Λ. Γεωργακόπουλος: «Ο άνθρωπος φαντάζεται περισσότερα απ’ όσα αντέχει» - Free Sunday
Λ. Γεωργακόπουλος: «Ο άνθρωπος φαντάζεται περισσότερα απ’ όσα αντέχει»

Λ. Γεωργακόπουλος: «Ο άνθρωπος φαντάζεται περισσότερα απ’ όσα αντέχει»

Το «Περιμένοντας τον Godot» του Σάμουελ Μπέκετ είναι από τα πιο δημοφιλή έργα της παγκόσμιας δραματουργίας. Τι είναι αυτό που κάνει τους σκηνοθέτες και τους θιάσους να θέλουν να το παρουσιάζουν ξανά και ξανά;
Το «Περιμένοντας τον Godot» είναι το σημαντικότερο έργο του θεάτρου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ταυτόχρονα ένα από τα διάσημα καλλιτεχνικά αινίγματα όλων των εποχών. Δεν είναι τυχαίο πως το έργο παντρεύει τουλάχιστον τρία προϋπάρχοντα είδη (το αρλεκίνικο θέατρο της commedia dell’ arte, τη σαιξπηρική παραβολική κωμωδία και το υπερρεαλιστικό θέατρο των αρχών του 20ού αιώνα) με το υπαρξιστικό θέατρο του παραλόγου που αναδύεται τη δεκαετία του 1940. Ωστόσο, το κείμενο που προκύπτει παραμένει ένας γρίφος, ο οποίος με τη σειρά του δομείται σε μια ακολουθία αινιγμάτων που κυριολεκτικά και μεταφορικά δεν απαντιούνται: «ποιοι είμαστε;», «ποιον περιμένουμε;», «ποιος είναι ο Γκοντό;», «γιατί περιμένουμε;», «τι θα απογίνουμε;». Και όμως, από αυτή την ακολουθία των αινιγμάτων προέκυψε ένα ολόκληρο είδος στο σύγχρονο θέατρο, το «θέατρο του υπαρξιακού κενού» ή το «θέατρο του μηδενός» ή και «θέατρο του παραλόγου». Το έργο διαλέγεται ευθέως με την τραγική μοίρα, έτσι όπως την αποκαλύπτουν η κλασική τραγωδία και ο Σαίξπηρ. Το μεγάλο διακύβευμα που εγκαθιστά ο Μπέκετ με αυτό το έργο είναι η απραξία ως τραγωδία. Στη σκηνή του τραγικού θεάτρου ανέβαιναν άνθρωποι που διεκδικούσαν το δικαίωμα να μετουσιώσουν τη βούλησή τους σε πράξη και σπαράσσονταν μέσα σε αυτή τη διαδρομή. Ο Μπέκετ είχε τη μεγαλοφυΐα να καταλάβει πως ο μεταπολεμικός κόσμος είναι ένας κόσμος ετερονομίας: έτσι, δημιούργησε δύο ήρωες που δεν βούλονται ούτε πράττουν, μα περιμένουν τον ερχομό ενός άλλου να γεμίσει το κενό της απραξίας τους και της ύπαρξής τους. Είναι ένα έργο με τρομερή γοητεία, γιατί είναι ανοιχτό σε πάρα πολλές ερμηνείες, με το νόημα να διαφεύγει συνεχώς, γιατί έχει μια παράδοξη ελευθερία στη σκηνική του εκδοχή, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πάρα πολλές δεσμευτικές σκηνικές οδηγίες, γιατί λειτουργεί με τρομερή δύναμη και πολυεπίπεδα στον οποιονδήποτε δέκτη. Η πρωτοτυπία του έργου και η κρυπτικότητά του, μαζί με μια φαινομενικά μπουφονική αφέλεια, το κατέστησαν από «μεγάλο θεατρικό σκάνδαλο» σε ένα έργο-μύθο του 20ού αιώνα που όλοι θέλουν να αναμετρηθούν μαζί του.
Η σκηνοθεσία της Νατάσας Τριανταφύλλη που εστιάζει;

Η παράσταση του «Γκοντό» ολοκληρώνει ένα σκηνοθετικό τρίπτυχο της Νατάσσας πάνω στην κλασική και μετακλασική διερώτηση της τραγικής πράξης: Ξεκίνησε με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, προχώρησε με τους Αδελφούς Καραμάζωφ» και ολοκληρώνεται τώρα με τον «Γκοντό». Προφανώς εστιάζει στην καρδιά του έργου που είναι η προσπάθεια να συμβιώσεις και να επιβιώσεις μέσα σε ένα κόσμο γεμάτο από νεκρές ψυχές, ήττες και φρούδες αναμονές Γκοντών αλλά και στον εξακολουθητικό πυρήνα της θεατρικής πράξης: την αγωνία να ενσαρκωθεί το κειμενικό αίνιγμα στην σκηνή και συνάμα να παραμείνει αίνιγμα. Ξέρετε, αν μια παράσταση ερμηνεύσει το αίνιγμα του έργου είναι κάτι περισσότερο από μια αποτυχία 

Με τη σκηνοθέτρια, Νατάσα Τριανταφύλλη, φαίνεται να έχετε δημιουργήσει μια ιδιαίτερη χημεία. Να υποθέσω πως από πίσω κρύβεται πολλή δουλειά;
Από την αρχή της συνεργασίας μας υπήρξε μια «ευκολία», δεν χρειάζονταν πολλά λόγια, μπορούσες να καταλάβεις τον άλλο σε ένα βαθύτερο επίπεδο, μπορούσες να τον εμπιστευτείς, να του δώσεις χώρο και να πάρεις τον δικό σου, να δημιουργείς με κοινό στόχο σε κοινούς άξονες, να υπάρχει χαλαρότητα και καλοσύνη. Μπορείς να το ονομάσεις και χημεία, που αναφέρετε, αλλά στο μυαλό μου αυτό είναι δευτερεύον. Και δεν νομίζω πως στην προσπάθειά μας κρύβεται κάποια ιδιαίτερη δουλειά. Αυτό που μας ενώνει περισσότερο είναι μάλλον η αγωνία να υπάρξουμε ως παροντικοί άνθρωποι μέσα σε κείμενα που μας ξεπερνούν.
 Το αίθριο του Μουσείου Μπενάκη, ένας εξωτερικός χώρος, πόσο «εξυπηρετεί» την πλοκή του έργου; 

Ο Μπέκετ έχει δώσει σαφείς σκηνικές οδηγίες για την παράσταση του έργου και όσο ζούσε επέμενε εμμονικά στην τήρησή τους. Στην παράστασή μας προσπαθούμε να τηρήσουμε την ουσία τους αξιοποιώντας έναν από τους πιο μαγικούς ενεργειακά χώρους που έχω δει στην Αθήνα. Είναι μία παράσταση που στήνεται ειδικά για αυτον τον εξωτερικό χώρο, με την αίσθηση οτι είμαστε σε ένα μουσείο. με την ευτυχία ο Πότζο και ο Λάκυ να έρχονται από τον έξω κόσμο και φυσικά μέσα σε αυτη την αναμονή την αίσθηση των περαστικών του δρόμου που δημιουργεί μία τεράστια συγκίνηση.

Το έργο αφορά και τη συμβίωση – «it’s all about symbiosis», όπως απάντησε και ο ίδιος ο Μπέκετ. Τι είναι αυτό που κάνει δύσκολες τις συμβιώσεις;
Η θεμελιακή αντίφαση της ανθρώπινης φύσης. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να δημιουργεί και για να σκοτώνει. Ο άνθρωπος ως φαντασιακή οντότητα θέλει πιο πολλά απ’ όσα ζητάει ως υλική πραγματικότητα – με άλλα λόγια, φαντάζεται περισσότερα απ’ όσα αντέχει. Και συνάμα ο άνθρωπος αγαπάει και μισεί περισσότερο απ’ όσο μπορεί να φανταστεί. Αυτό το τερατικό σύνθεμα αντιφάσεων είναι ο άνθρωπος. Όσο πολιτισμό κι αν οικοδομήσει για να καταστείλει τις ορμές του, στο τέλος πάντοτε αυτές θα αναδύονται και θα επανεκκινούν την ολέθρια Ιστορία.

Είναι, τελικά, οι ανθρώπινες σχέσεις η πιο δύσκολη εξίσωση στη διαδρομή του καθενός μας;
Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι μια δύσκολη εξίσωση. Είναι ένα μέγα ψεύδος – που ωστόσο είναι ζωτικό και αναγκαίο για να συνεχίσουμε τη ζωή. Ο Σαρτρ επέμενε πως «η κόλασή μας είναι οι άλλοι» – ωστόσο, χωρίς αυτούς τους άλλους, θα ζούμε σε έναν παγερό, απαίσιο και εφιαλτικό… παράδεισο.

INFO
Σάμουελ Μπέκετ
Περιμένοντας τον Godot
Σκηνοθεσία: Νατάσα Τριανταφύλλη
Παίζουν: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Δημήτρης Μπίτος, Αντώνης Αντωνόπουλος, Αινείας Τσαμάτης
«The Boy» voice over: Λένα Παπαληγούρα
Αίθριο Μουσείου Μπενάκη, Πειραιώς 138
Πληροφορίες & κρατήσεις: 210 3255444
Πρεμιέρα: 14 Ιουλίου 2016
Μόνο για 14 παραστάσεις
Τρίτη-Κυριακή: 21:30