Γ. Κωνσταντινίδης: «Η επιλογή του διαλόγου με την Τουρκία από την κυβέρνηση δεν θα είναι αναίμακτη» - Free Sunday
Γ. Κωνσταντινίδης: «Η επιλογή του διαλόγου με την Τουρκία από την κυβέρνηση δεν θα είναι αναίμακτη»

Γ. Κωνσταντινίδης: «Η επιλογή του διαλόγου με την Τουρκία από την κυβέρνηση δεν θα είναι αναίμακτη»

Την εκτίμηση ότι η κόπωση των μέτρων και η ανασφάλεια για την οικονομική κατάσταση αποτυπώνονται πλέον μερικώς και στην εικόνα της κοινής γνώμης για την κυβέρνηση, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι σε θέση να το εκμεταλλευτεί, εκφράζει ο πολιτικός αναλυτής και αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Γιάννης Κωνσταντινίδης, ο οποίος ειδικεύεται στην πολιτική συμπεριφορά.

Ανακεφαλαιώνοντας τα συμπεράσματα από τις μετρήσεις του Σεπτεμβρίου, ο κ. Κωνσταντινίδης επισημαίνει ότι «η υψηλή εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση είναι υπό συνθήκη», καθώς το αίσθημα ανασφάλειας της κοινής γνώμης «μοιραία αυξάνει τη συσπείρωση γύρω από τον εκάστοτε διαχειριστή των κρίσεων».

Παράλληλα, αποκλείει το ενδεχόμενο εκλογών μέσα στην πανδημία, εκφράζει την εκτίμηση ότι το τωρινό εκλογικό τοπίο δεν διασφαλίζει αυτοδυναμία με απλή αναλογική και προβλέπει ότι η ΝΔ θα προχωρήσει στον σχεδιασμό διπλής εκλογικής αναμέτρησης όταν τιθασευτεί η πανδημία.

Ο κ. Κωνσταντινίδης διαπιστώνει ότι ένα μη αμελητέο κομμάτι του κεντρώου χώρου που παρείχε απλόχερα τη στήριξή του στη ΝΔ το 2019 προβληματίζεται με την απροθυμία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις με κοινωνικά φιλελεύθερο πρόσημο και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο αυτό το τμήμα να το διεκδικήσει «κάποιο νέο κόμμα του χώρου».

Σε ό,τι αφορά τον ελληνοτουρκικό διάλογο, εκφράζει την εκτίμηση ότι η επιλογή του από την κυβέρνηση της ΝΔ δεν θα είναι αναίμακτη, από τη στιγμή που η κοινή γνώμη εκλαμβάνει τον δρόμο του διαλόγου με την Τουρκία ως δρόμο άδικου συμβιβασμού.

Στην πρώτη ανάγνωση των δημοσκοπήσεων του Σεπτεμβρίου η εικόνα δείχνει να μην έχει αλλάξει. Είναι πράγματι έτσι;

Είναι και δεν είναι. Οι πολίτες έχουν δικαιολογημένα βάλει τη διαδικασία διαμόρφωσης των εκλογικών προτιμήσεών τους στον πάγο, τόσο λόγω του μουδιάσματος που δημιουργεί η αβεβαιότητα του νέου κύματος πανδημίας όσο και λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που υπολείπεται μέχρι τις επόμενες εκλογές. Υπό αυτές τις συνθήκες, και χωρίς να έχει λάβει χώρα ένα ηχηρό πολιτικό γεγονός –όπως, για παράδειγμα, μια αλλαγή ηγεσίας ή η είσοδος ενός νέου κόμματος–, οι επιλογές ψήφου δεν έχουν λόγο να αλλάξουν. Έτσι, η ΝΔ συνεχίζει να βρίσκεται στα ποσοστά της κάλπης του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να βρίσκεται στα ποσοστά των προ ευρωεκλογών δημοσκοπήσεων του 2019 και τα μικρότερα κόμματα στα παγιωμένα εδώ και χρόνια και πολιτικά μη σημαντικά ποσοστά τους. Ωστόσο, οι έρευνες καταγράφουν μια κάμψη του εξαιρετικά υψηλού ποσοστού αποδοχής που η κυβέρνηση απολάμβανε την άνοιξη χάρη στην επιτυχή διαχείριση του υγειονομικού σκέλους της κρίσης του κορονοϊού. Η κόπωση των μέτρων και η ανασφάλεια για την οικονομική κατάσταση αποτυπώνονται πλέον μερικώς και στην εικόνα της κοινής γνώμης για την κυβέρνηση.

Ωστόσο, η πλειονότητα δεν αίρει την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση, έτσι δεν είναι; Τι είναι αυτή η εμπιστοσύνη; Είναι μια «αναγκαστική εμπιστοσύνη»;

Σωστά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεχίζει να θεωρείται πιο έμπιστος από τον Αλέξη Τσίπρα και η κυβέρνηση συνεχίζει να θεωρείται ικανότερη να διαχειριστεί όλα τα πεδία πολιτικής σε σύγκριση με την αντιπολίτευση. Ωστόσο, είναι χρήσιμο να σχετικοποιήσουμε αυτή την αποτύπωση, αφενός γιατί συναρτάται της εικόνας που έχει η κοινή γνώμη για τον ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου γιατί συναρτάται του αισθήματος ανασφάλειας της κοινής γνώμης, που μοιραία αυξάνει τη συσπείρωση γύρω από τον εκάστοτε διαχειριστή των κρίσεων, δηλαδή την κυβέρνηση. Υπό αυτή την έννοια, η υψηλή εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση είναι υπό συνθήκη.

Άρα θα συμβουλεύατε την κυβέρνηση της ΝΔ να προχωρήσει το ταχύτερο σε πρόωρες εκλογές, προκειμένου να «κάψει» την απλή αναλογική και να ανανεώσει τη θητεία της σε μια δεύτερη διαδοχική αναμέτρηση;

Η προκήρυξη εκλογών εν μέσω πανδημίας ενέχει προφανώς μεγάλο ρίσκο. Μια πιθανή αύξηση των κρουσμάτων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου θα γινόταν άμεσα αντικείμενο ενός παιχνιδιού ευθυνών μεταξύ των κομμάτων και των υπευθύνων της καμπάνιας καθενός. Υπό άλλες συνθήκες η κυβέρνηση θα είχε προχωρήσει ήδη σε πρόωρες εκλογές και θα είχε κάθε λόγο να το κάνει. Η υπεροχή της είναι σαφής και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να έχει περιθώρια σχηματισμού συμμαχιών με μικρότερα κόμματα ώστε να εμφανίζεται ως απειλή για το πρώτο κόμμα, ακόμα κι αν αυτό δεν έχει πετύχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Συνεπώς, περιμένω ότι η ΝΔ θα προχωρήσει στον σχεδιασμό των δύο διαδοχικών εκλογών μόλις και όταν η πανδημία τιθασευτεί.

Ακούγεστε απαισιόδοξος για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στο κοντινό μέλλον. Εκτιμάτε ότι η προσπάθειά του να καταλογίσει ευθύνες για τη διαχείριση του κορονοϊού στην κυβέρνηση είναι μάταιη;

Οι μετρήσεις καταγράφουν μια αύξηση –μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου– του ποσοστού εκείνων που αξιολογούν αρνητικά τη διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση. Το άνοιγμα του τουρισμού, η λειτουργία των μέσων μαζικής μεταφοράς και η οργάνωση της σχολικής ζωής είναι θέματα που διχάζουν τις τοποθετήσεις της κοινής γνώμης. Δεν είναι θέματα των οποίων τη διαχείριση η ΝΔ πιστώνεται εύκολα. Παραλλήλως, το ποσοστό εκείνων που εκτιμούν ότι τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη διασπορά του ιού την έχει το κράτος –το οποίο ταυτίζεται με την εκάστοτε κυβέρνηση– αυξήθηκε κατά 20%. Όμως αυτή η αυξανόμενα επικριτική διάθεση δεν μπορεί να κερδηθεί από ένα κόμμα ιδεολογικά αδιαμόρφωτο και οργανωτικά αδύναμο. Ο χρόνος στην αντιπολίτευση προσφέρεται σε ένα κόμμα για γενναίες αυτοκριτικές και δυναμικές ανακατατάξεις προσώπων και προτεραιοτήτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να βρίσκεται κοντά σε οτιδήποτε από αυτά.

Μήπως η δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ να αποσαφηνιστεί βρίσκεται στο ότι αντιπροσωπεύει μια ετερογενή ομάδα ψηφοφόρων;

Είναι σαφές πως η εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ του στοίχισε την ιδεολογική του καθαρότητα. Οι ψηφοφόροι ενός κόμματος του δικομματισμού δεν μπορούν παρά να εμφανίζουν πολύ διαφορετικές προτιμήσεις, αυτό είναι αναπόφευκτο. Ωστόσο, το λάθος του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο γεγονός ότι υπογράμμισε με το παραπάνω την ετερογένεια αυτή στο υψηλότερο επίπεδο στελεχών, δημιουργώντας τελικά την εικόνα ενός κόμματος-καιροσκόπου. Συνεργάστηκε με τους ΑΝΕΛ, απέκτησε «κεντροδεξιά» τάση, απορρόφησε έναν πολύ μεγάλο αριθμό βουλευτών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ όλων των ειδών, από σημιτικούς και γαπικούς έως το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ και τους παπανδρεϊκούς. Η κακή του αυτή εικόνα είναι πολύ ισχυρότερη από τις διαχειριστικές ανεπάρκειες που αποδίδονται ολοένα και συχνότερα στην κυβέρνηση της ΝΔ.

Άρα υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε να κερδίσει το χαμένο έδαφος ο ΣΥΡΙΖΑ;

Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε λόγω απροθυμίας μερίδας των ψηφοφόρων του της περιόδου 2012-2015 να προσέλθουν στην κάλπη και λόγω της ευθείας μετακίνησης περίπου του 10% των ψηφοφόρων του προς τη ΝΔ. Κανείς από αυτούς δεν φαίνεται να γυρίζει ακόμα στον ΣΥΡΙΖΑ. Η συσπείρωση στη βάση των ψηφοφόρων του 2019 παραμένει στο 65% περίπου –όταν για τη ΝΔ παραμένει στο 85%– και οι εισροές της από τη ΝΔ είναι μηδενικές. Σε μια εκλογική μάχη με υψηλή πόλωση οι «απρόθυμοι» είναι πιθανό να επιστρέψουν, κάτι που παρατηρήσαμε μερικώς και στις βουλευτικές εκλογές του 2019 σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές της ίδιας χρονιάς. Όμως εκείνοι που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ για τη ΝΔ δεν είναι πιθανό να επιστρέψουν σύντομα, κυρίως γιατί πρόκειται για παλαιότερους ψηφοφόρους της ΝΔ που άφησαν προσωρινά την παραδοσιακή τους επιλογή υπό το βάρος των πιέσεων του ΕΝΦΙΑ την περίοδο 2014-2015.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο δρόμος για τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ευκολότερος στις επόμενες εκλογές, γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αλλάξει πλέον το προφίλ του και κοιτάζει προς τα δεξιά του πολύ περισσότερο σήμερα. Συμφωνείτε;

Το μυστικό της επιτυχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκεται αναμφισβήτητα στην αλίευση των ψήφων σημαντικού αριθμού ψηφοφόρων του υφολογικά μετριοπαθούς, οικονομικά αντι-κρατικιστικού και κοινωνικά φιλελεύθερου κέντρου. Είναι αλήθεια ότι τόσο τα λόγια και οι επιλογές πολλών υπουργών και στελεχών του κόμματος όσο και η απροθυμία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις με κοινωνικά φιλελεύθερο πρόσημο έχουν προβληματίσει το μη αμελητέο κομμάτι του κεντρώου χώρου που παρείχε απλόχερα τη στήριξή του στη ΝΔ το 2019. Όμως η πιθανή διστακτικότητά τους να στηρίξουν εκ νέου τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν θα ωφελήσει εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παραμένει ο βασικός εχθρός αυτού του χώρου και ο οποίος κατηγορείται για κρατισμό από τη μια και για δειλία στην παραχώρηση δικαιωμάτων από την άλλη, αλλά πιθανώς το ΚΙΝΑΛ ή κάποιο νέο κόμμα του χώρου.

Πώς θα αντιδρούσαν οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι σε μια απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε διάλογο με την Τουρκία;

Οι συγκεκριμένοι είναι πιθανό να αντιδρούσαν θετικά. Όμως η πλειονότητα της κοινής γνώμης τάσσεται υπέρ της άποψης ότι ο διάλογος με την Τουρκία θα φέρει περισσότερες ζημίες παρά οφέλη στην Ελλάδα, ζημίες τις οποίες ένας στους δύο ψηφοφόρους δεν είναι διατεθειμένος να χρεωθεί προκειμένου να γλιτώσει ένα θερμό επεισόδιο με τη γειτονική χώρα. Συνεπώς, αφ’ ης στιγμής ο δρόμος του διαλόγου με την Τουρκία εκλαμβάνεται ως ένας δρόμος άδικου συμβιβασμού, η επιλογή του από την κυβέρνηση της ΝΔ δεν θα είναι αναίμακτη, πολύ περισσότερο που το κομματικό της κοινό συνεχίζει να περιλαμβάνει πολλούς ψηφοφόρους με υπερπατριωτικές αντιλήψεις. Πρόκειται για μια άσκηση δύσκολης ισορροπίας για τη ΝΔ, παρ’ ότι η περιορισμένη ενασχόληση του εκλογικού σώματος με τα πολύπλοκα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής προσφέρει στο κυβερνών κόμμα σημαντικά περιθώρια επικοινωνιακού χειρισμού.