Κώστας Μποτόπουλος: «Η δημοκρατία σε άμυνα» - Free Sunday
Κώστας Μποτόπουλος: «Η δημοκρατία σε άμυνα»

Κώστας Μποτόπουλος: «Η δημοκρατία σε άμυνα»

Ο συνταγματολόγος, πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ ανησυχεί για τον τραυματισμό της δημοκρατικής και θεσμικής τάξης, γιατί είναι «σαν να θέλαμε να δώσουμε επιχειρήματα στους εχθρούς της Ευρώπης και στους υπέρμαχους του απομονωτισμού μας».

Τι είναι αυτό που ζούμε; Θεσμική διάλυση λέγεται;
Θα το ονόμαζα συνειδητή απαξίωση των θεσμών. Συνειδητή, γιατί η κυβέρνηση δεν έχει πια το άλλοθι της «νεότητας» ή της φάσης εκμάθησης – οφείλει πια, μετά από δύο χρόνια άσκησης της εξουσίας και πολλές ήττες στη σύγκρουση με την πραγματικότητα, να γνωρίζει ότι άλλο οι πολιτικές επιλογές και αντιπαραθέσεις και άλλο ο σεβασμός στους θεσμούς, δηλαδή στους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας και της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών έχει εγκαίρως κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για απαξίωση των θεσμών, όταν η κυβέρνηση τους αγνοεί, τους παρακάμπτει, τους διαστρεβλώνει και γενικώς τους υποτάσσει στο δόγμα «ήρθαμε να κυβερνήσουμε με τον τρόπο μας και άρα θα χρησιμοποιήσουμε τους θεσμούς με τον τρόπο μας». Αυτή είναι μια αντίληψη επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Η κυβέρνηση ξεκίνησε πολώνοντας πρωτοφανώς το Κοινοβούλιο, εξουδετέρωσε ουσιαστικά τις ανεξάρτητες αρχές, επέκτεινε την πίεσή της στη Δικαιοσύνη και τώρα τελευταία δείχνει ανοιχτή απαξία και έναντι του ίδιου του Συντάγματος. Γι’ αυτό τον λόγο, πιστεύω, η υπόθεση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών ταρακούνησε τόσο πολύ τις συνειδήσεις και αποδεικνύεται κόλαφος για την κυβέρνηση: γιατί εμπεριέχει και συμπυκνώνει όλες τις παραπάνω θεσμικές παθογένειες.

Το ΣτΕ είχε κρίνει αντισυνταγματική και την προηγούμενη κατάσταση στο τηλεοπτικό τοπίο με τις δωρεάν άδειες και οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχαν σεβαστεί την κρίση του. Τι διαφορετικό συμβαίνει τώρα;
Το ΣτΕ είχε πράγματι νομολογήσει, ορθώς, ότι μια διαιώνιση του προσωρινού και ατελούς καθεστώτος αδειοδότησης δεν είναι συνταγματικά ανεκτή. Δεν είπε, όμως, και ούτε καν υπαινίχθηκε, ότι μπορεί να παρακαμφθεί η ανεξάρτητη αρχή που το ίδιο το Σύνταγμα ρητά καθορίζει ως αποκλειστικά αρμόδια για καθετί που συνδέεται με την κρατική παρέμβαση στον χώρο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Αυτό κλήθηκε να ξεκαθαρίσει το Συμβούλιο με την πρόσφατη απόφαση, την οποία θα πρέπει πρώτα να διαβάσουμε στην ολότητά της για να μπορέσουμε να σχολιάσουμε. Πάντως, απ’ όσα έχουν γίνει γνωστά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το δικαστήριο έκρινε πως «μια αντισυνταγματικότητα δεν καλύπτεται από μια άλλη, βαρύτερη», όπως είναι η παράκαμψη του ΕΣΡ.

Ακολουθεί ο πρωθυπουργός μεθόδους Μαδούρο, όπως καταγγέλλει η αντιπολίτευση;
Ευτυχώς, δεν μοιάζουμε –ακόμα– με Βενεζουέλα, σε μεγάλο βαθμό γιατί μείναμε, οριακά, εντός Ε.Ε. Τα προβλήματα της κοινωνίας είναι υπαρκτά και σημαντικά στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν καμία ποιοτική σχέση με την προϊούσα φτωχοποίηση και την έλλειψη βασικών αγαθών που αντιμετωπίζει η χώρα του κ. Μαδούρο. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικές μέθοδοι άσκησης της εξουσίας μπορεί να διαθέτουν επιμέρους αυταρχικά χαρακτηριστικά –και ξέρετε ότι νιώθω ευθύνη να μη μασάω τα λόγια μου ως προς αυτό–, αλλά δεν υφίσταται ενός κόμματος, πόσο μάλλον ενός ανδρός, αρχή – τον τσαβισμό ο πρωθυπουργός μας τον μελέτησε, αλλά δεν θέλησε, ή δεν κατάφερε, να τον μιμηθεί. Δεν θα χρησιμοποιούσα συνεπώς το παράδειγμα της Βενεζουέλας για τη σημερινή Ελλάδα. Αλλά το παράδειγμα της Πολωνίας, που ίσως είναι πιο τρομακτικό: μια χώρα της Ε.Ε. που επιλέγει την απομάκρυνση από την κανονικότητα, την καταφυγή στην «εθνική ιδιαιτερότητα» και την υπονόμευση του κράτους δικαίου.

Είναι τωρινό το φαινόμενο της σύγχυσης των εξουσιών ή των κυβερνητικών παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη; Μήπως είναι διαχρονικό;
Ασφαλώς και δεν είναι σημερινό και εξάλλου δεν είναι μόνο ελληνικό. Στη χώρα μας έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που οφείλονται και στη θεσμική διαρρύθμιση των σχέσεων των εξουσιών – θα αναφέρω τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, την έλλειψη Συνταγματικού Δικαστηρίου, το Μισθοδικείο και γενικά τη μισθολογική αντιμετώπιση των δικαστών, αλλά και τα προβλήματα υποδομής στον χώρο της Δικαιοσύνης, δεδομένου και του τεράστιου όγκου των υποθέσεων. Θεωρώ, όμως, ότι ποτέ η ανάμειξη της κυβέρνησης στα πράγματα της Δικαιοσύνης δεν ήταν τόσο ευρεία και τόσο πιεστική. Ποτέ δεν είχαμε τόσο αμφισβητήσιμες –ακόμα και από το δικαστικό σώμα, σε μία περίπτωση ακόμα και από τον αρμόδιο υπουργό– επιλογές στην ηγεσία των δύο ανώτατων δικαστηρίων. Ποτέ δεν είχαμε ευθεία παρέμβαση υπουργού για την ανάσυρση δικαστικής απόφασης από το αρχείο και στοχοποίηση του δικαστή που είχε κρίνει έτσι. Ποτέ δεν είχαμε προαναγγελία σημαντικής απόφανσης από τον ίδιο τον πρωθυπουργό στις οιονεί προγραμματικές δηλώσεις της Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Ποτέ δεν είχαν χρησιμοποιηθεί παρακρατικές μέθοδοι για την αποκάλυψη στοιχείων της προσωπικής ζωής δικαστών. Ποτέ δεν είχαν κληθεί στο Μέγαρο Μαξίμου για συζήτηση περί συνδικαλιστικών θεμάτων της Δικαιοσύνης οι επικεφαλής της και μάλιστα τις μέρες που είχε αρχίσει να συζητείται μια μεγάλη υπόθεση. Ποτέ δεν σχολιάστηκε με τόσο επιθετικό, πολιτικά προκλητικό και θεσμικά ανοίκειο τρόπο απόφαση (χωρίς μάλιστα να είναι γνωστό το πλήρες περιεχόμενό της), όπως έγινε το ίδιο βράδυ που μαθεύτηκε ότι το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες. Τόσες αντιθεσμικές πρωτιές δεν περιποιούν τιμή στην, κατά δήλωσή της, πρώτη φορά Αριστερά.

Είναι σε κίνδυνο η Ελληνική Δημοκρατία;
Βρίσκεται σε θέση άμυνας έναντι εκείνων που θα έπρεπε να την υπερασπίζονται. Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση δεν είναι, όπως συχνά λέγεται, κατ’ εικόνα του γενικού πληθυσμού, αλλά καθ’ ομοίωση των χειρότερων χαρακτηριστικών του. Για τους θεσμούς και το κράτος δικαίου, τα είπαμε: υποχωρούν και φθείρονται μέρα με τη μέρα. Στην Ε.Ε., που μας κρατάει ζωντανούς, φαίνεται να παραμένουμε, αλλά το χάσμα αντιλήψεων, συμπεριφορών και εντέλει αξιοπιστίας ολοένα βαθαίνει – σαν να θέλαμε να δώσουμε επιχειρήματα στους εχθρούς της Ευρώπης και στους υπέρμαχους του απομονωτισμού μας. Η πολιτική διαπάλη έχει προσλάβει χαρακτηριστικά εμφύλιας αντιπαλότητας. Ο καθένας στον χώρο του βλέπει τους «χειρότερους της γενιάς του» να κατέχουν αξιώματα και θέσεις ευθύνης. Όλα αυτά αφήνουν βαθιά ίχνη, δεν εξαφανίζονται ούτε μετά από μια κυβερνητική εναλλαγή. Η Δημοκρατία μας μπορεί να μην κινδυνεύει με αφανισμό, έχει όμως ήδη υποστεί βαρύτατα και ίσως ανεπούλωτα πλήγματα.

Και ο ενδιάμεσος χώρος; Αντί για ανασυγκρότηση, αποδιοργάνωση;
Θα έλεγα: σε διαρκή κίνηση προς την ακινησία. Πολλές συζητήσεις, ιδίως δημοσιογραφικού τύπου, λίγα αποτελέσματα. Θεωρητικά όλοι ξέρουμε τι απαιτούν οι καιροί: μια συγκέντρωση των φιλοευρωπαϊκών μεταρρυθμιστικών αντιαυταρχικών κοινωνικά ευαίσθητων δυνάμεων, ώστε να μεγεθυνθεί η εκλογική απήχηση και η κοινωνική δυναμική του χώρου που θα ονομάζαμε «κεντροαριστερά» σήμερα. Και που έχει την τύχη να είναι αποκαθαρμένος από τους καιροσκόπους που έβλεπαν αποκλειστικά ως εργαλείο άλωσης της εξουσίας τη δημοκρατική Αριστερά – που είναι η μόνη Αριστερά, σε αντίθεση με αυτό που ενσαρκώνει ο ΣΥΡΙΖΑ, που είναι στην ουσία μη-Αριστερά. Όμως για να έχει πιθανότητες επιτυχίας αυτή η προσπάθεια, και κυρίως για να έχει νόημα, θα πρέπει να κρατήσει μεν τον πυρήνα των ιδεών της «ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας» –καθώς, με όλα της τα προβλήματα, παραμένει η πιο κοντινή στον άνθρωπο και στις ανάγκες της εποχής πολιτική θεωρία–, αλλά να αλλάξει όλα τα άλλα: πρόσωπα και ομάδες εξουσίας, σχέση με το παρελθόν, πολιτική συμπεριφορά, τρόπο απεύθυνσης στην κοινωνία, κυβερνητική στόχευση και πρακτική. Πιστεύω, ίσως κόντρα στις ενδείξεις, ότι ο ανθός της δημιουργικής Ελλάδας συνεχίζει να βρίσκεται –συχνά απογοητευμένος, ενίοτε σιωπηλός– σε αυτό τον χώρο. Το ότι δεν καταφέρνει να ακουστεί και, στη συνέχεια, ίσως και να επιβληθεί δεν αποτελεί τόσο μυστήριο όσο σύμπτωμα της γενικότερης παθογένειας. Ακόμα και όταν ηττηθεί, η σημερινή ομάδα εξουσίας θα έχει καταφέρει να μας τραβήξει όλους προς τα κάτω – και έχουμε ευθύνη όσο δεν αντιστεκόμαστε.