Μ. Σαρηγιαννίδης: Η τουρκική προκλητικότητα διαμόρφωσε πιεστική συγκυρία - Free Sunday
Μ. Σαρηγιαννίδης: Η τουρκική προκλητικότητα διαμόρφωσε πιεστική συγκυρία

Μ. Σαρηγιαννίδης: Η τουρκική προκλητικότητα διαμόρφωσε πιεστική συγκυρία

Την εκτίμηση ότι μια συμφωνία Ελλάδας-Τουρκίας για τη σύνταξη συνυποσχετικού για την παραπομπή των διαφορών στο Δικαστήριο της Χάγης μοιάζει αδύνατη με τα σημερινά δεδομένα κάνει, μιλώντας στην F.S., ο επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης.

 

Τι ακριβώς θα διερευνηθεί στις «διερευνητικές συνομιλίες»; Δεν είναι γνωστές εκατέρωθεν οι θέσεις;

Η μήτρα που κυοφόρησε τις διερευνητικές συνομιλίες ήταν η σύνοδος κορυφής του Ελσίνκι το 1999 και συνοδευόταν από την αισιοδοξία για την πρόσδεση της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή προοπτική. Άλλωστε κριτήριο για την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. ήταν ο ελληνοτουρκικός διάλογος, και σύμφωνα με την Τουρκία οι διερευνητικές συνομιλίες ικανοποιούσαν αυτό το κριτήριο.

Πλέον, οι διερευνητικές συνομιλίες συνιστούν για την Άγκυρα μια αποδεκτή εναλλακτική στον διάλογο, τον οποίο δεν επιθυμεί ως διαδικασία, γιατί η διεξαγωγή του εμποδίζει την εκκίνηση των διαπραγματεύσεων. Αντίθετα, η βασική επιδίωξη της Άγκυρας είναι η άμεση διεξαγωγή διαπραγματεύσεων εφ’ όλης της ύλης, όπως βέβαια εκείνη την προσδιορίζει. Συνεπώς, για την Άγκυρα, οι διερευνητικές συνομιλίες είναι μια μορφή διαπραγμάτευσης που της επιτρέπει να θέτει στο τραπέζι των συνομιλιών το πλήρες εύρος των διεκδικήσεών της.

Για την Αθήνα, η συμμετοχή σε διερευνητικές συνομιλίες λειτουργεί ως απόδειξη της καλοπιστίας και της πάγιας δέσμευσης της χώρας μας για την ειρηνική επίλυση των διαφορών με την Τουρκία. Δεν συνιστά διαπραγμάτευση, εφόσον δεν τηρούνται πρακτικά, δεν ταυτίζεται με τον διάλογο στον βαθμό που οι συζητήσεις απέχουν από τη διαμόρφωση ατζέντας για την έναρξη διαπραγματεύσεων, αλλά αποτελεί μια ιδιόμορφη διαδικασία που διατηρεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και βοηθά στην αποφυγή ή την εκτόνωση των εντάσεων.

Με άλλα λόγια, οι διερευνητικές επαφές έχουν κυρίως προσχηματική λειτουργία. Δεν είναι τυχαίο ότι από τον Απρίλιο του 2002 μέχρι και τον Μάρτιο του 2016 διεξήχθησαν 60 γύροι διερευνητικών συνομιλιών. Επομένως, οι θέσεις των δύο πλευρών είναι γνωστές εκατέρωθεν.

 

Η προαναγγελία του 61ου γύρου διερευνητικών συνομιλιών δεν σημαίνει ότι οι προηγούμενοι 60 δεν παρήγαγαν αποτέλεσμα;

Με δεδομένο ότι το περιεχόμενο των συνομιλιών είναι απόρρητο και σε μια περίοδο δεκαπέντε ετών διεξήχθησαν 60 συναντήσεις, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι οι δύο πλευρές δυσκολεύονται ή αποφεύγουν να επιτύχουν συγκλίσεις, παρά το γεγονός ότι υποστηρίζεται πως υπήρξε ένα πακέτο ρυθμίσεων στις αρχές του 2004. Βέβαια, η φημολογία στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής συνήθως εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες, συνεπώς δεν αρκεί για να προσφέρει αισιοδοξία για τον 61ο γύρο και την παρέκτασή του. Φυσικά, είναι σημαντικό να δίνουμε χρόνο στη διπλωματία για να επιλύονται ειρηνικά οι διαφορές, αλλά όταν η άσκηση της διπλωματίας μετατρέπεται σε μηχανισμό διαιώνισης μιας διαφοράς πρέπει να αναζητηθούν περισσότερο πειστικά διπλωματικά εργαλεία. Συνεπώς, οι διερευνητικές συνομιλίες μάλλον αποδεικνύονται μια ατελέσφορη διαδικασία, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, που θα οφειλόταν σε δομικές αλλαγές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

 

Τι ευελιξία έχουν οι υπηρεσιακοί παράγοντες ώστε να καταλήξουν σε συμφωνία στο πλαίσιο αυτών των συνομιλιών;

Ο απόρρητος χαρακτήρας των συνομιλιών και η μη τήρηση πρακτικών στις συναντήσεις διευκολύνουν τα μέλη των ομάδων των δύο υπουργείων να λειτουργήσουν ευέλικτα και να συζητήσουν ιδέες χωρίς να συνεπάγονται δεσμεύσεις. Προφανώς, αυτό είναι το πλεονέκτημα της διαδικασίας των διερευνητικών συνομιλιών και την ίδια στιγμή η αδυναμία τους, εφόσον δεν υπάρχει πραγματική πίεση για την επίτευξη χειροπιαστών αποτελεσμάτων. Με άλλα λόγια, η διαδικασία των διερευνητικών συνομιλιών τελικά υπηρετεί την ίδια τη διαδικασία και όχι την επιδιωκόμενη ουσία, που είναι η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.

 

Με βάση τις μέχρι τώρα δημόσιες τοποθετήσεις, ελληνικές και τουρκικές, διαφαίνονται πιθανότητες σύγκλισης;

Η επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή οφείλεται αποκλειστικά στην πιεστική συγκυρία που διαμόρφωσε η τουρκική προκλητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Εκείνοι που ανέλαβαν τον ρόλο του διαμεσολαβητή επιδίωξαν να πείσουν την Τουρκία να επανέλθει στη διαδικασία των διερευνητικών συνομιλιών για να εκτονωθεί η κρίση και να αποφευχθεί η ρήξη με την Ε.Ε. υπό το κράτος της απειλής των κυρώσεων που θα μπορούσαν να της επιβληθούν. Η Τουρκία πιθανόν θα αποφύγει προσωρινά τις σοβαρές οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις, ενώ η Ελλάδα κερδίζει χρόνο για να βελτιώσει τις επιχειρησιακές δυνατότητές της, διατηρώντας παράλληλα την πρωτοβουλία των διπλωματικών κινήσεων που στοχεύουν την Τουρκία. Οι δε δημόσιες τοποθετήσεις και των δύο πλευρών προδιαγράφουν έναν νέο κύκλο αντιπαράθεσης με απώτατο ορίζοντα τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, εφόσον αλλάξει ο ένοικος του Λευκού Οίκου.

 

Τι πολιτικά περιθώρια έχουν Ελλάδα και Τουρκία να πουν «όχι» στις πιέσεις τρίτων χωρών για εκτόνωση της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο;

Η Ελλάδα δεν διαθέτει τέτοιου είδους πολιτικά περιθώρια στο πλαίσιο της Ε.Ε. Θεσμικά μπορεί να κινητοποιήσει τα όργανα και να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων στην Ε.Ε., αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να στοιχηθεί πίσω από τις αποφάσεις και τις δεσμεύσεις εντός της Ε.Ε. Φυσικά, απέναντι σε άλλες τρίτες χώρες εκτός Ε.Ε. η Ελλάδα μπορεί να προβάλει αντιστάσεις, αφού πρώτα εκτιμήσει το κόστος και το όφελος ενός «όχι». Αντίθετα, η Τουρκία παραμένει ένας επιτήδειος ουδέτερος που εκμεταλλεύεται την κρίσιμη γεωπολιτική θέση της και μπορεί να λέει «όχι», εφόσον έχει εξασφαλίσει καλύτερες εναλλακτικές, ενώ παράλληλα παίζει διπλό παιχνίδι με τη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν έπαψε ποτέ να συμπεριφέρεται ως αυτοκρατορία, στοιχείο που της παρέχει τη βεβαιότητα πως διαθέτει το ειδικό βάρος να αντισταθεί σε οποιαδήποτε πίεση δεν εξυπηρετεί τον νεο-οθωμανικό προσανατολισμό της.

 

Ας υποτεθεί ότι οι δύο χώρες συμφωνούν ότι δεν μπορούν να συμφωνήσουν και καταφεύγουν σε ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Ποιο μπορεί να είναι αυτό;

Το πιο κατάλληλο δικαιοδοτικό όργανο θα ήταν το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης στη Χάγη γιατί διαθέτει τα ερμηνευτικά περιθώρια να εκδώσει μια ισορροπημένη απόφαση με γνώμονα τη νομολογία του, ειδικά σε σύγκριση με ένα διαιτητικό όργανο, που θα ήταν λιγότερο προβλέψιμο και άρα ως επιλογή θα συνεπαγόταν μεγαλύτερο ρίσκο. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της Χάγης προϋποθέτει τη σύνταξη συνυποσχετικού, δηλαδή μιας συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών για τις διαφορές που θα εισαχθούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Ωστόσο, τέτοια συμφωνία μοιάζει αδύνατη με τα σημερινά δεδομένα. Πολύ δε περισσότερο, η Άγκυρα είναι σταθερά προσανατολισμένη στις διμερείς διαπραγματεύσεις, καθώς είναι πεπεισμένη ότι έτσι μπορεί να επιτύχει περισσότερα οφέλη σε σχέση με τη δικαστική επίλυση.