Χριστίνα Πουλίδου: «Με τρομάζουν όσοι βλέπουν το μέλλον σαν μια αέναη προέκταση του παρόντος» - Free Sunday
Χριστίνα Πουλίδου: «Με τρομάζουν όσοι βλέπουν το μέλλον σαν μια αέναη προέκταση του παρόντος»

Χριστίνα Πουλίδου: «Με τρομάζουν όσοι βλέπουν το μέλλον σαν μια αέναη προέκταση του παρόντος»

Η συζήτηση με τη συγγραφέα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τη συζήτηση με τη συνάδελφο. Ίσως γιατί τα κείμενά της για την εξωτερική πολιτική που τράβηξαν την προσοχή σου δεν σε κινητοποίησαν συναισθηματικά όσο το «Άνω Κάτω», ένα κοινωνικό-ηθογραφικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στη Σύρο της Κατοχής και στη Σύρο της σύγχρονης κρίσης.

Poulidou9

Είναι πείραμα ή απόφαση η στροφή στη λογοτεχνία;

Η νεκροψία θα δείξει! Πείραμα, θα έλεγα, που εξάλλου εμπεριέχει μιαν απόφαση. Αυτό που συνειδητοποίησα πάντως πρόσφατα είναι ότι όσοι πέρασαν τη ζωή τους σαν «γραφιάδες» δεν μπορούν να εγκαταλείψουν το άθλημα επειδή πέρασαν στη χορεία των συνταξιούχων. Θα ψάξουν και θα βρουν τις παροχετεύσεις τους. Γιατί το γράψιμο έχει γίνει θεμελιώδες συστατικό της ύπαρξής τους. Και είναι τυχεροί που το έχουν, γιατί τους ακολουθεί διά βίου, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, είναι η συνέχεια των χεριών μας.

Γιατί στη Σύρο της Κατοχής;

Γιατί ήταν μια πολύ οδυνηρή περίοδος στην ιστορία του νησιού. Οκτώ χιλιάδες νεκροί σε έναν πληθυσμό είκοσι χιλιάδων είναι τρομερό νούμερο. Και ευρύτερα άγνωστο. Επίσης, γιατί Σύρος είναι η ιστορία της. Ό,τι βλέπεις γύρω σου σε τούτο τον τόπο έχει την πατίνα του χρόνου και του πολιτισμού. Δεν μπορείς να το παραβλέψεις – σου μιλάει. Ακόμη, γιατί είναι μια περίοδος που –εξαιτίας των έκτακτων συνθηκών– παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον στο πεδίο των κοινωνικών συσχετισμών: στη διαμόρφωση δηλαδή της κοινωνικής συνείδησης ανάμεσα στους καθολικούς και τους ορθόδοξους, τους πλούσιους και τους φτωχούς, τον αστικό και τον αγροτικό κόσμο. Και, τέλος, γιατί, δυστυχώς, αυτή η περίοδος ήταν τομή στην ιστορία της – παρά τις αποσπασματικές αναλαμπές, δεν μπόρεσε ποτέ να ανακτήσει τον ρόλο που είχε προπολεμικά και ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα.

Μήπως η ενασχόληση με το μυθιστόρημα είναι και μια αποστασιοποίηση από τα κοινά, από τις σύγχρονες δημόσιες υποθέσεις;

Ασφαλώς είναι μια φυγή και είμαι ευγνώμων στην επιμελήτριά μου Ελένη Μπούρα (που με πήρε εξαρχής στα σοβαρά και επέμενε να γράφω), γιατί πέρασα καλά τον χρόνο που έγραφα. Χάθηκα ατέλειωτες ώρες στις παλιές εφημερίδες στη Βιβλιοθήκη του δήμου, διάβασα πάρα πολλά βιβλία, μίλησα με δεκάδες ηλικιωμένους και κατέγραψα τις μαρτυρίες τους. Όμως το «Άνω Κάτω» ξετυλίγεται σε δύο χρόνους – κατά το ήμισυ ανατρέχει στην κατοχική περίοδο και το υπόλοιπο είναι στα σύγχρονα χρόνια της κρίσης. Πικρά κι αυτά και οδυνηρά παρόντα.

Έχουμε ανάγκη τη μυθοπλασία σε πολλά επίπεδα – και στο πολιτικό;

Δεν νομίζω ότι έκανα μυθοπλασία. Στο δικό μου μυαλό, ήταν σαν να έβαλα χαρακτήρες (που έχω γνωρίσει στη ζωή μου) να παίζουν σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Θέλω να πω ότι δεν έκανα λογοτεχνικές υπερβάσεις μυθοπλασίας – αφενός δεν θα το τολμούσα και αφετέρου με ελκύουν τα συντεταγμένα σχήματα, η τάξη, η οργάνωση. Η μυθοπλασία έχει κάτι το ονειρικό αλλά και το ανύπαρκτο, άρα και το απατηλό, τελικά το κάλπικο. Θυμάμαι ότι ο συνήθης απαξιωτικός χαρακτηρισμός που απηύθυναν οι αντίπαλοί του στον Σημίτη ήταν «λογιστάκος». Με άλλα λόγια, τον… έβριζαν ως ρεαλιστή, λογικό, γήινο. Επειδή με ρωτάτε, λοιπόν, προσωπικά, αυτό μου έχει λείψει: το ένα κι ένα κάνουν δύο, ο προγραμματισμός, το σχέδιο, η μεθόδευση. Γιατί όλα αυτά σημαίνουν ότι υπάρχει ένας στόχος – τον έχεις επιλέξει, τον έχεις ορίσει και αναζητάς μεθοδευμένα την προσέγγισή του. Και η πρόκληση, το ενδιαφέρον, η περιπέτεια, νομίζω ότι βρίσκεται εκεί: στη διαδρομή της υλοποίησης. Αυτό είναι τελικά το «ωραίο ταξείδι» και εκεί κρίνονται όλα. Και στην πολιτική, αλλά και στις σχέσεις των ανθρώπων.

Το βιβλίο περνά τη δική του κρίση, έτσι δεν είναι;

Δεν μπορώ να δω γύρω μου κάτι που να μην είναι σε κρίση – το πιο επίπονο είναι η κρίση στις σχέσεις των ανθρώπων. Βέβαια και το βιβλίο περνά κρίση και νομίζω ότι αυτή εκδηλώνεται με μιαν αμφιθυμία: αφενός θέλουμε να διαβάσουμε για να ξεχαστούμε, να μπούμε σε ένα κουκούλι προστασίας μας από τα τρέχοντα, λαχταρούμε να αδειάσουμε λίγο το μυαλό μας απ’ όσα το ταλαιπωρούν, ταυτόχρονα όμως δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε. Τα σοκαριστικά γεγονότα που βιώνουμε σαν να έκαψαν τα αντανακλαστικά μας. Μου έχει τύχει να έχω «διαβάσει» με προσοχή και συνέπεια, λέξη-λέξη, μια ολόκληρη σελίδα και φτάνοντας στο τέλος της να αναρωτηθώ τι αφορούσε αυτό που είχα «διαβάσει».

Η κρίση που περνά η δημοσιογραφία είναι πιο σοβαρή;

Από τη δεκαετία του ’80, που εργάστηκα ως δημοσιογράφος, κατά την άποψή μου υπήρχε κρίση στη δημοσιογραφία και θα σας πω ένα περιστατικό. Σε μια σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες ένας πολύ αγαπητός μου συνάδελφος με ρώτησε κάποια στιγμή αν είχα εικόνα περί του τι είχε γίνει στη σύνοδο. Του απάντησα θετικά και του εξήγησα πώς είχαν τα πράγματα. «Μάλιστα, κατάλαβα», μου είπε, «πάμε τώρα να γράψουμε τα αντίθετα, όπως τα θέλει η εφημερίδα μου». Αυτό εγώ το λέω «κρίση». Είναι όλες αυτές οι μικρές «κρίσεις» που έφτιαξαν τη μεγάλη κρίση. Και με την ευκαιρία να πω πως κατά τη γνώμη μου και την εμπειρία μου η επίκληση της «θέσης της εφημερίδας» συχνά είναι μια δικαιολογία αδράνειας. Όλοι ξέρουμε πού είναι η κόκκινη γραμμή στις δουλειές μας και φροντίζουμε να μην την πατάμε. Αλλά τη δοκιμάζουμε, πάμε πιο δω, πιο κει, δεν οπισθοχωρούμε ένα χιλιόμετρο πριν… Εξάλλου το ρεπορτάζ έχει ένα αδιάσειστο βάρος.
Στις μέρες μας η κρίση έχει απλωθεί και στο επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Σε όλη μου την καριέρα δούλευα ταυτόχρονα σε τέσσερα ΜΜΕ και για το καθένα έκανα μια πρωτότυπη δουλειά στην ίδια περιοχή ειδησεογραφίας, την εξωτερική πολιτική. Σήμερα η ευτυχία των συναδέλφων εξαντλείται στο να έχουν μια δουλειά, ας είναι και κακοπληρωμένη, φτάνει να δίνει την αίσθηση της σταθερότητας. Είναι τρομακτικά τα νούμερα των άνεργων δημοσιογράφων και νομίζω ότι το επάγγελμα βούλιαξε για τα καλά.
Η κρίση όμως ανέδειξε και τη σημασία της προσαρμογής – είναι το ένστικτο επιβίωσης που μας το μαθαίνει. Μετά την οδύνη, λοιπόν, χρειάζεται ψυχραιμία, έρευνα και επανεκκίνηση. Σε νέους ορίζοντες.

Κοιτάζοντας πίσω, βλέπουμε μπροστά;

Απολύτως. Με τρομάζουν όσοι βλέπουν το μέλλον σαν μια αέναη προέκταση του παρόντος.

Υπάρχει λόγος να ελπίζουμε για κάτι καλύτερο στη χώρα μας;

Ο άντρας μου κι εγώ είχαμε την τύχη να έχουμε φίλο μας τον Νίκο Θέμελη. Θυμάμαι πάντα ότι στα τελευταία του δύσθυμα παρατηρούσε πόσο πολύ έχουν αλλάξει οι συνθήκες. «Υπάρχει ένα γεγονός και βάζεις με το μυαλό σου διάφορα σενάρια. Ε, τελικά συμβαίνει το χειρότερο!» έλεγε. Και ακόμη επαληθεύεται.