Μ.Σαρηγιαννίδης, αν. καθ.Δ.Δ.ΑΠΘ «Καμία συνθήκη ειρήνης δεν μπορεί να αναμετρηθεί με την κουλτούρα της βίας» - Free Sunday
Μ.Σαρηγιαννίδης, αν. καθ.Δ.Δ.ΑΠΘ «Καμία συνθήκη ειρήνης δεν μπορεί να αναμετρηθεί με την κουλτούρα της βίας»

Μ.Σαρηγιαννίδης, αν. καθ.Δ.Δ.ΑΠΘ «Καμία συνθήκη ειρήνης δεν μπορεί να αναμετρηθεί με την κουλτούρα της βίας»

«Αν οι δύο πλευρές δεν προχωρήσουν σε σύναψη ειρήνης, καμία από τις δυο, ή έστω μία, δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα της στρατιωτικής έκβασης, και πιθανόν θα επιχειρήσει να επανέλθει είτε στρατιωτικά είτε με άλλες μορφές εξαναγκασμού», επισημαίνει ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, της Νομικής του ΑΠΘ, Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης, με την αφορμή της συμπλήρωσης 100 ημερών από την έναρξης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Σύμφωνα με τον κ. Σαρηγιαννίδη, «οποιαδήποτε παρέκκλιση μιας χώρας-μέλους από το καθεστώς κυρώσεων που εφαρμόζει η Ε.Ε. θα ενεργοποιούσε τις εσωτερικές διαδικασίες και πιο συγκεκριμένα πολιτικές και νομικές κυρώσεις σε βάρος του κράτους-μέλους που δεν συμμορφώνεται σχετικά».

Σε ό,τι αφορά τα διεθνή ποινικά δικαστήρια για εγκλήματα πολέμου, εκτιμά ότι το πιο πιθανό σενάριο, όταν λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία, είναι ότι θα συλληφθούν ορισμένοι κατώτεροι Ρώσοι αξιωματικοί, θα τους επιρριφθεί η ευθύνη για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου και θα τους επιβληθούν ποινές από ρωσικά στρατοδικεία.

 

 

Τι νομικές συνέπειες έχουν οι κυρώσεις που επιβάλλονται με πολιτική απόφαση; Τι κυρώσεις έχουν αυτοί που δεν εφαρμόζουν την απόφαση;

Το διεθνές σύστημα είναι αποκεντρωμένο και άναρχο. Επομένως, δεν υπάρχει μια κεντρική εξουσία με δυνατότητες εξαναγκασμού και, παράλληλα, η κυριαρχία επιτρέπει στα κράτη να λειτουργούν σε καθεστώς ισοτιμίας στις μεταξύ τους σχέσεις, ανεξάρτητα από τις πραγματικές δυνατότητές τους, που εύλογα διαφοροποιούν το εύρος των επιλογών τους.

Επομένως, η απουσία κεντρικής/υπερεθνικής εξουσίας στο διεθνές περιβάλλον επιτρέπει στα κράτη να αποφασίζουν τη λήψη και την επιβολή εξαναγκαστικών μέτρων στις μεταξύ τους σχέσεις. Αντίθετα, η μοναδική περίπτωση κεντρικά επιβαλλόμενου εξαναγκασμού, είτε με τη μορφή εξουσιοδότησης για τη χρήση ένοπλης βίας είτε με την επιβολή κυρώσεων, είναι η ενεργοποίηση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη μη-άσκηση βέτο από ένα από τα μόνιμα μέλη του. Στη δε περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, είναι αυτονόητο ότι η επιτιθέμενη πλευρά, δηλαδή η Ρωσία, που είναι ένα από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, δεν θα συναινούσε ποτέ στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος της.

Άρα τι δυνατότητες έχουν οι υπόλοιποι πόλοι του συστήματος;

Παρ’ όλα αυτά, επειδή ακριβώς το διεθνές σύστημα είναι αποκεντρωμένο και θεμελιώνεται στην ισότητα μεταξύ των κυρίαρχων κρατών, υπάρχει η δυνατότητα μονομερούς ή και συλλογικής επιβολής μέτρων, προκειμένου ένα κράτος ή μια ομάδα κρατών να προστατέψουν τα συμφέροντά τους ή ακόμη και τα συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας. Εννοείται ότι τα μέτρα αυτά δεν συνεπάγονται τη χρήση ένοπλης βίας, κάτι που επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο του συστήματος συλλογικής ασφάλειας του ΟΗΕ και σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος στην άμυνα.

Η δε περίπτωση των μέτρων που επιβάλλει η Ε.Ε. στη Ρωσία είναι έκφραση της συλλογικής δυνατότητας των κρατών να λάβουν τέτοια απόφαση, εντός φυσικά του θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου που προσφέρει η Ε.Ε. Από την στιγμή που τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. υιοθετήσουν απόφαση για την επιβολή κυρώσεων, είναι υποχρεωμένα να την εφαρμόσουν άμεσα και καθολικά. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από το καθεστώς κυρώσεων που εφαρμόζει η Ε.Ε. θα ενεργοποιούσε τις εσωτερικές διαδικασίες και πιο συγκεκριμένα πολιτικές και νομικές κυρώσεις σε βάρος του κράτους-μέλους που δεν συμμορφώνεται σχετικά.

 

Ακούγονται πολλά για διεθνή δικαστήρια για εγκλήματα πολέμου. Όμως οι Ουκρανοί έχουν δικάσει Ρώσους με αυτή την κατηγορία. Τι προηγούμενο δημιουργεί αυτό;

Τα εγκλήματα πολέμου είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία εγκλημάτων που αφορά στις παραβιάσεις των κανόνων που σχετίζονται με τον τρόπο που διεξάγεται μια ένοπλη σύρραξη. Για παράδειγμα, η παραβίαση της υποχρέωσης διάκρισης ανάμεσα σε νόμιμο στρατιωτικό στόχο και σε παράνομο πολιτικό στόχο οδηγεί σε διάπραξη εγκλημάτων πολέμου. Τέτοια εγκλήματα, που αφορούν στο Δίκαιο των Ένοπλων Συρράξεων (Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο), δικάζει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Η Εισαγγελία του ήδη διεξάγει έρευνες για να συγκεντρώσει αποδεικτικά στοιχεία και στη συνέχεια να εκδώσει εντάλματα σύλληψης σε βάρος των φυσικών και ηθικών αυτουργών τους, καθώς η Ουκρανία έχει αναγνωρίσει τέτοια δικαιοδοσία στο Δικαστήριο με μονομερή δήλωσή της το 2015.

Όμως, αυτό δεν εμποδίζει το Κίεβο να διεξάγει έρευνες και τα ουκρανικά δικαστήρια να δικάσουν περιπτώσεις διάπραξης τέτοιου είδους εγκλημάτων. Μάλιστα, το Κίεβο έχει κάθε λόγο να επισπεύσει αυτές τις διαδικασίες, καθώς του προσφέρουν τη δυνατότητα να αναδείξει και να εκμεταλλευθεί πολιτικά τα εγκλήματα πολέμου που έχουν διαπράξει οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις. Επομένως, η επιδίωξη του Κιέβου να δικάσει εγκλήματα πολέμου Ρώσων στρατιωτών τού προσφέρει ένα ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στη Μόσχα, αντισταθμίζει τους ρωσικούς ισχυρισμούς περί απο-ναζιστικοποίησης και γενοκτονίας, ενισχύει την υποστήριξη σε επίπεδο διεθνούς κοινής γνώμης και φέρνει σε δύσκολη θέση τον Ρώσο πρόεδρο.

Πόσο πιθανή είναι μια παραπομπή Πούτιν;

Αναμφίβολα, η Ουκρανία στοχεύει τον πρόεδρο Πούτιν ως ηθικό αυτουργό των εγκλημάτων που διαπράττονται στην επικράτειά της. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο πρόεδρος Πούτιν θα λογοδοτήσει ενώπιον ουκρανικού ή διεθνούς ποινικού δικαστηρίου. Όχι μόνο γιατί είναι δυσχερές σε αποδεικτικό επίπεδο να τεκμηριωθεί ότι ο Ρώσος πρόεδρος ευθύνεται για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου, αλλά και γιατί, ακόμη κι αν εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, είναι μάλλον απίθανο να συλληφθεί ο πρόεδρος Πούτιν. Άλλωστε, σύμφωνα με το πιο πιθανό σενάριο, όταν λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα συλληφθούν ορισμένοι κατώτεροι Ρώσοι αξιωματικοί, θα τους επιρριφθεί η ευθύνη για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου και θα τους επιβληθούν ποινές από ρωσικά στρατοδικεία. Με αυτόν τον τρόπο, η αλυσίδα της ευθύνης θα σπάσει εκεί, εμποδίζοντας έτσι την περαιτέρω αναζήτηση ευθυνών και την έκθεση του προέδρου Πούτιν, ο οποίος θα ισχυριστεί δημόσια πως ούτε γνώριζε, ούτε διέταξε, ούτε είχε τη δυνατότητα να αποτρέψει τη διάπραξη των εγκλημάτων πολέμου.

 

Πώς είναι ασφαλέστερο να λήγουν αυτοί οι πόλεμοι; Με συνθήκες ειρήνης που δημιουργούν υποχρεώσεις και απαιτούν μακρές διαπραγματεύσεις;

Όταν ένα κράτος προσφεύγει στη χρήση ένοπλης βίας, έχει ήδη εκτιμήσει το κόστος και το όφελος αυτής της απόφασης και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η στρατιωτική έκβαση θα του προσφέρει περισσότερα ή καλύτερα ανταλλάγματα σε σχέση με την ειρηνική επίλυση μιας διαφοράς. Συνεπώς, η απόφαση της Μόσχας να εισβάλει στην Ουκρανία υιοθετήθηκε εφόσον πρώτα συνεκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν όλα τα πιθανά σενάρια, τα οποία συμπεριλάμβαναν και την εναλλακτική της ειρηνικής επίλυσης και της άσκησης εξαναγκαστικής διπλωματίας.

Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις εισέβαλαν στην ουκρανική επικράτεια, ο πόλεμος θα τερματιστεί όταν μία από τις δύο πλευρές αναγκαστεί να ενδώσει στο πεδίο. Με άλλα λόγια, είτε η Ουκρανία θα υποχωρήσει υπό το κράτος της ρωσικής στρατιωτικής υπεροχής και ενδεχόμενης νίκης, είτε η Ρωσία δεν θα μπορέσει να κάμψει την ουκρανική άμυνα και η συνέχιση του πολέμου θα την εξασθενίσει στρατιωτικά σε μη-αποδεκτό βαθμό σε σχέση με τους υπολογισμούς της, όταν έλαβε την απόφαση να εισβάλει. Φυσικά, υπάρχει και το ενδεχόμενο να βρεθούν και οι δύο πλευρές σε αδιέξοδο και να αποδεχθούν ότι η συνέχιση του πολέμου δεν εξυπηρετεί καμία από τις δύο. Επομένως, ανάλογα με τη θέση ισχύος που θα βρίσκονται οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης μπορεί να απαιτήσουν περισσότερο ή λιγότερο χρόνο.

Μπορεί να γίνει συμφωνία εκεχειρίας που όμως δημιουργεί εκκρεμότητες;

Μια συμφωνία εκεχειρίας είναι προ-απαιτούμενο προκειμένου να δοκιμαστούν οι πραγματικές προθέσεις και η καλοπιστία των δύο πλευρών. Βέβαια, αν οι δύο πλευρές δεν προχωρήσουν σε σύναψη ειρήνης, καθίσταται αντιληπτό πως καμία από τις δυο, ή έστω μία, δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα της στρατιωτικής έκβασης, και πιθανόν θα επιχειρήσει να επανέλθει είτε στρατιωτικά είτε με άλλες μορφές εξαναγκασμού. Πάντως, σίγουρα μια συμφωνία εκεχειρίας παγώνει μια σύγκρουση αλλά δεν συνεισφέρει στην ουσιαστική αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών που οδήγησαν στην ένοπλη σύρραξη. Αντίθετα, η υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης διαμορφώνει ένα περιβάλλον περισσότερο λειτουργικό, επιβάλει στα μέρη υποχρεώσεις και προσφέρει προοπτικές που θα μπορούσαν να υπερκεράσουν τους λόγους που κατέστησαν την ένοπλη αναμέτρηση αναπόφευκτη. Σε κάθε περίπτωση, καμία συμφωνία εκεχειρίας και καμία συνθήκη ειρήνης δεν μπορεί να αναμετρηθεί αποτελεσματικά με την κουλτούρα της βίας. Ειδικά, όταν η τελευταία παρουσιάζεται ως η αναπόφευκτη κατάληξη αναθεωρητικών αφηγήσεων που συνοδεύεται με ιστορική αμνησία.