Σάββας Ρομπόλης: «Χρειάζεται επανεξέταση του νομοθετικού πλαισίου για το ασφαλιστικό» - Free Sunday
Σάββας Ρομπόλης: «Χρειάζεται επανεξέταση του νομοθετικού πλαισίου για το ασφαλιστικό»

Σάββας Ρομπόλης: «Χρειάζεται επανεξέταση του νομοθετικού πλαισίου για το ασφαλιστικό»

Την αναγκαιότητα επανεξέτασης του πλαισίου που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο των μνημονίων για το ασφαλιστικό υπογραμμίζει ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης, ο οποίος πρόσφατα παρουσίασε το νέο του βιβλίο, μαζί με τον Βασίλη Μπέτση, με τον εύγλωττο τίτλο «Η οδύσσεια της ελληνικής οικονομίας» (εκδόσεις Λιβάνη).

Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε το τελευταίο σας βιβλίο, σε συνεργασία με τον Βασίλη Μπέτση, με τίτλο «Η οδύσσεια της ελληνικής οικονομίας». Σε τι συνίσταται η οδύσσεια αυτή;

Το βιβλίο περιγράφει την πορεία της ελληνικής οικονομίας από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, το 1830, μέχρι σήμερα και κυρίως περιγράφει τις συνθήκες εξάρτησης που δημιουργήθηκαν στην ελληνική οικονομία, στο πλαίσιο του διεθνούς και ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας, επηρεάζοντας καθοριστικά την παραγωγική της διάσταση. Αναφέρεται, επίσης, στα μεταναστευτικά ρεύματα και στις χρεοκοπίες που είχαμε όλη αυτή την περίοδο, αλλά και στο παραγωγικό και κοινωνικό έλλειμμα που δημιουργήθηκε μέσα στην περίοδο αυτήν και, βέβαια, στις συνέπειες από την εφαρμογή των μνημονίων, από το 2010, οπότε και στην οικονομία επιβλήθηκαν οι περιοριστικές πολιτικές των προγραμμάτων αυτών.
Παράλληλα, γίνεται και μια προβολή της πορείας της ελληνικής οικονομίας έως το 2070, με την έννοια της αναζήτησης των συνεπειών των μνημονίων και πότε αυτές εξαντλούνται. Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι οι συνέπειες αυτές αφορούν τον πληθυσμό, το εργατικό δυναμικό, το ΑΕΠ, την παραγωγικότητα της οικονομίας, και ότι διεισδύουν στον μελλοντικό χρόνο, έως το 2070.
Για παράδειγμα, λόγω των πολιτικών των μνημονίων χάνεται το 25% του πληθυσμού της Ελλάδας, καθώς βλέπουμε ότι το 2060 διαμορφώνεται στα 7,7 εκατομμύρια, χάνεται 1,5 εκατομμύρια εργατικό δυναμικό, χάνονται 76 δισ. ευρώ παραγόμενου ΑΕΠ σε σύγκριση με αυτό που θα παραγόταν αν δεν είχαμε μπει στα μνημόνια και χάνουμε και 0,5% της παραγωγικότητας της οικονομίας. Γίνεται έτσι κατανοητό ότι οι συνέπειες των μνημονίων διεισδύουν στο μέλλον και για την ασκούμενη οικονομική πολιτική για τις επόμενες τρεις-τέσσερις δεκαετίες συνιστούν έναν σοβαρό περιοριστικό παράγοντα.

Πώς αξιολογείτε την κατάσταση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος μετά την περίοδο των μνημονίων;

Στην προβολή που κάνουμε έως το 2070 παρακολουθούμε και την κατάσταση του ασφαλιστικού. Αυτό που δείχνουν οι μελέτες και των διεθνών οργανισμών και η δική μας είναι ότι το ασφαλιστικό έως το 2070 θα είναι βιώσιμο, υπό την έννοια ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη κύριας και επικουρικής σύνταξης μειώνεται το 2070 στο 10,6% του ΑΕΠ, με πλαφόν το 16%, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη των «27» ο μέσος όρος της συνταξιοδοτικής δαπάνης το 2070 διαμορφώνεται στο 11,4% του ΑΕΠ. Αλλά η οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος συνδέεται με μια εκτεταμένη φτωχοποίηση των συνταξιούχων, καθώς, αν δεν αλλάξει το νομοθετικό πλαίσιο που εφαρμόστηκε την περίοδο των μνημονίων, η κύρια και επικουρική σύνταξη, αθροιστικά, φτάνουν τα 900 ευρώ μεικτά. Το βασικό μας σενάριο είναι ότι η ελληνική οικονομία την επόμενη δεκαετία θα παρουσιάζει σταθερές συνθήκες ανάπτυξης γύρω στο 1,5%-2% (στο βιβλίο υπολογίσαμε ότι για να μην επιτραπεί οι συνέπειες των μνημονίων να περάσουν τη δεκαετία του 2020, θα πρέπει η οικονομία να αναπτύσσεται ετησίως με ρυθμό κατά μέσο όρο 3,5%, αλλά θεωρούμε ότι είναι πολύ δύσκολο, ενώ οι διεθνείς οργανισμοί είναι πιο απαισιόδοξοι και μιλούν για μέσο όρο ανάπτυξης 0,8%). Ακόμα κι αν περιορίσουμε τις δανειακές ροές, εξορθολογίσουμε τη διαχείριση των πόρων, καταπολεμήσουμε τη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή κ.λπ., η ελληνική οικονομία θα παρουσιάζει μεν θετικό πρόσημο, αλλά κατά το κοινώς λεγόμενο θα «σέρνεται». Εκτιμούμε επίσης ότι το μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων και ειδικά των Ελλήνων νέων με υψηλή εξειδίκευση θα συνεχιστεί, αν και με μειωμένο ρυθμό. Αυτό που λέμε, λοιπόν, είναι ότι θα πρέπει να ξαναδούμε το νομοθετικό πλαίσιο, να βελτιωθεί το επίπεδο παροχών, ειδικά για την ερχόμενη γενιά, χωρίς να ξεπεραστεί το πλαφόν του 16%, να κινηθούμε σε μια λογική κοινωνικής αποτελεσματικότητας, χωρίς να υπονομεύουμε την οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος. Θέλει όλο το σύστημα επανεξέταση, αλλά μετρημένη επανεξέταση, όχι βολονταριστική, και ό,τι γίνει να γίνεται με προβολές έως το 2070.

Κατά την άποψή σας, ποια ήταν τα βασικά λάθη της περιόδου 2000-2009 που προκάλεσαν τα μεγάλα προβλήματα στο ασφαλιστικό;

Από το 1830 διαπιστώνουμε στο βιβλίο ότι το ασφαλιστικό σύστημα ήταν ένα σύστημα που στην οικονομική του διάσταση στην ουσία ήταν ένα «παραταμείο» του προϋπολογισμού χωρίς αυτόνομη λειτουργία, όπως συμβαίνει στις βόρειες χώρες της Ευρώπης. Το κράτος επέστρεφε τα χρήματα στα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά μετά από αρκετά χρόνια, με μηδενικό επιτόκιο, και τα κεφάλαια επί της ουσίας έχαναν σε αξία. Μάλιστα, στο βιβλίο υπολογίσαμε ότι αν από το 1950 έως το 2010 οι πόροι που συγκέντρωνε το ασφαλιστικό είχαν αξιοποιηθεί ορθολογικά με χαμηλό επίπεδο απόδοσης –γύρω στο 2,5%–, το ασφαλιστικό θα έπρεπε το 2010 να είχε αποθεματικό της τάξης των 100 δισ. ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα το 2010 τα ασφαλιστικά ταμεία είχαν αποθεματικό μόλις 16 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούσε σε συντάξεις έξι μηνών. Άρα το σύστημα είχε συσσωρευμένες παθογένειες και στην οικονομική του σφαίρα και στην ασφαλιστική του σφαίρα, αλλά και στην οργανωτική του σφαίρα. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια σοβαρή μελέτη για να κατανοηθούν τα προβλήματα και στις τρεις σφαίρες και στη συνέχεια να γίνουν ελεγχόμενες παρεμβάσεις σε βάθος χρόνου 50 ετών, αλλά πάντα σε στρατηγική οικονομικής βιωσιμότητας και κοινωνικής αποτελεσματικότητας.
Όμως οι δανειστές είχαν αποκλειστικά δημοσιονομική αντίληψη. Το 2010 η δαπάνη ήταν στο 13% του ΑΕΠ, αλλά επειδή δεν ήξεραν, και νομίζω ότι ακόμα δεν γνωρίζουν, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας –πολλές μικρές επιχειρήσεις έως πέντε υπαλλήλων κ.λπ.–, επέλεξαν τη στρατηγική των περιστολών και των περικοπών, έκλεισαν 300.000 επιχειρήσεις, η ανεργία έφτασε μέσα σε τρία χρόνια από τους 400.000 στους 1,5 εκατομμύρια ανέργους, χάθηκαν οι πόροι και ταυτόχρονα αύξησαν τα όρια ηλικίας πολύ σκληρά και φόβισαν τον πληθυσμό ηλικίας από 55-60 ετών, που έφυγε από το σύστημα. Έτσι, ενώ έως το 2010 στην ασφάλιση έμπαιναν 40.000 νέοι και έβγαιναν 40.000 συνταξιούχοι και το σύστημα κρατούσε μια ισορροπία, ξαφνικά δεν μπαίνει κανείς, λόγω ύφεσης και απολύσεων, και βγαίνουν πάνω από 100.000 τον χρόνο. Μέχρι το 2014-2015 η συνταξιοδοτική δαπάνη εκτινάσσεται από το 13% στο 17,1%, οι δανειστές το είδαν και φοβήθηκαν κατάρρευση κι έτσι ήρθε ο νόμος 4387, που μείωσε πολύ τα ποσοστά αναπλήρωσης και οδηγεί έως το 2070 τη μέση σύνταξη, κύρια και επικουρική, στα 900 ευρώ μεικτά. Γι’ αυτό προκύπτει και το 10,6% του ΑΕΠ της συνταξιοδοτικής δαπάνης.

Παρατηρείται το φαινόμενο να γίνονται μεγάλες περικοπές και στη συνέχεια να γίνονται σημαντικές επιστροφές βάσει δικαστικών αποφάσεων. Πώς σχολιάζετε αυτή την πολιτική;

Τα δικαστήρια εκδικάζουν με βάση τη νομοθεσία, οπότε σωστά νομίζω ότι καταλήγουν στην επισήμανση ότι είναι δικαιώματα που δεν θα έπρεπε να μειωθούν. Παράλληλα, στηρίζονται και στο γεγονός ότι μετά το 2012 οι μειώσεις που έγιναν επηρέασαν σοβαρά το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, το επίπεδο επάρκειας των συνταξιοδοτικών και κοινωνικών παροχών. Δηλαδή τα δικαστήρια, πέρα από το νομικό μέρος, κρίνουν και την κοινωνική διάσταση, καθώς έως το 2012 απέρριπταν προσφυγές, αφού δεν είχαν αγγίξει το επίπεδο αυτό. Μετά το 2012 –παρενθετικά να σημειώσω ότι στο βιβλίο αναφέρουμε ότι από 1/1/2010 έως 31/11/2018 μετρήσαμε 27 μειώσεις πάσης μορφής που έφτασαν τα 63 δισ. ευρώ– έγιναν τέτοιες μειώσεις που υπονόμευσαν σοβαρά το επίπεδο επάρκειας και αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων. Ωστόσο, επειδή οι αποφάσεις αυτές έχουν σοβαρές δημοσιονομικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα μετά τον «νόμο Κατρούγκαλου» και το άρθρο 14 που αναφέρεται στον επανυπολογισμό των συντάξεων, τα δικαστήρια αναφέρουν ότι το δημόσιο συμφέρον υπερτερεί του ατομικού και απαλλάσσει τη διοίκηση από το να πληρώσει τα αναδρομικά, εκτός κι αν ο κάθε ασφαλισμένος κάνει προσωπική προσφυγή. Νομίζω ότι οι πάντες περιμένουν την απόφαση του ΣτΕ για τον «νόμο Κατρούγκαλου», καθώς, απ’ όσο γνωρίζω, έχουν γίνει διάφορες προσφυγές.

Τελικά, ποιοι ήταν τα μεγαλύτερα θύματα της αναγκαστικής προσαρμογής και πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί η κατάσταση των συνταξιούχων;

Όλες οι κοινωνικές ομάδες έχουν υποστεί διάφορες περικοπές. Η αποκατάσταση μελλοντικά νομίζω ότι θα πρέπει να αφορά την επόμενη γενιά, για να αποκατασταθεί και η αναλογικότητα παροχών-εισφορών. Διότι στις αναλογιστικές μελέτες που κάνουμε φαίνεται ότι το επίπεδο εισφορών της γενιάς αυτής ανταποκρίνεται σε υψηλότερο επίπεδο παροχών από τα 900 ευρώ μεικτά. Αυτό το έκανε το σύστημα για να δημιουργηθεί αποθεματικό κεφάλαιο (γιατί το προηγούμενο εξαντλήθηκε), ένα αποθεματικό κεφάλαιο για τις μελλοντικές γενιές. Επομένως, όσο η ελληνική οικονομία κρατά ένα σταθερό επίπεδο ανάκαμψης γύρω στο 1,5%-2% και αρχίζουν να αυξάνονται οι πόροι, θα πρέπει να επανεξεταστεί το πλαίσιο των μνημονίων για το ασφαλιστικό και να αποκατασταθεί η κατάσταση και ιδιαίτερα η αναλογικότητα εισφορών-παροχών, όχι πελατειακά και προεκλογικά, αλλά μετρήσιμα, συγκροτημένα, σε βάθος χρόνου 50 ετών, με μελέτες που πρέπει να γίνουν, για να μην έχουμε βιώσιμο σύστημα μεν, αλλά φτωχοποιημένους συνταξιούχους.