Η αποδυνάμωση της ΕΕ δείχνει στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ - Free Sunday
Η αποδυνάμωση της ΕΕ δείχνει στρατηγική  επιλογή των ΗΠΑ

Η αποδυνάμωση της ΕΕ δείχνει στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ

Τις επισημάνσεις ότι η αντίδραση της Γερμανίας απέναντι στη συμφωνία AUKUS ήταν χιλιαρή και ότι ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2 (που συνδέει τη Γερμανία με τη Ρωσία) ολοκληρώθηκε χωρίς να επέλθει κάποιο ρήγμα στις σχέσεις του Βερολίνου με την Ουάσιγκτον, κάνει ο επ.καθηγητής Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης, σχολιάζοντας τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις στην αμυντική συνεργασία, ΗΠΑ- Αυτραλίας- Βρετανίας.

 

Η επιλογή της “πίεσης στην Κίνα” δείχνει να είναι πλέον στρατηγικός στόχος της Ουάσιγκτον. Από όσα έχουν γίνει γνωστά, αποτυπώνεται αυτό νομικά στη συμφωνία AUKUS;

 

Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στη λεκάνη του Ειρηνικού και τη Νοτιοανατολική Ασία αποτελεί σαφή στρατηγική επιλογή της Ουάσιγκτον, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε να καλλιεργείται ήδη κατά τη δεύτερη θητεία του αμερικανού Προέδρου George Bush Jr. Σήμερα, η Κίνα συνιστά εκ των πραγμάτων τον κύριο ανταγωνιστή των ΗΠΑ τόσο σε επίπεδο οικονομικής όσο και στρατιωτικής ισχύος. Συνεπώς, η Ουάσιγκτον καλείται να αντιμετωπίσει μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα που την αναγκάζει να αναθεωρήσει τις διεθνοπολιτικές προτεραιότητές της, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται δομικές μετατοπίσεις στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της.

Η υπογραφή της συμφωνίας AUKUS καθρεφτίζει το ανανεωμένο στρατηγικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την απέναντι ακτή του Ειρηνικού, και ειδικά για την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας. Αν και η υπογραφή της συμπίπτει με την αρνητική κριτική που ασκήθηκε στην Ουάσιγκτον για τον τρόπο με τον οποίο αποχώρησαν οι ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, δεν πρόκειται απλά για επιλογή που υπαγορεύεται από τη λογική της πολιτικής επικοινωνίας. Αντίθετα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ότι αυτή η συγκυρία επιτονίζει την απόσυρση των ΗΠΑ από μια περιοχή ενδιαφέροντος που εξαιτίας της 11ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσε στρατηγική προτεραιότητά τους, και τη μετατόπιση σε μια άλλη περιοχή, όπου τίθενται σε διακινδύνευση ζωτικά συμφέροντά τους.

 

Και η επικείμενη τετραμερής των ΗΠΑ με Αυστραλία, Ιαπωνία και Ινδία

 

Σε αυτό το πλαίσιο, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη την τετραμερή συνάντηση ΗΠΑ-Αυστραλίας-Ιαπωνίας-Ινδίας, φαίνεται ότι οι ΗΠΑ επιχειρούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την ανάσχεση του κινεζικού επεκτατισμού, ειδικά στην περιοχή της Νότιας Σινικής Θάλασσας. Η Κίνα αναπτύσσει έναν ισχυρό πολεμικό στόλο, και συνεπώς η πώληση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων στην Αυστραλία, προσφέρει ένα τακτικό επιθετικό πλεονέκτημα απέναντι στην προσπάθεια της Κίνας να υφαρπάξει τη δικαιοδοσία σε θαλάσσιες περιοχές που δεν της ανήκουν. Φυσικά, η Ιαπωνία είναι ήδη τμήμα της αμερικανικής πολιτικής ανάσχεσης της Κίνας ενώ η Ινδία εύλογα ανησυχεί για την επέκταση της Κίνας στον Ινδικό και τον Δρόμο του Μεταξιού. Με άλλα λόγια, η Ουάσιγκτον υλοποιεί πλέον μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας που στρέφεται στον Ειρηνικό και τη νοτιοανατολική Ασία, πιέζοντας έτσι τους εταίρους της στην Ευρώπη να αναλάβουν πρωτοβουλίες και φυσικά το ανάλογο πολιτικό και οικονομικό κόστος.

 

Όμως η συμμετοχή τριών τόσο μεγάλων δυνάμεων, σημαίνει ότι συμμερίζονται την αμερικανική ανησυχία για την Κίνα...

 

Αναμφίβολα, συμμερίζονται την αμερικανική ανησυχία για την επεκτατική πολιτική της Κίνας και τον αναθεωρητισμό της στη Νότια Σινική Θάλασσα. Όπως επίσης έχουν και τους δικούς τους λόγους ανησυχίας, που στις περισσότερες των περιπτώσεων έχουν και ιστορικό υπόβαθρο. Γι’αυτό τον λόγο υφίσταται ο τετραμερής στρατηγικός διάλογος μεταξύ τους.

 

Έχει τις δυνατότητες η Κίνα αντέξει;

Η ερώτηση είναι εύλογη. Η απάντηση όμως είναι δύσκολη. Από το μοντέλο πολιτικής διακυβέρνησης μέχρι το σύστημα οικονομικής ανάπτυξης, η Κίνα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Είναι σαφές ότι διαθέτει τη δυναμική για να αναπτυχθεί περαιτέρω και να διεκδικήσει μεγαλύτερη συμμετοχή στη διαμόρφωση της γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής και μερίδιο στην παγκόσμια οικονομία. Όμως, αυτό που είναι ασαφές, είναι η αντοχή της σε μια ανταγωνιστική σχέση που μπορεί να εξελιχθεί σε βάθος δεκαετιών. Πιθανόν, δεν συζητάμε για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει, ότι αγνοούμε τις αναλογίες που υπάρχουν και τους λόγους για τους οποίους κατέρρευσε η ΕΣΣΔ.

 

Μπορεί να ανταποκριθεί η σύγχρονη Βρετανία σε έναν τόσο σημαντικό παγκόσμιο ρόλο ή αποτελεί άλλοθι για τις αμερικανικές επιλογές;

 

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει παγκόσμιο ρόλο. Έχει όμως τα συμφέροντά του στον χώρο της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, και συνεπώς έχει κάθε λόγο να συμπαραταχθεί με τις ΗΠΑ. Ειδικά μετά το Brexit, το Λονδίνο είναι πλήρως απελευθερωμένο να ακολουθήσει στρατηγικές επιλογές που θα μπορούσαν να βάλουν «απέναντι» ακόμη και την ΕΕ, πολύ δε περισσότερο τη Γαλλία.

 

Μήπως η αναβάθμιση και η ενίσχυση από τις ΗΠΑ της Βρετανίας, σε περίοδο που ο Τζόνσον έχει τόσο σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα ως συνέπεια του BREXIT, σημαίνει ότι η αποδυνάμωση της ΕΕ, δεν ήταν πολιτική επιλογή Τραμπ αλλά στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ;

 

Πιστεύω ότι η αποφασιστικότητα που δείχνει ο αμερικανός Πρόεδρος με την αποχώρηση από το Αφγανιστάν και τη συμφωνία AUKUS συνηγορεί στο να προσχωρήσουμε σε αυτή την άποψη. Ο Μπάιντεν παίρνει αποφάσεις στο πλαίσιο ενός στρατηγικού σχεδιασμού, ο οποίος ασφαλώς και προϋπήρχε. Αντίθετα, ο Τραμπ ασκούσε εξωτερική πολιτική από τον λογαριασμό του στο τουίτερ, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Από την άλλη πλευρά, ο βρετανός Πρωθυπουργός επιδιώκει τη σύγκλιση με την απέναντι ακτή του Ατλαντικού. Μετά το Brexit, αισθάνεται πιο άνετα να διασχίσει τον Ατλαντικό παρά τη Μάγχη.

 

Έχει τη δυνατότητα η ΕΕ να αντιδράσει ή κάποιες από τις χώρες μέλη αποδέχονται και προτιμούν τις επιλογές των ΗΠΑ;

Στο επίπεδο της άσκησης εξωτερικής πολιτικής και διαμόρφωσης συνεκτικών και στιβαρών πολιτικών για την ασφάλεια και την άμυνα, η ΕΕ παραμένει πολιτικά, νήπιο. Δεν διαθέτει το αποτύπωμα ισχύος που θα μπορούσε να την οδηγήσει σε μια θέση ισότιμου συνομιλητή απέναντι στις ΗΠΑ. Αντίθετα, τα κράτη-μέλη της ΕΕ εξακολουθούν να διαμορφώνουν ατομικά τις επιλογές τους με γνώμονα τα αναμφισβήτητα πρωτεία που αναγνωρίζουν στις ΗΠΑ για την ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου, και τις διμερείς τους σχέσεις. Υπό αυτή την έννοια, η ΕΕ «βολεύεται» ακολουθώντας τις επιλογές των ΗΠΑ, ενώ τα κράτη-μέλη ξεχωριστά διαμορφώνουν ειδικές σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε τη χλιαρή αντίδραση της Γερμανίας απέναντι στη συμφωνία AUKUS, ούτε βέβαια και το γεγονός ότι ολοκληρώθηκε ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2 (που συνδέει τη Γερμανία με τη Ρωσία) χωρίς να επέλθει κάποιο ρήγμα στις σχέσεις του Βερολίνου με την Ουάσιγκτον. Σίγουρα, πάντως, οι εξελίξεις θα είναι ενδιαφέρουσες, ενόψει και της ανάληψης της Προεδρίας της ΕΕ από το Παρίσι.