Τάσος Τσακίρογλου: «Έτσι κατρακύλησε η αξιοπιστία της δημοσιογραφίας» - Free Sunday
Τάσος Τσακίρογλου: «Έτσι κατρακύλησε η αξιοπιστία της δημοσιογραφίας»

Τάσος Τσακίρογλου: «Έτσι κατρακύλησε η αξιοπιστία της δημοσιογραφίας»

Το επιχειρεί μάλιστα σε μια συγκυρία πολύ δύσκολη για τη δημοσιογραφία. Όχι μόνο γιατί έχουν επιδεινωθεί οι συνθήκες εργασίας, έχει χτυπήσει κόκκινο η ανεργία στον κλάδο και έχουν περιοριστεί οι ευκαιρίες αλλά επίσης ή κυρίως επειδή η αξιοπιστία των συστημικών ΜΜΕ κατέρρευσε συμπαρασύροντας την αξιοπιστία της ενημέρωσης, όπως σημειώνει o επικεφαλής του efsyn.gr και πολιτικός συντάκτης της «Εφημερίδας των Συντακτών».

Vivlio_Tsakiroglou
Γιατί για τα «εκτός επικαιρότητας»;
Η «επικαιρότητα» ορίζεται από το παρόν, το τρέχον και, αναγκαστικά, το παροδικό. Η ειδησεογραφία, προσπαθώντας να παρακολουθήσει και να μεταδώσει την επικαιρότητα, αναγκαστικά λειτουργεί υπό συνθήκες ταχύτητας και πολύ συχνά επιφανειακότητας. Δούλεψα δεκαέξι χρόνια στον ειδησεογραφικό τομέα στο ραδιόφωνο και τα τελευταία τρία έχω την ευθύνη της ιστοσελίδας efsyn.gr, της «Εφημερίδας των Συντακτών». Σήμερα, με την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το internet να παρέχουν άμεση –αλλά συχνά αδιασταύρωτη– ενημέρωση, μια εφημερίδα πρέπει να προσφέρει στον αναγνώστη κάτι παραπάνω: την ανάλυση σε βάθος και την εμπεριστατωμένη γνώμη. Το ζάπινγκ (τηλεοπτικό, ραδιοφωνικό ή ιντερνετικό) έχει εκπαιδεύσει τους πολίτες σε μια μορφή γνώσης αποσπασματικής, λειψής και, πολλές φορές, στρεβλής και ψευδούς. Κυρίαρχα γνωρίσματά της είναι η ταχύτητα και η εναλλαγή, στοιχεία που δεν βοηθούν στη συγκρότηση μιας συνεκτικής εικόνας για τον κόσμο. Αντίθετα, συντελούν στη βραχεία μνήμη και τελικά στη λήθη. Ο Μίλαν Κούντερα λέει ότι υπάρχει ένας εσωτερικός δεσμός της ταχύτητας με τη λήθη και της βραδύτητας με τη μνήμη. Γι’ αυτό λοιπόν στην αρθρογραφία μου επιλέγω να χρησιμοποιώ την επικαιρότητα μόνο σαν αφορμή και να προσπαθώ να βάλω τα κομμάτια της στο παζλ που συνθέτει τη μεγάλη εικόνα. Να δείξω το δάσος πίσω από το δέντρο. Έτσι, καταλήγω να πραγματεύομαι όλα τα «εκτός της επικαιρότητας», με αφετηρία την επικαιρότητα. Αυτό απαιτεί άλλη προσέγγιση και διάθεση χρόνου τόσο από μένα όσο και από τους αναγνώστες, άρα παραπέμπει αναγκαστικά σε μια «βραδύτητα».

Είναι πολλά τα σημαντικά που δεν μαθαίνουμε ή μήπως δεν υπάρχει μεγάλο κοινωνικό ενδιαφέρον για πολλά σημαντικά, όπως, για παράδειγμα, για την κλιματική αλλαγή;
Οι κυβερνώντες και η εξουσία συμπεριφέρονται στους πολίτες τους σαν σε μικρά παιδιά. Δηλαδή ανήλικα ανθρώπινα όντα, τα οποία είναι ανώριμα να διαχειριστούν την προσωπική και συλλογική ζωή. Και αυτό φυσικά οφείλεται στο ότι οι κάθε είδους εξουσίες (πολιτικές και οικονομικές) έχουν κάθε συμφέρον να θέλουν τη διατήρηση της αποστασιοποίησης των πολιτών από την πολιτική, αφού αυτή δίνει στις ίδιες λευκή επιταγή για τη διαχείριση των κοινών. Η πολιτική αλλοτρίωση και η ανάθεση έχουν οδηγήσει σε αυτό που ζούμε σήμερα: σε μια μεταδημοκρατία (Κόλιν Κράουτς), η οποία έχει μεν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας (εκλογές, κόμματα, ΜΜΕ κ.λπ.), αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα κενό κέλυφος, στον βαθμό που όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται έξω από τα Κοινοβούλια, σε κλειστά κονκλάβια, και συχνά έξω και από την ίδια τη χώρα. Το «κοινωνικό ενδιαφέρον» για τα σημαντικά ζητήματα καλλιεργείται στον βαθμό που οι άνθρωποι είναι δεκτικοί εκπαίδευσης. Όμως σήμερα το εκπαιδευτικό σύστημα, η τηλεόραση και η απουσία δημόσιου διαλόγου έχουν οδηγήσει σε μαρασμό αυτό το ενδιαφέρον. Αυτό ίσως είναι και το πιο ανησυχητικό.

Στα χρόνια της κρίσης ο δημοσιογραφικός κλάδος πέρασε και περνάει πολλά, όμως ποτέ δεν κέρδισε τη συμπάθεια της κοινής γνώμης, που ταυτίζει τους δημοσιογράφους με τους ιδιοκτήτες ΜΜΕ. Δίκαιο ή άδικο;
Πριν η κοινή γνώμη ταυτίσει τους δημοσιογράφους με τους ιδιοκτήτες ΜΜΕ, η μεγαλύτερη μερίδα των (επιφανών) δημοσιογράφων ταυτίστηκε μαζί τους, παρουσιάζοντας το ιδιωτικό σαν δημόσιο συμφέρον. Στον βωμό των δικών τους ιδιοτελών επιδιώξεων και προνομίων αυτοί οι «συνάδελφοι» συντέλεσαν αποφασιστικά στη μαζική διάδοση του κυνισμού, του ατομικισμού, του αμοραλισμού και της εθελοδουλίας. Έγιναν οι διαπρύσιοι κήρυκες του δόγματος ΤΙΝΑ (Δεν Υπάρχει Εναλλακτική), διαφημιστές της λιτότητας και των μνημονίων και, τελικά, προάγγελοι της παρακμής και της πτώσης που τώρα τους παρασύρει στα τάρταρα της αξιοπιστίας και της κοινωνικής κατακραυγής. Αντίθετα, ένα άλλο κομμάτι του δημοσιογραφικού κόσμου, οι εργάτες της ενημέρωσης, πληρώνει σήμερα το μάρμαρο της κατάρρευσης του κλάδου. Φυσικά κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών, διότι και ο δικός μας κλάδος έτρεφε για χρόνια την ψευδαίσθηση ότι στον καιρό των μνημονίων θα είχε διαφορετική τύχη απ’ όλους τους άλλους.

Δεν είναι απλοϊκό να γενικεύσει κανείς ότι τα συστημικά ΜΜΕ είναι αναξιόπιστα;
Οι καταθέσεις των καναλαρχών και των μεγαλοϊδιοκτητών ΜΜΕ στην επιτροπή της Βουλής για τη δανειοδότηση κομμάτων και ΜΜΕ έδειξαν όλη τη γύμνια αυτών των μέσων. Οι ιδιοκτήτες τους κυνικά παραδέχτηκαν ότι επί δεκαετίες δανείζονταν –δανεικά κι αγύριστα– τεράστια κεφάλαια από τις τράπεζες με τη μεσολάβηση των κυβερνήσεων, χωρίς εγγυήσεις και διασφαλίσεις. Η «Εφημερίδα των Συντακτών» και το efsyn.gr ήταν ίσως τα μόνα ΜΜΕ (πλην της ΕΡΤ) που μετέδωσαν ζωντανά αυτές τις συνεδριάσεις και έγραψαν δεκάδες σελίδες με βάση τα πρακτικά της Βουλής. Τα συστημικά ΜΜΕ «έθαψαν» επί μήνες αυτές τις καταθέσεις, παρ’ ότι ήταν «εντός επικαιρότητας». Έτσι αντιλαμβάνονται την ενημέρωση και την πληροφόρηση του κοινού και μάλιστα για ένα θέμα μείζονος δημοσίου συμφέροντος και ενδιαφέροντος. Το αρνητικό είναι ότι μαζί με τη δική τους αξιοπιστία κατρακύλησε και η αξιοπιστία συνολικά της δημοσιογραφίας και της ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να ευνοείται ο ακροδεξιός και συνωμοσιολογικός λαϊκισμός και ο αντίστοιχος τρόπος σκέψης ενός μέρους του κοινού.

Στη χώρα μας υπάρχει πρόβλημα ελευθερίας της έκφρασης, όπως λέγεται από αρκετούς στην αντιπολίτευση;
Η αντιπολίτευση –κυρίως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ– είναι εκείνοι που έβαλαν λουκέτο στην ΕΡΤ, φαινόμενο πρωτοφανές για δημοκρατική χώρα, καταγγέλλοντας ένα φαύλο καθεστώς πελατειασμού και ευνοιοκρατίας που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει επί δεκαετίες. Συναλλάχθηκαν με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και τους «νταβατζήδες», προσφέροντας μια ελεγχόμενη και κατευθυνόμενη ενημέρωση, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτική. Το καλοκαίρι του 2015 μετέτρεψαν αυτή την ενημέρωση σε μια πολυφωνική μονοφωνία, με το ίδιο μοτίβο: «ναι, ναι, ναι». Την ίδια στιγμή κραύγαζαν τις ανοησίες περί Βόρειας Κορέας, ενώ στην πραγματικότητα η Βόρεια Κορέα ήταν ήδη εδώ: μια πλήρης διαστροφή της πραγματικότητας, έτσι όπως αυτή η διαστροφή αποτυπώθηκε με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Όσο για τη σημερινή κυβέρνηση; Εάν ακολουθήσει μια παραλλαγή ενημέρωσης ίδια μ’ εκείνη των προηγούμενων αλλά με άλλα πρόσωπα, θα προσφέρει πολύ κακή υπηρεσία τόσο στην κοινωνία όσο και στην Αριστερά. Πάταξη της διαπλοκής με απλή αλλαγή προσώπων, αλλά με ίδιο οικονομικό και τηλεοπτικό μοντέλο, δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτό το καταλαβαίνουν όλοι, πρέπει να το αντιληφθεί και η κυβέρνηση.

Στα social media κυριαρχεί ο οπαδισμός. Είναι ένα πρώτο στάδιο που θα περάσει ή είναι δομικό χαρακτηριστικό;
Μάλλον το δεύτερο, καθώς αυτά πριμοδοτούν από τη μια την ομοφωνία και τη συμφωνία και από την άλλη τον μανιχαϊσμό και τη σύγκρουση. Συμφωνία με τις (εικονικές) «ομάδες» και τους «φίλους» και σύγκρουση με τους «εχθρούς» και τους «αντιπάλους». Λόγω της φύσης τους, όμως, δεν μπορούν να υπηρετήσουν μια αντιπαράθεση ιδεών και επιχειρημάτων. Αντίθετα, είναι ευεπίφορα στην ευκολία, στα κλισέ, στις ατάκες και σε μια επιθετικότητα που ευνοείται είτε από την ανωνυμία είτε από την απόσταση και την ασφάλεια του ψηφιακού μέσου. Και, φυσικά, όπως έχουν ήδη αναλύσει πολλοί, ευνοεί πάνω απ’ όλα τον ναρκισσισμό μας, αφού μπορούμε εύκολα και χωρίς μεγάλη προσπάθεια να αποσπάμε «like» και να κερδίζουμε «followers», νιώθοντας έστω και μέσω της εικονικής πραγματικότητας σημαντικοί. Φυσικά ο οπαδισμός δεν είναι φαινόμενο μόνο του διαδικτύου αλλά υπάρχει γενικότερα στην κοινωνία: στην πολιτική, όπως και στον αθλητισμό. Άρα είναι ένα δομικό πρόβλημα κοινωνικό και όχι διαδικτυακό.