Δ. Σωτηρόπουλος: Κάνεις δεν περιμένει ότι το ΠΑΣΟΚ θα ανακάμψει ως κόμμα εξουσίας - Free Sunday
Δ. Σωτηρόπουλος: Κάνεις δεν περιμένει ότι το ΠΑΣΟΚ θα ανακάμψει ως κόμμα εξουσίας

Δ. Σωτηρόπουλος: Κάνεις δεν περιμένει ότι το ΠΑΣΟΚ θα ανακάμψει ως κόμμα εξουσίας

Oi κυβερνήσεις συνεργασίας του 1989 και του 2015 δεν είναι πρότυπο που θα έπρεπε να αντιγράψουμε ξανά, λέει στη FREE SUNDAY o Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και γ.γ. της Νέας Εστίας, Δημήτρης Σωτηρόπουλος, σε μια αναλυτική παρουσίαση των σχέσεων μικρών και μεγάλων κομμάτων μετά τη Μεταπολίτευση.

Πού αποδίδετε το γεγονός ότι, από το 1974 και μετά, σπάνια υπήρξαν μικρότερα κόμματα που θα μπορούσαν να συνεργαστούν και με τα δύο κόμματα του δικομματισμού;

 

Ο τρόπος με τον οποίο οργανώθηκε το κομματικό σύστημα της Γ ́Ελληνικής Δημοκρατίας, ιδίως μετά το 1981, βασιζόταν στη γνωστή πολιτικο- ιδεολογική διχοτόμηση της Δεξιάς με την Αντιδεξιά. Επειδή η τομή του ήταν βαθιά και έντονα διλημματική, εξαιτίας και του βεβαρημένου μετεμφυλιακού παρελθόντος, οτιδήποτε άλλο συμπιεζόταν και εντέλει γρήγορα εξαφανιζόταν σε αυτή τη μέγγενη του δικομματισμού, με το ΚΚΕ να παίζει απλώς έναν ρόλο κομπάρσου σε ένα σύστημα των 2,5 κομμάτων, όπως έχει περιγραφεί. Βοηθούσαν σε αυτό φυσικά και οι ανάλογοι εκλογικοί νόμοι, κομμένοι και ραμμένοι πάντα στη λογική ενός δικομματισμού που ήλεγχε σταθερά περίπου το 80% της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Από την άλλη, βέβαια, αυτή η ισορροπία, παρά τις κατάκαιρούς εντάσεις της και την πόλωσή της, διασφάλιζε εντέλει ένα από τα βασικά ζητούμενα της Μεταπολίτευσης που ήταν η κυβερνησιμότητα, αποκλείοντας από το παιχνίδι εξωθεσμικές λύσεις που είχαν ταλαιπωρήσει τη χώρα για πολλές δεκαετίες πριν από το 1974. Ήταν ένα τίμημα, ακριβό μεν, αλλά ίσως αναγκαίο για την εμπέδωση του εκδημοκρατισμού στη χώρα.

 

Είχε δημιουργήσει "μικροκομματοφοβία" το ελληνικό πολιτικό σύστημα κατά την περίοδο 1946-67;

 

Τα κόμματα, ιδίως τα κυρίαρχα, είναι και αυτά πολιτικά δημιουργήματα μιας δεδομένης ιστορικής περιόδου και των στοιχείων που την χαρακτηρίζουν και, εξαιτίας αυτού, ο κύκλος ζωής τους ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις ιστορικές αυτές φάσεις. Δεν επιβίωσαν κόμματα ούτε από την τρικουπική περίοδο, ούτε από τη βενιζελική, ούτε από την προδικτατορική, παρά μόνο κάποια ίσως φαντάσματα του εαυτού τους, τα οποία κατάφεραν να συντηρήσουν για λίγο ακόμη ένα μικρό ποσοστό, χάρη σε μεγαλύτερους σε ηλικία ψηφοφόρους που παρέμεναν πιστοί σε αυτά από συναισθηματισμό. Έτσι έγινε με το βενιζελικό κόμμα του Σοφοκλή Βενιζέλου μεταπολεμικά, που ποτέ δεν ανέκαμψε ξανά και περιορίστηκε σε ρόλο απο-κόμματος του Κέντρου, ή με την Ένωση Κέντρου μεταπολιτευτικά που γρήγορα απορροφήθηκε από το ΠΑΣΟΚ. Αν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιβιώνει ακόμη σήμερα, το οφείλει αφενός σε παλιότερους ψηφοφόρους του που διατηρούν ισχυρότατους συναισθηματικούς δεσμούς μαζί του, αφετέρου χάρη στη σχετικά μικρή θελκτικότητα που ασκεί εν γένει στην Κεντροαριστερά ο ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως μετά τις επικίνδυνες ακροβασίες του 2015 και το ύφος της διακυβέρνησής του κατόπιν. Κανείς όμως δεν περιμένει από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ότι θα ανακάμψει ποτέ ξανά ως κόμμα εξουσίας. Θα έλεγα ότι το μέλλον του θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα οργανωθεί εκ νέου το κομματικό σύστημα, κάποια στιγμή μεσοπρόθεσμα. Έτσι κι αλλιώς, τα κόμματα όπως τα γνωρίζαμε στις παλιές μαζικές δημοκρατίες αλλάζουν και μετεξελίσσονται (και διεθνώς) σε πολιτικές πλατφόρμες,όπου τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν να ηγηθούν αυτών τείνουν να έχουν μεγαλύτερο ειδικό βάρος από τις γραφειοκρατικές τους δομές. 

 

Ήταν το ΠΑΣΟΚ ένα καθεστωτικό κόμμα που δεν μπόρεσε να αντισταθείστην πτώση του καθεστώτος στα μνημόνια, όπως συνέβη με τα κομμουνιστικά κόμματα στον υπαρκτό σοσιαλισμό;

 

Ενδιαφέρουσα η ιστορική αναλογία, αν κατανοώ σωστά το πνεύμα της. Κοιτάξτε, το ΠΑΣΟΚ υπήρξε το πρώτο κόμμα με σύγχρονη μαζική οργάνωση στηνελληνική πολιτική ιστορία, εξ ου και πέτυχε, χάρη και στη λαϊκιστική χρήση τωνσυμβόλων και της ιστορίας από την πλευρά του ιδρυτή και αρχηγού του, να καταστεί το κυρίαρχο κόμμα της Γ ́Ελληνικής Δημοκρατίας, απαντώντας και σε κοινωνικά αιτούμενα που εκκρεμούσαν δεκαετίες, για να είμαστε ειλικρινείς. Σε αυτό επηρεάστηκαν και όλα τα υπόλοιπα κόμματα, όπως και η ΝΔ, και σύντομα ακολούθησαν το επιτυχημένο οργανωτικό του πρότυπο, που έφθανε πολύ βαθιά στην κοινωνία–κάτι που παρεμπιπτόντως εξηγεί γιατί παραμένει ακόμη και τώρα ισχυρό το ΚΙΝΑΛ σε διάφορους επαγγελματικούς χώρους. Ωστόσο, η μακρά παραμονή του στην εξουσία και ο έντονος κρατισμός που χαρακτήριζε το ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο και πριν από το 1981 το μετέτρεψαν, από ένα σημείο και μετά, σε κόμμα κράτους. Αυτό σήμαινε ότι η διαιώνιση της ηγεμονίας του εξαρτιόταν από την κυριαρχία του επί του κράτους, και ειδικότερα από τη διαχείριση των πόρων του με πελατειακούς όρους, σε μια αέναη συνδιαλλαγή μετις διάφορες ομάδες συμφερόντων. Όσο το μοντέλο αυτό λειτουργούσε χωρίς φαινομενικά προβλήματα, το εκλογικό σώμα είχε μια σαφή ροπή προς την Κεντροαριστερά και συνέχιζε να στηρίζει το ΠΑΣΟΚ και στη δεκαετία του 1990, ενώ αυτό το κρατικιστικό μοντέλο υιοθετήθηκε και από την ίδια τη ΝΔ το 2005-2009, προκειμένου να επιτύχει μεγαλύτερο βαθμό νομιμοποίησης στη διακυβέρνησή της. Μετά όμως τη χρεοκοπία του 2010, ήταν αναμενόμενο την εκκωφαντική κατάρρευση του μοντέλου αυτού ανάπτυξης να ακολουθήσει και το κομματικό σύστημα που το διαχειριζόταν και το συντηρούσε. Αυτό συνέβη εν μέρει με τις εκλογές του 2012, που έχουν χαρακτηριστεί ως εκλογές -σεισμός, υπό την έννοια κυρίως της καθίζησης του κόμματος εκείνου που θεωρούνταν καιο βασικός εμπνευστής αυτού του ιδιότυπου μεταπολιτευτικού κοινωνικο ύσυμβολαίου, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ.

 

Υπάρχει άλλο παράδειγμα ΠΑΣΟΚ στην ελληνική πολιτική ιστορία που ναέχει διεκδικήσει επιτυχώς την αναγέννηση εκ της τέφρας;

 

Συνέβη το εξής παράδοξο. Κατέρρευσε μεν το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο καιτο κυρίαρχο πολιτικό κόμμα της Μεταπολίτευσης, αλλά όχι και οι ζωτικές ψευδαισθήσεις της μεταπολιτευτικής μας κοινωνίας, τις οποίες επιχείρησε να συντηρήσει η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, εκμεταλλευόμενος το κύμα αντισυστημισμού της περιόδου. Ο ηχηρός πάταγος και αυτής της λαϊκιστικήςέξαρσης σήμανε νομίζω και το οριστικό τέλος των παλιών φαντασιώσεων. Έτσι,αν και δεν έχουμε το τυπικό τέλος της Γ ́Ελληνικής Δημοκρατίας, έχουμε σίγουρα μια νέα μετάλλαξή της, όπου κρατάμε μεν το δημοκρατικό της κεκτημένο, με πολύ λιγότερες όμως ψευδαισθήσεις, και με τον αντισυστημισμό και τον λαϊκισμό της αντιμνημονιακής εποχής να βρίσκεται ηττημένος, αν και όχι πλήρως εξαφανισμένος. 

 

Εκφράζεται η εκτίμηση ότι στον ελληνικό δικομματισμό ποτέ δεν υπήρξαν μεγάλα κόμματα αλλά συνασπισμοί συμφερόντων στη διεκδίκηση της εξουσίας. Ο Μητσοτάκης αποκατέστησε τον συνασπισμό σε ό,τι αφορά το ένα μέρος του δικομματισμού. Ο Τσίπρας δεν μπορεί στο άλλο,κι αυτό δίνει ανάσες στο ΚΙΝΑΛ

 

Τα μαζικά πολιτικά κόμματα ως πολυσυλλεκτικοί οργανισμοί είναι εκ της φύσεώς τους συνασπισμοί κοινωνικών συμφερόντων. Είναι άλλωστε κατ’ ουσίαν δημιουργήματα της κοινωνίας των πολιτών, ακόμη κι αν είναι έντονα αρχηγικά, όπως ήταν αυτά της Γ ́Ελληνικής Δημοκρατίας. Πράγματι, από όσα προκύπτουν και από την ιστορία της, η ΝΔ έχει την τάση να επιδεικνύει μεγαλύτερη «σοφία» στην επιλογή της ηγεσίας της, υπό την έννοια ότι αφενός κατορθώνει να διατηρεί πάντα την ενότητα της παράταξης, αφετέρου να επιλέγει εκείνα τα πρόσωπα που της διασφαλίζουν προοπτική εξουσίας. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι αυτήν τη στιγμή είναι και η μόνη πολιτική δύναμη που σκέφτεται στρατηγικά ως κόμμα εξουσίας. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις επιλογές του, τόσο σε επίπεδο ηγεσίας όσο και από άποψη στρατηγικής, δείχνει μάλλον να απομακρύνεται από αυτήν και να πολιτεύεται με όρους κόμματος διαμαρτυρίας. Μοιάζει, δηλαδή, να αισθάνεται ικανοποιημένος με τη διατήρηση ενός αξιοπρεπούς ποσοστού πουμπορεί να το κρατά στη δεύτερη θέση, σε απόσταση ασφαλείας από τον τρίτο. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί σύντομα να αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα συνέχειας, από τη στιγμή που έχει εξελιχθεί σε ένα τόσο προσωποπαγές κόμμα που είναι ταυτισμένο με τον σημερινό αρχηγό του, χωρίς μάλιστα να διαθέτει αξιόλογη κομματική βάση. Τι θα υπάρξει μετά τον Αλέξη Τσίπρα κανείς δεν μπορεί να ξέρει, που σημαίνει ότι κάνεις δεν ξέρει και αν θα υπάρχει ΣΥΡΙΖΑ μετά από εκείνον και υπό ποια μορφή.

 

Τον τελευταίο καιρό χρησιμοποιείται ως επιχείρημα η ακυβερνησία που ενδέχεται να φέρει η απλή αναλογική. Όμως, τις δύο από τις τρεις φορές μετά το 1974,που χρειάστηκαν συμμαχικές κυβερνήσεις, το 1989 και το 2015, δεν υπήρξε πρόβλημα στον σχηματισμό τους.

 

Σε ό,τι αφορά την απλή αναλογική, που υπήρξε το δικό του στρατήγημα όσο είχε την εξουσία, προκειμένου να την στερήσει από τους αντιπάλους του, θεωρώ ότι μπορεί όντως να οδηγήσει σε ακυβερνησία, σε μια περίοδο μάλιστα που δενδιαθέτει η χώρα τέτοια «πολυτέλεια». Μετά τις εκλογές με απλή αναλογική, το μόνο σενάριο συνασπισμού, με βάση τη σημερινή κομματική ισορροπία, δεν θαήταν εκείνο ενός αριστερού συνασπισμού (με δεδομένη την πάγια άρνηση του ΚΚΕ να συμμετάσχει), αλλά ενός συνασπισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ! Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εκτός πραγματικότητας. Η ακυβερνησία θα ήταν συνεπώς βέβαιη,αν δεν υπήρχε η διέξοδος των δεύτερων εκλογών με ενισχυμένη αναλογική. Άλλωστε, οι μεν κυβερνήσεις συνασπισμού του 1989 ήταν προκαθορισμένου χρόνου και σκοπού, λόγω της τότε γνωστής συγκυρίας της«κάθαρσης», το δε συγκολλητικό υλικό του κυβερνητικού συνασπισμού του 2015 ήταν το«αντιμνημόνιο», το οποίο εντέλει και οι δύο εταίροι το «πρόδωσαν» προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία. Μπορεί να έπραξαν σωστά, ώστε να παραμείνει η χώρα στο ευρώ και την Ε.Ε., αλλά δεν θεωρώ ότι μπορεί και πρέπει μια σχέση εξουσίας και κοινωνίας να στηρίζεται σε ένα τόσο έωλο συμβόλαιο εμπιστοσύνης. Με άλλα λόγια, δεν είναι πρότυπο που θα έπρεπε να αντιγράψουμε ξανά.