Κώστας Μποτόπουλος: «Η κυβέρνηση ευτελίζει τους θεσμούς» - Free Sunday
Κώστας Μποτόπουλος: «Η κυβέρνηση ευτελίζει τους θεσμούς»

Κώστας Μποτόπουλος: «Η κυβέρνηση ευτελίζει τους θεσμούς»

Και ως συνταγματολόγος καταθέτει τις απόψεις του για το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει, για όσα πρέπει να αλλάξουν ή να επανεξεταστούν. Δεν έχει απογοητευτεί από την προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του ενδιάμεσου χώρου και τονίζει ότι σημασία έχει η ανανέωση, σε επίπεδο ιδεών αλλά και προσώπων.

Ανησυχείτε για το μέλλον της χώρας μας; Τίποτα δεν πάει καλά, ούτε μέσα ούτε έξω… Θυμάμαι ότι στο βιβλίο σας «Ο Βασίλης και η κρίση» καταλήγατε κάπως αισιόδοξα. Είστε ακόμη;
Το βιβλίο γράφτηκε πριν από ενάμιση χρόνο. Η χώρα και οι προοπτικές της ήταν εντελώς διαφορετικές πριν από ενάμιση χρόνο. Βάσιμα υπήρχε ελπίδα ότι η δημοσιονομική προσπάθεια που είχε γίνει θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομική και ψυχική ανάκαμψη. Μετά τις ευρωεκλογές ήρθε η μισή στροφή προς τον λαϊκισμό της τότε κυβέρνησης, που μοιάζει πταίσμα συγκρινόμενη με τις διαρκείς στροφές χωρίς πυξίδα της σημερινής κυβέρνησης, αλλά που αποτέλεσε την αρχή της εθνικής αναστροφής. Πρόωρες εκλογές, κυβερνητική εναλλαγή με διάθεση άλωσης της εξουσίας, διαπραγματευτική τακτική του πρώτου μισού του 2015, ξυστό πέρασμα από την έξοδο από την Ευρωζώνη, άτακτη διόρθωση μέσω δημοψηφίσματος και νέου μνημονίου, αναγκαστική λήψη βαριά υφεσιακών μέτρων που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, επικοινωνιακός αντιπερισπασμός μέσω διχαστικού λόγου και πράξης, βαριά καταπίεση του κράτους δικαίου και βαθιά υπονόμευση της εθνικής προσπάθειας είναι οι εξελίξεις που ακολούθησαν, που έχουν τη σφραγίδα της σημερινής κυβέρνησης, και δημιούργησαν το νέο τοπίο. Ένα, όπως το νιώθω εγώ, βαλτωμένο τοπίο. Αναρωτιέμαι τι είδους αισιοδοξία μπορεί να υπάρξει, ή να γεννηθεί, μέσα στον βάλτο. Θα το συζητήσω με τον Βασίλη και θα σας το πω την επόμενη φορά.

Δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση και τον εκλογικό νόμο έβαλε στο τραπέζι η κυβέρνηση. Τι λέτε;
Το προανήγγειλε και το πήρε ήδη πίσω, κρατώντας το πάντα ανοιχτό. Μια ακόμη εικονογράφηση της τακτικής της: όλα για τις εντυπώσεις, χωρίς σεβασμό ούτε στο Σύνταγμα, ούτε στους νόμους, ούτε στη σοβαρότητα των θεσμών, ούτε στη νοημοσύνη των πολιτών. Η αναθεώρηση μπορεί να γίνει μόνο υπό την τυπική και αυστηρή διαδικασία που περιγράφει το ίδιο το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα είναι το υπέρτατο πολιτειακά και συμβολικά κείμενο, που πρέπει να αφήνεται εκτός κομματικής αντιπαράθεσης. Ακόμη και αυτά τα στοιχειώδη αγνοούνται ή καταπατώνται. Η κυβέρνηση προσπαθεί να αποπροσανατολίσει από τα πεπραγμένα της διά του ευτελισμού των θεσμών. Αντί για δημοψήφισμα χωρίς αντίκρισμα, ας αντικρίσει τις αντιδράσεις της κοινωνίας απέναντι σε αυτή την τακτική της: θα αντιληφθεί ότι σε λίγο το μόνο κομμάτι της κοινωνίας με το οποίο θα συνομιλεί θα είναι όσοι συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας και ενδιαφέρονται μόνο για τη διατήρησή της.

Κατά τη γνώμη σας, πώς πρέπει να εξελιχθεί η διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης για να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα;
Όπως προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα: με σοβαρή συζήτηση στον ορθό χώρο –το Κοινοβούλιο– και με τα κατάλληλα μέσα – ειδική επιτροπή και Ολομέλεια με λήψη υπ’ όψιν των πορισμάτων της επιστημονικής κοινότητας. Από κει και πέρα, προσωπική μου γνώμη είναι ότι δεν ωφελεί το άνοιγμα όλων των άρθρων και των κεφαλαίων του Συντάγματος και η ατέρμονη θεωρητική ενδοσκόπηση. Η ουσία των θεσμών δεν βρίσκεται στο πώς είναι καταστρωμένοι αλλά στο πώς λειτουργούν στην πράξη, ιδίως μέσα από τη μεταχείριση που τους επιφυλάσσει η εξουσία. Πιστεύω ότι η δημοκρατική αντιπολίτευση δεν έχει κανένα λόγο να πέσει στην παγίδα αποπροσανατολισμού που θα επιχειρήσει η κυβέρνηση, θέτοντας στο τραπέζι ιδέες και αλλαγές επί παντός επιστητού, αχρείαστες και ίσως και ιδιοτελείς.

Ο χωρισμός κράτους-Εκκλησίας και η άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο εντάσσονται στα sine qua non μιας τέτοιας μεταρρύθμισης;
Έχω πει αρκετές φορές και το επαναλαμβάνω ότι το ζήτημα του χωρισμού κράτους και Εκκλησίας αποτελεί έναν από τους λίγους θεσμικούς αναχρονισμούς του ισχύοντος Συντάγματος και δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί. Στις αλλαγές που έχουν καταστεί, κατά τη γνώμη μου, αναγκαίες από τη μέχρι τώρα εμπειρία λειτουργίας του Συντάγματος, ιδίως μέσα στο καμίνι της κρίσης, θα πρόσθετα την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, την απεμπλοκή της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόκληση εθνικών εκλογών και την εξαφάνιση ή λείανση υπερβολικών προνομίων των βουλευτών (ασυλία, όπως είναι καταστρωμένη), των υπουργών (σύστημα απόδοσης ευθύνης) και των δικαστικών (μισθοδικείο). Δεν ισχύει καθόλου το ίδιο με την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Ούτε αναχρονισμό αποτελεί, ούτε ελληνική ιδιαιτερότητα αποτελεί η μονιμότητα, ούτε έχει καμία λογική να δημιουργηθεί ένα επιπλέον πεδίο γενικευμένης ανασφάλειας. Εξορθολογισμός, στοχοθεσία και πραγματική αξιολόγηση είναι, κατά τη γνώμη μου, τα κλειδιά για την αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης, μαζί βεβαίως με το παράδειγμα που οφείλει να δώσει μια κυβέρνηση με αίσθηση εθνικής ευθύνης. Για τίποτε απ’ όλα αυτά δεν χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση.

Πώς πάει η προσπάθεια ανασυγκρότησης του λεγόμενου ενδιάμεσου χώρου; Θα προκύψει κάτι;
Ήδη κάτι προέκυψε: συζήτηση ουσίας και μάλιστα γύρω από τους θεσμούς. Οργανωτικά δεν έχουν γίνει σημαντικά βήματα, αλλά αναρωτιέμαι αν είναι λόγω δυσκολίας ή λόγω έλλειψης ζήλου. Στην πολιτική, ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει εγχείρημα με πιθανότητες επιτυχίας χωρίς οργανωτική υποδομή. Και, θα πρόσθετα, και χωρίς υπέρβαση των απολύτως θεμιτών προσωπικών φιλοδοξιών με βάση όσα φαίνονται να ζητούν οι καιροί και η κοινωνία. Κατά τη γνώμη μου, μόνο μέσα από αυτή την υπέρβαση θα προκύψει κάτι που θα έχει αξία. Και που θα εμπλουτίσει ουσιαστικά ένα κομματικό σύστημα δραματικά μεταμορφωμένο τα τελευταία χρόνια, αλλά και με ακόμη μεγαλύτερες παθογένειες απ’ ό,τι προηγουμένως.

Τους παλιούς, πάντως, βλέπουμε ακόμη να πρωταγωνιστούν στις διεργασίες για τη δημιουργία μιας προοδευτικής μεταρρυθμιστικής παράταξης. Γίνεται έτσι να πειστεί η κοινωνική βάση για προθέσεις ανανέωσης;
Δεν συνηθίζω το «πολιτικώς ορθόν». Η απάντησή μου στο ερώτημά σας θα ήθελα να ακουστεί όσο καθαρή τη νιώθω: η υπέρβαση, για την οποία έγινε λόγος, πρέπει να συνδυαστεί και να συμβολιστεί από την ανάδειξη νέων προσώπων. Το ποια θα είναι αυτά θα το δείξει η ίδια η πολιτική διαδικασία, που πρέπει όμως να οργανωθεί έτσι ώστε να δώσει ανταγωνιστική ευκαιρία σε στελέχη λιγότερο «αναγνωρίσιμα» αλλά και λιγότερο φθαρμένα, ενδεχομένως δε και με δεξιότητες πιο χρήσιμες για τις ανάγκες της εποχής – κάτι που πρέπει βέβαια να αποδείξουν οι ίδιοι. Η διάχυτη αίσθηση που έχουμε όλοι για την κατάσταση στον χώρο της λεγόμενης «κεντροαριστεράς», αλλά και όλες οι επιστημονικές έρευνες, αναδεικνύουν αυτή την απολύτως φυσιολογική τάση για ανανέωση προσώπων. Αν δεν μπορέσει να εκφραστεί μέσα στα υπάρχοντα σχήματα, θα αναζητήσει έκφραση μέσα από τη δημιουργία νέων σχημάτων – αυτός είναι ο πανάρχαιος νόμος της πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, η απαραίτητη ανανέωση ιδεών δεν μπορεί να έρθει χωρίς ανανέωση των προσώπων, που είναι οι φορείς των ιδεών. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο είτε δεν θέλει την ανανέωση είτε δεν έχει ιδέα περί ιδεών.