Ιωάννης Μ. Κονιδάρης: «Η κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν και τώρα κάνει λόγο για συνεννοήσεις» - Free Sunday
Ιωάννης Μ. Κονιδάρης: «Η κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν και τώρα κάνει λόγο για συνεννοήσεις»

Ιωάννης Μ. Κονιδάρης: «Η κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν και τώρα κάνει λόγο για συνεννοήσεις»

Αλλαγή πλεύσης της κυβέρνησης τόσο στο ζήτημα της μισθοδοσίας των κληρικών όσο και σε αυτό της εκκλησιαστικής περιουσίας μετά την απόρριψη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος του κοινού ανακοινωθέντος του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου διακρίνει ο καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ιωάννης Κονιδάρης.

Αρχικά θα ήθελα να μιλήσουμε για το προσχέδιο συμφωνίας μεταξύ του αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερώνυμου και του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Πώς σας φάνηκε όταν διαβάσατε τα 15 σημεία που περιλάμβανε;

Τα 15 σημεία του «κοινού ανακοινωθέντος Πολιτείας - Εκκλησίας της Ελλάδος» παρουσιάστηκαν εντελώς ξαφνικά και μάλιστα κατά τρόπο επιθεωρησιακό, ενώ ο αρχιεπίσκοπος είχε προσέλθει στο Μέγαρο Μαξίμου προκειμένου ο πρωθυπουργός να τον διαφωτίσει τι σημαίνει «ουδετερόθρησκο κράτος», έκφραση που περιλαμβάνεται στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι δηλώσεις πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου έκαναν λόγο για μια «ιστορική συμφωνία πολιτείας και Εκκλησίας». Ευθύς μετά τις πρώτες αντιδράσεις, ότι είχε γίνει μια μυστική συμφωνία, ο αρχιεπίσκοπος υπαναχώρησε και είπε ότι πρόκειται απλώς για πρόθεση συμφωνίας και ότι θα φέρει το θέμα στην Ιεραρχία. Πρωθύστερο, βεβαίως, διότι πρώτα έπρεπε να αποφασίσει η Ιεραρχία, το σύνολο δηλαδή των εν ενεργεία μητροπολιτών, που είναι, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και τον νόμο της πολιτείας, η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος, και στη συνέχεια να εξουσιοδοτηθεί ο αρχιεπίσκοπος να διαπραγματευτεί, πολλώ μάλλον να κλείσει μια συμφωνία. Εκείνο που εξαρχής μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το ακροτελεύτιο άρθρο του «κοινού ανακοινωθέντος», σύμφωνα με το οποίο «οι δεσμεύσεις των δύο μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της». Ήταν προφανές ότι επρόκειτο για μια «συμφωνία-πακέτο», για μια συμφωνία του τύπου «take it or leave it», δηλαδή ή όλα ή τίποτα.

Τι θα σήμαινε, κατά την άποψή σας, η «έξοδος» των κληρικών από το Δημόσιο, ακόμα και αν η πολιτεία εγγυόταν τη μισθοδοσία τους;

Η μισθοδοσία του κλήρου από το δημόσιο ταμείο χρονολογείται από το 1945, επί αντιβασιλείας του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού (Α.Ν. 536/1945). Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, των περίπου 75 ετών, και σε όλες τις συζητήσεις για τις σχέσεις Εκκλησίας και πολιτείας, και μετά τη Μεταπολίτευση, ουδέποτε είχε τεθεί ζήτημα καταργήσεως ή αλλαγής του τρόπου μισθοδοσίας των κληρικών, οι οποίοι αποτελούν μια εντελώς διακριτή κατηγορία δημοσίων λειτουργών, που εξακολουθούν προεχόντως να είναι θρησκευτικοί λειτουργοί και μόνο ως προς τη μισθοδοσία τους εξομοιώνονται με τους δημοσίους υπαλλήλους. Στο μεταξύ διάστημα, και μετά την κατάργηση των ειδικών ταμείων τους, έχουν ενταχθεί, τόσο για τη συνταξιοδότησή τους όσο και για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, στο Δημόσιο. Συνεπώς μια τέτοια αλλαγή θα σήμαινε αλλαγή του status των κληρικών, που στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι έγγαμοι, και μάλιστα, ως επί το πολύ, πολύτεκνοι, και οι οποίοι, κατά κανόνα, δεν έχουν άλλον πόρο ζωής, διότι δεν τους επιτρέπεται η άσκηση άλλων επαγγελμάτων. Άρα για τους κληρικούς, τους εν ενεργεία, αλλά και τους συνταξιούχους, ήταν φυσικό να δημιουργηθεί μια δικαιολογημένη ανασφάλεια, και μάλιστα σε δύσκολους καιρούς για όλους, και ήταν αναμενόμενο να αντιδράσουν.

Όσον αφορά τα της εκκλησιαστικής περιουσίας, θεωρείτε ότι η λύση που προτείνει η συμφωνία Τσίπρα-Ιερώνυμου είναι εφαρμόσιμη;

Η λύση αυτή προϋποθέτει τη συζήτηση και επίλυση σειράς δυσχερών νομικών ζητημάτων, τα οποία δεν φαίνεται να έχουν αντιμετωπιστεί. Βασίζεται στο προηγούμενο της συστάσεως, επί κυβερνήσεως Αντώνη Σαμαρά, μιας αντίστοιχης εταιρείας αξιοποιήσεως της περιουσίας της Αρχιεπισκοπής, η οποία προφανώς αποτέλεσε το πρότυπο της νέας συμφωνίας. Αλλά είναι σημαντικό των δυσχερειών που υπάρχουν ότι η εταιρεία αυτή, που συστάθηκε τότε, όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει να επιδείξει κανένα σημαντικό επίτευγμα… Πέραν όλων αυτών, το ερώτημα είναι εάν υπάρχει πλέον στο τραπέζι η πρόταση αυτή από την πλευρά της κυβέρνησης, εφόσον η Εκκλησία απορρίπτει την αλλαγή στον τρόπο μισθοδοσίας των κληρικών της.

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι μέσω της αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας θα καλύπτεται το κόστος της μισθοδοσίας των κληρικών. Πιστεύετε ότι αυτό είναι εφικτό;

Όπως αντιλαμβάνεται εύκολα καθένας, εάν η μισθοδοσία του κλήρου σήμερα είναι περί τα 200 εκατ. ευρώ, θα πρέπει η αξιοποίηση της περιουσίας να αποδώσει 400 εκατ. σε ετήσια βάση, αφού το 50% θα περιέρχεται στο Δημόσιο. Αμφιβάλλω σοβαρώς αν ο στόχος αυτός είναι εφικτός. Ο χρόνος, πάντως, που θα χρειαστεί να συγκεντρωθεί μια τέτοια «απόδοση» είναι προφανώς μη προσδιορίσιμος. Και μόνο αν σκεφτεί κανείς ότι η επένδυση στο Ελληνικό, μετά από 10 χρόνια, δεν έχει ξεκινήσει ακόμη, αντιλαμβάνεται τι θα πρέπει να προηγηθεί για να συγκροτηθεί και να αποδώσει τέτοια οφέλη το «Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας» που προβλέπεται να συσταθεί… Κατά το κοινώς λεγόμενο, «ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι».

Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας απέρριψε την πρόταση για τους κληρικούς. Τι θεωρείτε ότι θα γίνει από τούδε;

Η απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας δεσμεύει τόσο τον αρχιεπίσκοπο και πρόεδρό της όσο και τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο να προχωρήσουν σε συζητήσεις για το μέρος αυτό της «συμφωνίας». Η απόφαση αυτή είναι δέσμια. Δηλαδή δεν επιτρέπεται η παραβίασή της. Παρά ταύτα, φαίνεται ότι ο αρχιεπίσκοπος, για τους δικούς του λόγους, εξακολουθεί να προσπαθεί να καταστήσει συμπαθή τη συμφωνία, συγκαλώντας τους περίπου 600 κληρικούς της Αρχιεπισκοπής σε ιερατικές συνάξεις, που θα λάβουν χώρα τις αμέσως επόμενες ημέρες.

Από την άλλη, η κυβέρνηση ανέφερε ότι θα προχωρήσει στη νομοθετική έκφραση της συμφωνίας. Το σχόλιό σας;

Μετά τις αρχικές, «εν θερμώ» δηλώσεις, έχω την εντύπωση ότι η κυβέρνηση ξανασκέφτεται το θέμα, να προχωρήσει δηλαδή μονομερώς σε νομοθέτηση της αλλαγής του τρόπου μισθοδοσίας του κλήρου. Φαίνεται ότι αντιλήφθηκε το ενδεχόμενο τεράστιο πολιτικό κόστος μιας τέτοιας κινήσεως και, κατά την προσφιλή της τακτική αλλαγής πλεύσεως, ανέκρουσε πρύμναν και τώρα κάνει λόγο για συνεννοήσεις. Συνεννοήσεις, μάλιστα, πέραν της Ιεραρχίας, με τους κληρικούς, την Εκκλησία της Κρήτης, τις μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που, όλως περιέργως, είχε λησμονήσει ακόμη και να ενημερώσει (!), και γενικώς προετοιμάζεται για μια μακρά περίοδο συζητήσεων.