Μιλτ. Σαρηγιαννίδης: «Ο Ερντογάν αισθάνεται πολιτικός συγγενής του Πούτιν» - Free Sunday
Μιλτ. Σαρηγιαννίδης: «Ο Ερντογάν αισθάνεται πολιτικός συγγενής του Πούτιν»

Μιλτ. Σαρηγιαννίδης: «Ο Ερντογάν αισθάνεται πολιτικός συγγενής του Πούτιν»

Την εκτίμηση ότι η ενδεχόμενη επίσκεψη του Έλληνα ΥΠΕΞ στην Άγκυρα είναι περισσότερο εκδήλωση καλής θέλησης παρά απόδειξη προόδου στις μεταξύ μας σχέσεις κάνει ο επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου της Νομικής του ΑΠΘ Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης.

Ο κ. Σαρηγιαννίδης υπενθυμίζει ότι οι εκθέσεις που εκπονούν οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. για θέματα υψηλής πολιτικής, όπως η έκθεση Μπορέλ για τις ευρωτουρκικές σχέσεις, αποδυναμώνονται εξαιτίας της δημιουργικής ασάφειας που επιστρατεύεται στη διατύπωση, προκειμένου τα συμπεράσματα των συνόδων κορυφής να ικανοποιούν όλες τις πλευρές.

 

Μπορούν οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας-Τουρκίας να παραγάγουν αποτελέσματα αν δεν υπάρχει εκατέρωθεν πολιτική βούληση;

Είναι πλέον ρεαλιστική παραδοχή πως η διάρκεια των διερευνητικών επαφών και τα ισχνά αποτελέσματά τους δεν επιτρέπουν αισιόδοξες εκτιμήσεις. Οι διερευνητικές επαφές αποτέλεσαν στο παρελθόν μια ιδιόρρυθμη μεθοδολογία προσέγγισης που εξυπηρετούσε τη διαδικασία του Ελσίνκι. Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, η Τουρκία έχει παρεκκλίνει οριστικά από την υποτιθέμενη ευρωπαϊκή προοπτική που χάραξε το Ελσίνκι και πλέον έχει μετατραπεί σε μια ανελεύθερη δημοκρατία που ασκεί εξωτερική πολιτική με τη νοοτροπία και τη νοσταλγία μιας αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια, η καθεστωτική αντίληψη δεν περιορίζεται σε βάρος του τουρκικού λαού, αλλά εκδηλώνεται ιδεολογικά και επιχειρησιακά από το Αιγαίο μέχρι τον Καύκασο και την Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η Τουρκία αντιμετωπίζει τις διερευνητικές επαφές ως έναν μοχλό πίεσης για να διαμορφώσει την ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών με άξονα τις αναθεωρητικές επιδιώξεις της και παράλληλα ως ευκαιρία για να ενεργοποιήσει τη δημόσια διπλωματία της και να πλήξει το διπλωματικό προφίλ της Ελλάδας με το προσφιλές blame game.

 

Διακρίνετε πολιτική βούληση;

Η Τουρκία του προέδρου Ερντογάν έχει περάσει από την αποτυχημένη πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονές της στην πολιτική της κλιμάκωσης της έντασης και των προβλημάτων, αναπαράγοντας έτσι τη λογική «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Επομένως, δεν υφίσταται πολιτική βούληση στην απέναντι ακτή του Αιγαίου που να δικαιολογεί την προσδοκία για αποτελέσματα μέσα από τις διερευνητικές επαφές. Το διπλωματικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί σε αυτή τη διαδικασία είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τα αποτελέσματα και, πλέον, αυτές οι άτυπες διμερείς συναντήσεις μάλλον υπηρετούν τα προσχήματα απέναντι σε εκείνα τα μέλη της διεθνούς κοινότητας που εμπλέκονται ή έχουν συμφέροντα και ασκούν επιρροή στον κρίσιμο γεωπολιτικό χώρο που συγκροτούν η Ελλάδα και η Τουρκία.

 

Πόση ευχέρεια για οποιαδήποτε απόφαση στη σύνοδο δημιουργεί η προαναγγελία της επίσκεψης Δένδια στην Άγκυρα στις 14 Απριλίου;

Η ενδεχόμενη επίσκεψη του Έλληνα ΥΠΕΞ στην Άγκυρα είναι περισσότερο εκδήλωση καλής θέλησης παρά απόδειξη προόδου στις μεταξύ μας σχέσεις. Αναμφίβολα, η Άγκυρα θα επιχειρήσει να κεφαλαιοποιήσει την προοπτική της επίσκεψης, ώστε ενόψει της συνόδου κορυφής της Ε.Ε. να δείξει ήπιο και συνεργατικό προφίλ, προκειμένου να προσφέρει περιθώρια διπλωματικών ελιγμών σε εκείνες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που ανέχονται ή και στηρίζουν το καθεστώς Ερντογάν. Ωστόσο, το ίδιο πλεονέκτημα διαθέτει και η Ελλάδα, καθώς, αποδεχόμενοι τη σχετική πρόσκληση, και εμείς δείχνουμε την πρόθεσή μας να συνεργαστούμε για την επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία. Σε κάθε περίπτωση, τρεις εβδομάδες μάλλον δεν επαρκούν για να προετοιμαστεί μια συνάντηση υπουργών Εξωτερικών που θα μπορούσε να φέρει ουσιαστικά αποτελέσματα.

 

Θα έχει κάποια θεσμική σημασία η έκθεση Μπορέλ για τις ευρωτουρκικές σχέσεις, ανεξάρτητα από την κατάληξη της συνόδου;

Η θεσμική σημασία των εκθέσεων που εκπονούν οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. για θέματα υψηλής πολιτικής τις περισσότερες φορές αποδυναμώνεται εξαιτίας της δημιουργικής ασάφειας που επιστρατεύεται στη διατύπωση, προκειμένου τα συμπεράσματα των συνόδων κορυφής να ικανοποιούν όλες τις πλευρές. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι πως οι συμμετέχοντες ικανοποιούνται από τις διατυπώσεις, γιατί τις ερμηνεύουν κατά το δοκούν, ενώ την ίδια στιγμή κατανοούν ότι εξακολουθούν να διαφωνούν μεταξύ τους. Υπό αυτή την έννοια, η έκθεση Μπορέλ μάλλον θα δίνει έμφαση στη θετική ατζέντα που ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. είχε προτείνει και κατάφερε να εγγράψει στο κείμενο συμπερασμάτων της προηγούμενης συνόδου κορυφής και παράλληλα θα αποφύγει τις σκληρές διατυπώσεις σε βάρος της Τουρκίας.

 

Μπορεί να οριοθετηθεί η θετική ατζέντα;

Η προώθηση της θετικής ατζέντας με μόνο αντάλλαγμα τις καλές προθέσεις της Άγκυρας δεν είναι μια βιώσιμη επιλογή. Συνεπώς, θα τεθούν προϋποθέσεις και κριτήρια, που θα πρέπει να είναι σαφή και συγκεκριμένα, ώστε να δημιουργηθεί ένα στοιχειώδες πλαίσιο συνεργασίας που θα κάνει την τουρκική εξωτερική πολιτική περισσότερο προβλέψιμη και λιγότερο τυχοδιωκτική. Ωστόσο, το πρόσφατο τουρκικό διάβημα σε Ε.Ε., Ελλάδα και Ισραήλ με αφορμή το Μνημόνιο Συνεννόησης που υπέγραψαν η Ελλάδα, το Ισραήλ και η Κύπρος για την ηλεκτρική διασύνδεσή τους (EuroAsia Interconnector), επειδή το καλώδιο θα ποντιστεί στην –κατά την άποψη της Άγκυρας– δική της υφαλοκρηπίδα, δεν αποτελεί καλό οιωνό. Όχι μόνο γιατί ο τουρκικός ισχυρισμός είναι ανυπόστατος, καθώς υπάρχει δικαίωμα πόντισης καλωδίων ανεξάρτητα από τον νόμιμο επικαρπωτή των κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα, αλλά κυρίως διότι προϊδεάζει για ακόμη ένα επεισόδιο έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο. Συνεπώς, ακόμα κι αν η έκθεση Μπορέλ δεν πέσει θύμα των «στρογγυλεμένων» διατυπώσεων, θα την απαξιώσουν στη συνέχεια οι ενέργειες της Άγκυρας, που αργά ή γρήγορα θα επαναφέρουν την ένταση στην περιοχή.

 

Τι νομικές συνέπειες μπορεί να έχει το ενδεχόμενο όξυνσης στις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις; Σε μια τέτοια περίπτωση, θα κληθούν οι χώρες της περιοχής να πάρουν θέση;

Οι ΗΠΑ είναι υποχρεωμένες να αποκαταστήσουν τα πολιτικά ελλείμματα που προκάλεσε ο θαυμασμός του πρώην Αμερικανού προέδρου προς τον Ρώσο ομόλογό του. Επιπλέον, η πιθανή ρωσική ανάμειξη στις πρόσφατες αμερικανικές προεδρικές εκλογές αποτελεί σημείο χωρίς επιστροφή. Πιθανόν, λοιπόν, να ακολουθήσει ένα μπαράζ επιβολής κυρώσεων εκατέρωθεν, που θα επαναφέρουν ψυχροπολεμικές μνήμες στις σχέσεις των δύο κρατών. Σε ένα τέτοιο οξυμένο διεθνοπολιτικό περιβάλλον, η Τουρκία ασφαλώς και θα κληθεί να πάρει θέση. Προφανώς και πρόκειται για μια υπόθεση εργασίας, που, όμως, αν επαληθευτεί, τότε δεν πρέπει να αποκλείσουμε ακόμη και δομικές γεωπολιτικές αλλαγές στην περιοχή μας. Πάντως, το μόνο βέβαιο είναι πως οι ΗΠΑ θα ακολουθήσουν μια εξωτερική πολιτική που θα περιστρέφεται γύρω από τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την πολυμερή διπλωματία και τη συνεργασία. Και η ερντογανική Τουρκία δεν ταιριάζει πλέον σε αυτό το πλαίσιο αρχών.

 

Τι μπορεί να προσφέρει η Τουρκία στην Ευρώπη για να ανακτήσει τη χαμένη αξιοπιστία της στην Ένωση μετά τα φλερτ με τον Τραμπ και τον Πούτιν;

Το ερώτημα θα μπορούσε να είναι θέμα συνεδρίου ή διδακτορικής διατριβής, ειδικά αν διαβαστεί ανάποδα. Δηλαδή, πώς θα μπορούσε να εκβιάσει το καθεστώς Ερντογάν την Ε.Ε., προκειμένου να επιστρέψει στην ευρωπαϊκή προοπτική. Κάτω από αυτή την οπτική, η έκθεση σημαντικών κρατών της Ε.Ε. στην τουρκική οικονομία, η διαχείριση των μεικτών μεταναστευτικών ροών που κατευθύνονται στην Ευρώπη, οι πολυπληθείς τουρκικές κοινότητες μεταναστών με δικαίωμα ψήφου στην Ευρώπη και η συστηματική υπόθαλψη του ριζοσπαστισμού και της τρομοκρατίας είναι μερικές θεματικές που θα μπορούσαν να βρεθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ρητά και υπόρρητα, προκειμένου να ασκήσουν αποτελεσματική πίεση στους Ευρωπαίους ηγέτες.

 

Πού βρίσκεται πολιτικά ο Ερντογάν;

Το καθεστώς Ερντογάν έχει κάθε καλό λόγο να αισθάνεται πιο άνετα ως πολιτικός συγγενής δίπλα στο καθεστώς Πούτιν, και να ονειρεύεται την επιστροφή σε μια μεγάλη αυτοκρατορία που ασθένησε και εξέλιπε οριστικά στις 24 Ιουλίου 1923, παρά δίπλα στην Ε.Ε. και τον μακρύ κατάλογο με τα προαπαιτούμενα για να αναβιώσει το πνεύμα του Ελσίνκι και να κατακτήσει μια σχέση επιπέδου τελωνειακής σύνδεσης. Επιπλέον, η ικανότητα του προέδρου Ερντογάν να ισορροπεί διεθνοπολιτικά ακροβατώντας ανάμεσα σε ακραίες επιλογές, αξιοποιώντας έτσι την απειλή να στραφεί προς τη Ρωσία και να απομακρυνθεί από τη Δύση, εξαρτάται και από τη διάθεση των ΗΠΑ και της Ε.Ε. να αντιμετωπίσουν την Τουρκία ως πρόβλημα και όχι ως ευκαιρία. Στη δε παρούσα συγκυρία, ο κρίσιμος παράγων είναι η στάση του Λευκού Οίκου και όχι η γραφειοκρατία των Βρυξελλών.