Γ. Κωνσταντινίδης: «Ο Τσίπρας δεν θα τροφοδοτήσει με τη συμφωνία των Πρεσπών εθνικιστικό κόμμα στο ακροδεξιό άκρο» - Free Sunday
Γ. Κωνσταντινίδης: «Ο Τσίπρας δεν θα τροφοδοτήσει με τη συμφωνία των Πρεσπών εθνικιστικό κόμμα στο ακροδεξιό άκρο»

Γ. Κωνσταντινίδης: «Ο Τσίπρας δεν θα τροφοδοτήσει με τη συμφωνία των Πρεσπών εθνικιστικό κόμμα στο ακροδεξιό άκρο»

Η χρονική σύνδεση της συμφωνίας των Πρεσπών με την πρόσφατη συμφωνία του Eurogroup για την πορεία της χώρας μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου δημιουργεί στην πλειονότητα υπόνοιες ενός ανεπίτρεπτου εθνικού συμβιβασμού, ο οποίος είναι τελικά χειρότερος και από την ήττα, γιατί εκλαμβάνεται ως εκούσιος, επισημαίνει ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Γιάννης Κωνσταντινίδης σε μια εκτενή συζήτηση με τον Χρήστο Μάτη για το αποτύπωμα της συμφωνίας στην ελληνική κοινωνία.

Η συμφωνία ανάμεσα στην Αθήνα και τα Σκόπια δείχνει να απορρίπτεται στις δημοσκοπήσεις. Είναι όντως έτσι ή θα κρατούσατε μια επιφύλαξη, θεωρώντας το συμπέρασμα πρόωρο;

Οι πρώτες μετρήσεις αποτυπώνουν σαφή υπεροχή της απόρριψης της συμφωνίας από την κοινή γνώμη. Μια υπεροχή που μάλιστα διαπερνά οριζοντίως το σύνολο των δημογραφικών κατηγοριών, των κομματικών επιλογών, ακόμα και των γεωγραφικών περιοχών κατοικίας – παρά τα όσα περί του αντιθέτου έχουν ειπωθεί για τη σχεδόν καθολική απόρριψη της συμφωνίας στη Βόρεια Ελλάδα. Αυτή η ομοιομορφία στην κατανομή των τοποθετήσεων υπέρ και κατά της συμφωνίας στους πιο νέους και στους πιο ηλικιωμένους, στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και στους ψηφοφόρους της ΝΔ, στους Βορειοελλαδίτες και στους Νοτιοελλαδίτες, δείχνει ότι η συμφωνία ίσως δεν αξιολογείται στη βάση του περιεχομένου της –γιατί τότε οι τοποθετήσεις των πιο ευαίσθητων στα εθνικά ζητήματα ψηφοφόρων μεγαλύτερης ηλικίας ή κατοίκων της Βόρειας Ελλάδας θα ήταν διαφορετικές από αυτές των νέων ή των πιο μορφωμένων– αλλά στη βάση της συναισθηματικής φόρτισης που προκάλεσε η υπογραφή της. Είναι, λοιπόν, πιθανό ότι η έκταση της υπεροχής της απόρριψης είναι συγκυριακή, κάτι που σημαίνει ότι η κατανομή των τοποθετήσεων επί του ζητήματος πιθανώς θα είναι πιο ισόρροπη στο μέλλον.

Θέλετε να πείτε ότι η κοινή γνώμη ως προς το συγκεκριμένο θέμα κυριαρχείται από το θυμικό; Δεν έχουν περάσει στην κοινή γνώμη οι ενστάσεις της αντιπολίτευσης για τα πολιτικά χαρακτηριστικά της συμφωνίας;

Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι κατά κανόνα τα δυσκολότερα για θεματική αντιπαράθεση των πολιτών επί του περιεχομένου τους. Πολύ περισσότερο όταν οι κομματικές ελίτ δεν κάνουν την προσπάθεια να επιχειρηματολογήσουν για τη μία ή την άλλη τοποθέτηση. Και η αλήθεια είναι ότι ούτε η κυβέρνηση ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση έχουν προσπαθήσει να περιγράψουν την έκταση των διεκδικήσεων, αρχικών και τελικών, καθώς και των υποχωρήσεων της ελληνικής και της σκοπιανής πλευράς σε αυτή τη διαπραγμάτευση, ώστε να καταστεί δυνατή για τον καθέναν η ορθολογική τοποθέτηση επί του περιεχομένου της συμφωνίας. Αντ’ αυτού, και οι δύο έχουν επιλέξει να χρησιμοποιήσουν τη στάση τους στο θέμα ώστε να δομήσουν την επιθυμητή μεγάλη εικόνα τους: ο ένας της «υπεύθυνης κυβέρνησης» και ο άλλος της «περήφανης αντιπολίτευσης».

 Πιστεύετε ότι το πετυχαίνουν; Περνάνε αυτές οι εικόνες στην κοινή γνώμη;

Για τον Αλέξη Τσίπρα, αυτό είναι πολύ δύσκολο, καθότι βαρύνεται –στα μάτια της κοινής γνώμης– με συμπεριφορές υποχωρητικότητας έναντι στην κοινή γνώμη. Η προσπάθειά του να αποδείξει την υπευθυνότητά του μέσω της σύγκρουσής του με την κοινή γνώμη δεν είναι εύκολο να πείσει. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η δυσκολία να παρουσιαστεί ως «περήφανη αντιπολίτευση» βρίσκεται στη διάχυτη προηγούμενη εντύπωση περί διαλλακτικότητας του ιδίου επί του θέματος, η οποία αφέθηκε στην άκρη λόγω του ότι πλέον βρίσκεται στην ηγεσία ενός κόμματος στο οποίο κυριαρχούν μη διαλλακτικές απόψεις επί του θέματος.

Άρα πιστεύετε ότι η κυβέρνηση ματαιοπονεί όταν μιλά για συμβιβασμό και όχι για ήττα;

Δεν είναι εύκολο να επιχειρηματολογήσει επί της ουσίας του ζητήματος. Το μόνο που θα μπορούσε να την ευνοήσει είναι να υπερτονίσει τον φόβο του πολιτικού κόστους ως τον λόγο για τον οποίο οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχαν προχωρήσει τις διαπραγματεύσεις με την ΠΓΔΜ. Όμως, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η χρονική σύνδεση της συμφωνίας των Πρεσπών με την πρόσφατη συμφωνία του Eurogroup για την πορεία της χώρας μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου δημιουργεί στην πλειονότητα υπόνοιες ενός ανεπίτρεπτου εθνικού συμβιβασμού, ο οποίος είναι τελικά χειρότερος και από την ήττα, γιατί εκλαμβάνεται ως εκούσιος.

Αν είναι έτσι, τότε το αποτύπωμα που μπορεί να αφήσει στην κοινωνία η ηθική απαξίωση της συμφωνίας δεν μπορεί παρά να είναι βαθύ. Μπορεί αυτό το αποτύπωμα να οδηγήσει σε αναζήτηση πολιτικής έκφρασης;

Θα κρατούσα μια επιφύλαξη για το αποτύπωμα αυτό, γιατί, όπως είπα και πιο πριν, η συγκυρία μεγεθύνει την κομβικότητα της συμφωνίας ως παράγοντα διαμόρφωσης των εκλογικών προτιμήσεων στις επόμενες κάλπες. Η σύγκριση της κομβικότητας της συμφωνίας με την αντίστοιχη του θέματος της διαχείρισης των δημοσιονομικών της χώρας δείχνει ακόμα και σήμερα –δηλαδή την περίοδο της έξαρσης του θέματος της συμφωνίας των Πρεσπών– την απόλυτη ισοπαλία, εύρημα που οδηγεί στη σκέψη ότι το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ θα υποχωρήσει ως προς τη σημαντικότητά του στον χρόνο. Γι’ αυτόν τον λόγο εκτιμώ ότι το αποτύπωμα που λέτε δεν είναι σε θέση να τροφοδοτήσει ένα εθνικιστικό κόμμα στο ακροδεξιό άκρο, πολύ περισσότερο που η ΝΔ δείχνει να καλύπτει τέτοιες οπτικές και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ελληνική κοινωνία καλείται να αντιμετωπίσει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια μόνο ήττες. Υπ’ αυτή την έννοια, η συμφωνία με την ΠΓΔΜ είναι μία ακόμη ήττα στη σειρά, και μάλιστα από έναν αντίπαλο που θεωρητικά ήταν «του χεριού της». Υπάρχει όντως τέτοια σωρευτική λειτουργία του ζητήματος;

Είναι αλήθεια ότι οι πολίτες με τις σκληρότερες θέσεις στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής αντιμετωπίζουν τη διένεξη με την ΠΓΔΜ για την ονομασία με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που αντιμετωπίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Επιθυμούν να επιβληθούν στον αδύναμο, ενώ δικαιολογούν τη συγκρατημένη στάση έναντι του ισχυρού ανατολικού γείτονα. Πολλοί εντάσσουν στο ίδιο σχήμα και τις σχέσεις της Ελλάδας με τους ισχυρούς Ευρωπαίους, σχέσεις στις οποίες η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια της διεκδίκησης και γι’ αυτό οφείλει να υπακούει. Αυτή η παρατεταμένη πίεση αναζητά διεξόδους σε μικρές συμβολικές νίκες σε βάρος των πιο αδύναμων. Αυτός είναι ένας κλασικός ψυχολογικός μηχανισμός συντήρησης της ψευδαίσθησης της ανωτερότητάς μας και σε κοινωνικό επίπεδο. Όσο εντονότερα μας επιβάλλονται ισχυροί πρωταγωνιστές της ζωής μας, όπως ο προϊστάμενος, ο γονιός, το κράτος, τόσο εντονότερα ψάχνουμε να δείξουμε τη δύναμή μας στους λιγότερο ισχυρούς, σε παιδιά, σε γυναίκες, σε άστεγους, σε μετανάστες.

Αλήθεια, τώρα που το αναφέρατε και με αφορμή τη μεγάλη συζήτηση στην Ευρώπη για την αντιμετώπιση του προσφυγικού, πιστεύετε ότι μπορεί να μετρηθεί η άποψη που η ελληνική κοινωνία έχει για τους πρόσφυγες ή είναι ένα θέμα-ταμπού στο οποίο όλοι φοβούνται τον δράκο που ενδέχεται να κρύβει πίσω;

Πάντα υπάρχουν τρόποι να μετρηθούν ακόμη και τα πιο ευαίσθητα θέματα! Αλλά, σε κάθε περίπτωση, το προσφυγικό δεν είναι ένα από αυτά τα θέματα –τουλάχιστον όχι πλέον–, ως αποτέλεσμα του αντικειμενικά δυσανάλογου όγκου των προσφύγων στη χώρα μας και της αντικειμενικής δυσκολίας διαχείρισης της διαβίωσής τους από τις ελληνικές αρχές. Οι παραπάνω συνθήκες έχουν νομιμοποιήσει και τις πλέον ακραίες στάσεις έναντι των μεταναστών, τις οποίες ανιχνεύαμε σε έρευνες κοινής γνώμης ακόμα και πριν από δέκα χρόνια, όταν οι προσφυγικές ροές ήταν πολύ αραιότερες. Το ποσοστό των Ελλήνων που δεν διστάζουν να εκφράσουν επί της αρχής αρνητικές έως εχθρικές θέσεις έναντι των προσφύγων και των μεταναστών φτάνει το 25% του πληθυσμού, ποσοστό που αυξάνεται όταν τα ερωτήματα αναφέρονται στη μεταφορά προσφύγων και μεταναστών σε χώρο πλησίον του ερωτώμενου ή όταν αναφέρονται στην κρατική χρηματοδότηση για βελτίωση των όρων διαβίωσής τους. Δυστυχώς, οι πρόσφυγες είναι ένα αντικείμενο επίδειξης της όποιας εναπομείνασας πυγμής μας!