολιτικό ψέμα, επισημαίνει ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Γιάννης Κωνσταντινίδης.

Σε μια συζήτηση με τον δημοσιογράφο και πρώην δημοτικό σύμβουλο Θεσσαλονίκης Χρήστο Μάτη, ο κ. Κωνσταντινίδης, ο οποίος έχει ειδίκευση σε θέματα Πολιτικής Συμπεριφοράς και Μεθοδολογίας Πολιτικής Έρευνας, ερμηνεύει και τα πρόσφατα βίαια γεγονότα, προειδοποιώντας ότι «όταν οι επιλογές τελειώνουν, τότε περνάς τα όρια της συμβατικότητας».

Ακούμε πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό για την επιστροφή της πολιτικής ζωής της χώρας στην κανονικότητα. Εσείς γράψατε προσφάτως ένα βιβλίο για την ελληνική κοινή γνώμη και τα κόμματα, το «Επιλέγοντας», διευκρινίζοντας στον υπότιτλο ότι αναφέρεστε στην περίοδο 2015-2017. Ο χρονικός προσδιορισμός απλώς οριοθετεί χρονικά την έρευνά σας ή υπογραμμίζει ακριβώς την περίοδο της μη κανονικότητας;

Το «Επιλέγοντας» περιγράφει τις πολλές στροφές των συναισθημάτων της κοινής γνώμης από τις παραμονές της πρώτης νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο του 2015, έως το φθινόπωρο του 2017. Από την ελπίδα στην οργή, από την οργή στον φόβο και πάλι πίσω στην οργή – ίσως με άλλον όμως αποδέκτη. Περιγράφει επίσης τις πολλές στροφές των στρατηγικών των πολιτικών πρωταγωνιστών κατά την ίδια τριετία, από την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να συμμαχήσει με τους ΑΝΕΛ μέχρι την απόφαση της συμπόρευσης των δυνάμεων του Κέντρου το φθινόπωρο του 2017 ή την επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να μην αποδεχτεί τις προτεινόμενες λύσεις στο θέμα του ονόματος των Σκοπίων. Βαριές κουβέντες που εναλλάσσονται με φιλοφρονήσεις του ενός για τον άλλον ή θέσεις σε πολιτικά ζητήματα που τη μια γίνονται σημαία και την άλλη πετιούνται στα αζήτητα. Η τριετία αυτή υπήρξε σίγουρα μη κανονική ως προς την ένταση των επιλογών ψηφοφόρων και πολιτικών, αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις τερματισμού της μεταβλητότητας των επιλογών ούτε των μεν ούτε των δε. Κατά συνέπεια, όχι, η κανονικότητα, με την έννοια των σταθερών και ευθυγραμμισμένων εκλογικών και πολιτικών επιλογών, παραμένει πολύ μακριά.

 

Τι ήταν αυτό που χάλασε την κανονικότητα της λειτουργίας του ελληνικού κομματικού συστήματος; Ήταν μήπως το γεγονός ότι τα ελληνικά πολιτικά κόμματα ήταν δομημένα σε πελατειακές βάσεις και η ελληνική κοινωνία ήταν συνηθισμένη σε πρωθυπουργούς που κυβερνούσαν μοιράζοντας τσεκ; Όταν, λοιπόν, μειώθηκαν τα ποσά των τσεκ, χάθηκε η κανονικότητα; Ή δεν ήταν ποσοτικό το θέμα;

Το γεγονός ότι η κατάρρευση του κομματικού συστήματος την περίοδο 2011-2012 συνέπεσε με την κατάρρευση των τσεκ, όπως κυνικά είπατε, δείχνει μοιραία τη σύνδεση των δύο σημείων. Συχνά, μας αρέσει να βαυκαλιζόμαστε λέγοντας ότι ήταν η συνειδητοποίηση της ανεπαρκούς διαχείρισης των δημοσιονομικών της χώρας που έφερε την κατάρρευση της εμπιστοσύνης των πιστών των δύο κομμάτων εξουσίας. Ωραιοποιούμε την απλή, και δικαιολογημένη, ιδιοτέλειά μας. Αν όμως ήταν έτσι, τότε οι επιλογές ψήφου μετά το 2012 θα στηρίζονταν σε πιο ορθολογικά κριτήρια, κάτι που δεν είδαμε.

 

Υπονοείτε ότι η στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως η στροφή των πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, έγινε στη βάση ενός πείσματος ότι όλα μπορούν να γίνουν «όπως πρώτα»;

Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνο το μέρος των παραδοσιακών υποστηρικτών του ΠΑΣΟΚ που μετακινήθηκαν πρώτοι και μαζικότερα προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από το 2012, ήταν εκείνοι που το ΠΑΣΟΚ παραδέχτηκε ότι δεν μπορούσε πλέον να προστατέψει, για παράδειγμα οι υπάλληλοι των ΔΕΚΟ. Γιατί άραγε οι άνθρωποι αυτοί αναζήτησαν την προστασία στον ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ τους υποσχόταν την επιστροφή τους στη χαμένη κανονικότητα: στα αδιανόητα προνόμια που είχαν γίνει κεκτημένα. Ο θυμός τους ήταν αναμενόμενος. Οι σχέσεις πάθους τελειώνουν άσχημα όταν ένας από τους δύο εραστές απατήσει τον άλλον. Και η ελπίδα του απατημένου ότι μπορεί να βρει και πάλι την ευτυχισμένη προσωπική ζωή που είχε μπορεί να τον κάνει ευάλωτο σε μια νέα γνωριμία που του μοιάζει με την προηγούμενη.

 

Μα μπορούν να επιβιώσουν οι πελατειακές σχέσεις όταν το κράτος δεν μπορεί να είναι κομματικό λάφυρο; Όταν δεν μπορεί να κάνει προσλήψεις; Όταν έχει πουλήσει τις ΔΕΚΟ;

Η αλήθεια είναι ότι το κράτος στην Ελλάδα δεν είναι μικρό ούτε σήμερα και συνεπώς οι ευκαιρίες δημιουργίας ενός πελατειακού δικτύου από έναν νέο πάτρωνα υπάρχουν ακόμα. Όμως θα δεχτώ ότι τα περιθώρια στενεύουν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αναπτύσσονται και άλλες στρατηγικές προσέλκυσης της ψήφου, βασιζόμενες κυρίως στην πρόκληση συναισθηματικής φόρτισης. Τα σύμβολα, οι εξωτερικοί εχθροί, η Ιστορία, χρησιμοποιούνται συχνά –και όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ– ως υποκατάστατα της κλασικής μεθόδου του πελατειασμού. Οι μνήμες, οι αντιπαραθέσεις ή οι απειλές –ανεξάρτητα από το αν είναι αληθείς ή ψευδείς– γεννούν συναισθήματα και τα συναισθήματα κινητοποιούν.

 

Θα συμφωνήσετε πάντως ότι το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας για την πολιτική έχει υποχωρήσει. Το πιστοποιεί άλλωστε αυτό και η αύξηση της αποχής. Αυτό δεν αυξάνει το ειδικό βάρος που έχουν στο εκλογικό αποτέλεσμα οργανωμένες κοινωνικές ομάδες; Δεν μπορεί αυτό να κάνει τα κόμματα ομήρους;

Η αποχή, ή γενικότερα η «επιλογή εξόδου» όπως λέμε, συμπεριλαμβάνοντας στην αποχή και τη λευκή και άκυρη ψήφο, βαίνει όντως αυξημένη, ειδικά μετά το 2015. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η κυρίαρχη πρώτη αντίδραση στη συνειδητοποίηση του αδιεξόδου, η «επιλογή εξόδου» είναι η κυρίαρχη δεύτερη χρονικά αντίδραση που ακολουθεί τη διάψευση των προσδοκιών που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι το πιο μεγάλο ποσοστό εκείνων που επιλέγουν την έξοδο είχε ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Ποιοι μένουν στο ενεργό εκλογικό σώμα; Είτε οι πιο ηλικιωμένοι από απλή συνήθεια, είτε όσοι αναπολούν το προ κρίσης πολιτικό παιχνίδι και, πολύ πιο σπάνια, εκείνοι που αισθάνονται, για λόγους που σχετίζονται με την αυτοεικόνα τους, υψηλότερη την ευθύνη της συμμετοχής. Κανείς από αυτούς, πάντως, δε συνιστά μια οργανωμένη κοινωνική ομάδα. Είναι μάλλον μεμονωμένες μονάδες, που είναι μάλιστα δύσκολο να προσεγγιστούν ως σύνολα. Αν τα κόμματα εγκλωβίζονται από κάποιον ή από κάτι σήμερα, είναι από συμβούλους ή τους λεγόμενους «διαμορφωτές κοινής γνώμης» που αντιμετωπίζουν την πολιτική με παλαιικούς όρους στρατηγικών που θα φέρουν καλοζυγισμένες, σταδιακές και μαζικές, όμως, μετατοπίσεις ψήφου.

 

Δηλαδή πιστεύετε ότι δεν υπάρχει σήμερα αυτό που λέμε «κοινή γνώμη» στην Ελλάδα;

Πιστεύω ότι η κοινή γνώμη στην Ελλάδα σήμερα είναι και κατακερματισμένη και, κυρίως, ευμετάβλητη. Συνεπώς δεν είναι εύκολο να την ελέγξεις ή ακόμα και να την προβλέψεις. Σε αυτό συντελεί τόσο η χαμηλή αναγνωσιμότητα των εφημερίδων όσο και η απαξίωση των ηλεκτρονικών μέσων, τα οποία από φορείς ομογενοποίησης πολιτικών ταυτοτήτων κατέληξαν να είναι και τα ίδια επιπρόσθετα αντικείμενα της αντίδρασης των πολιτών.

 

Μήπως όμως μέσα από τα αποδυναμωμένα κόμματα, τα απαξιωμένα μέσα, την αποδιαρθρωμένη κοινωνία οδηγούμαστε στην επιλογή της βίας ως τιμωρητικής πολιτικής συμπεριφοράς; Και, αν ναι, υπάρχει αναστροφή;

Όταν οι επιλογές τελειώνουν, τότε περνάς τα όρια της συμβατικότητας. Κόμματα, μίντια, οργανωμένη κοινωνία, όλα απογοητεύουν. Η χαμένη εμπιστοσύνη ανοίγει τον δρόμο σε συστήματα διακυβέρνησης στη βάση της πυγμής. Ας μην ψάχνουμε ποιος έχει τις ευθύνες, οι οποίες, πάντως, δεν είναι μοιρασμένες μεταξύ κυβερνωμένων και κυβερνώντων και ούτε είναι αυτής της αδιόρατης ξένης –θαρρείς– δύναμης, της παιδείας. Ας ψάξουμε την ανασύσταση της πολιτικής εμπιστοσύνης, απαραίτητο τελικά συστατικό για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Αυτή περνά μέσα από την ενεργή συμμετοχή καλά ενημερωμένων πολιτών που δεν καταπίνουν τα fake news και που δεν επιδεικνύουν ανοχή στο πολιτικό ψέμα.