Τάκης Θεοδωρόπουλος: «Η κυβέρνηση προετοιμάζει έξοδο από την Ε.Ε.» - Free Sunday
Τάκης Θεοδωρόπουλος: «Η κυβέρνηση προετοιμάζει έξοδο από την Ε.Ε.»

Τάκης Θεοδωρόπουλος: «Η κυβέρνηση προετοιμάζει έξοδο από την Ε.Ε.»

Το βιβλίο του «Στη χώρα του περίπου» (εκδόσεις Μεταίχμιο) βρίσκεται ήδη σε κυκλοφορία και δεν είναι καλή ιδέα για όσους ελκύονται από βολικές αυταπάτες.

Υπάρχει διέξοδος για τη «χώρα του περίπου»;
Έγραψα το «Στη χώρα του περίπου» για να μπορέσω να εντοπίσω όλες αυτές τις πολιτισμικές και ψυχολογικές παραμέτρους που λειτουργούν πέρα και κάτω από την επιφάνεια της οικονομίας. Είναι κάτι που με απασχολεί καθημερινά στα χρονογραφήματά μου στην «Καθημερινή» και θέλησα να γράψω ένα αναπτυγμένο δοκίμιο για να μπορέσω να το αναπτύξω. Ας πούμε, αφιερώνω ένα μεγάλο κεφάλαιο στο κέντρο της Αθήνας. Μια πόλη χωρίς κέντρο είναι μια περίπου πόλη και η καταστροφή του κέντρου της δεν ξεκίνησε με την κρίση. Είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν. Μην ξεχνάμε ότι η Αθήνα κάηκε με την άδεια της αστυνομίας και του τότε υπουργού Προκόπη Παυλόπουλου το 2008. Το 2011 είχαμε τους νεκρούς της Marfin, μαζί με την καταστροφή πολλών ιστορικών κτιρίων. Αυτά όλα τα εγκλήματα οφείλονται σε οικονομικούς λόγους; Ελάτε τώρα. Στους εμπρησμούς και στις καταστροφές του 2008 πρωταγωνίστησαν τα παιδιά της νεοαστικής τάξης, παιδιά των πατεράδων που τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν εγκαταλείψει τα διαμερίσματα του κέντρου για να εγκατασταθούν σε μεζονέτες των βορείων προαστίων. Κάθε άλλο παρά φτωχόπαιδα ήταν. Όμως, επειδή το μαρξιστικό ότι σε τελευταία ανάλυση όλα είναι οικονομία είναι το κυρίαρχο στον δημόσιο λόγο –είναι εύκολο εξάλλου–, έβγαιναν οι διάφοροι προοδευτικοί και μιλούσαν για τη γενιά των 700 ευρώ. Εφτακόσια ευρώ χαρτζιλίκι, αφού αυτοί ήταν φοιτητές και μαθητές που δεν είχαν βγει ακόμη στην αγορά εργασίας. Ποιο ψυχολογικό σύμπλεγμα οδηγεί ένα παιδί εύπορο να καταστρέψει την πόλη στην οποία υποτίθεται πως ζει; Από πού προκύπτει αυτή η μανία καταστροφής, η οποία μάλιστα εκδηλώνεται με τη γνώση ότι αυτός που την κάνει δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο; Ποιο ένστικτο θανάτου ξεφύτρωσε εκεί και πώς λειτουργεί αυτό στη συλλογική μας συμπεριφορά; Πώς ξεκινάει η τζιχάντ κατά της αστικής ζωής από ανθρώπους οι οποίοι απολαμβάνουν όλα τα αγαθά της; Θεωρώ ότι αν δεν αντιμετωπίσουμε όλα αυτά τα προβλήματα δεν πρόκειται ποτέ να ξεπεράσουμε το «περίπου» που μας καθηλώνει. Και για να τα ξεπεράσουμε πρέπει πρώτα να τα εντοπίσουμε και να τα αναγνωρίσουμε ως προβλήματα. Όχι να λέμε ότι το μόνο πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι πτώχευσε το ελληνικό κράτος και κατά συνέπεια και οι πολίτες του. Είναι πρόβλημα, αλλά δεν είναι το μόνο. Μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα τη δεκαετία του ’50 ήταν πολύ πιο φτωχή απ’ όσο είναι σήμερα. Ήταν μια χώρα που είχε περάσει Κατοχή και μετά την αλληλοσφαγή του εμφυλίου. Και όμως, η ελληνική κοινωνία βρήκε τη δύναμη να τα ξεπεράσει όλα αυτά. Το ζητούμενο σήμερα είναι αυτό. Πώς θα βρούμε τις δυνάμεις να ξεφύγουμε από τη νεκροφάνεια στην οποία έχουμε περιέλθει. Πώς θα ξαναβρούμε τη χαμένη εμπιστοσύνη απέναντι στους εαυτούς μας. Γι’ αυτό το λέω και το ξαναλέω: πρέπει να ξεκινήσουμε από τα απλά. Ας πούμε, την ανόρθωση του κέντρου της Αθήνας. Αυτό θα τονώσει την ψυχολογία του πληθυσμού. Γιατί δεν γίνεται η επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στα κτίρια του Πολυτεχνείου, κάτι που θα μεταμορφώσει την περιοχή αλλά και ολόκληρο το κέντρο; Αν το Ίδρυμα Νιάρχου έδινε τα μισά χρήματα απ’ όσα ξόδεψε για το έργο στον Ιππόδρομο, αυτή τη στιγμή το Εθνικό Αρχαιολογικό θα είχε τη θέση που του αξίζει στον παγκόσμιο χάρτη, ως το μουσείο με την πλουσιότερη συλλογή αρχαιοτήτων παγκοσμίως. Αντ’ αυτού, πάμε και στήνουμε καταυλισμούς μεταναστών σε απόσταση 500 μέτρων, στην πλατεία Βικτωρίας, και δίπλα του υπάρχουν οι φυλές των μπαχαλάκηδων. Αυτά δεν είναι ζητήματα οικονομικά. Είναι κατ’ εξοχήν ψυχολογικά και πολιτισμικά. Δείχνουν την ουσιαστική εγκατάλειψη της ελληνικής κοινωνίας. Σαν άρρωστο σώμα που φοβάται τις επεμβάσεις γιατί φοβάται ότι θα πεθάνει. Λέμε ότι οι κοινωνίες δεν αυτοκτονούν. Φοβάμαι ότι ενίοτε αυτοκτονούν.

Είναι λύση οι εκλογές;
Ποτέ δεν με ενδιέφερε η τεχνική της πολιτικής. Έτσι, θα σας απαντήσω ως πολίτης, που λένε. Ναι, οι εκλογές είναι λύση. Και όχι εξαιτίας του γενικού «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα», στο οποίο δεν πιστεύω. Γεμάτη αδιέξοδα είναι η δημοκρατία. Το λέω συγκεκριμένα. Δυστυχώς, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι η χειρότερη που θυμάμαι από την εποχή της χούντας. Και, δόξα τω Θεώ, έχουμε ζήσει μπόλικες από τότε. Τέτοια ανικανότητα, όμως, νομίζω ότι δεν έχουμε ξαναζήσει. Εδώ μας έχουν πάρει είδηση και όποιος περνάει μας ρίχνει και μια σφαλιάρα, όπως ο Έντι Ράμα ή ο Ερντογάν. Επειδή δεν νομίζω ότι η Τουρκία θα προκαλέσει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, νομίζω ότι κάνουν την πλάκα τους. Διασκεδάζουν μαζί μας, με τον Καμμένο και τον Κοτζιά. Είναι δυνατόν να αισθάνεσαι ασφαλής όταν ο ένας είναι υπουργός Εξωτερικών και ο άλλος Άμυνας; Ένας άλλος παράγοντας που κάθε μέρα που περνάει γίνεται και πιο επικίνδυνος είναι η παντελής απουσία δημοκρατικής παιδείας και η έλλειψη δημοκρατικής συνείδησης. Είναι το περίφημο παράλληλο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο είναι η δημιουργία ενός θεσμικού πλέγματος που μας απομακρύνει κάθε μέρα από την Ευρώπη. Πιστεύω ότι, παρ’ όλα όσα λένε, πάντα έχουν κατά νου την έξοδο της χώρας από την Ευρώπη και κάνουν ό,τι μπορούν για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις. Γι’ αυτό πρέπει να φύγουν το συντομότερο δυνατόν. Κάθε μέρα που περνάει, γίνονται και πιο επικίνδυνοι.

Σας πείθει ο Κ. Μητσοτάκης ότι θα κάνει κάτι καλό έχοντας ανακοινώσει μια «σκιώδη κυβέρνηση» με πρόσωπα του γαλάζιου μηχανισμού και των βαρονιών της ΝΔ;
Η εκλογή του Κ. Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ δημιούργησε πολλές προσδοκίες. Και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι μέσα σε μερικούς μήνες κατάφερε να πάρει μια παράταξη η οποία ήταν σαν διαλυμένη παρέλαση και να την κάνει υπολογίσιμη δύναμη. Από κει και πέρα, αναγνωρίζω ότι η σκιώδης κυβέρνηση υπολείπεται των προσδοκιών. Είναι απογοητευτική. Όμως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ανθρωπογεωγραφία της ΝΔ αντανακλά την ανθρωπογεωγραφία της ελληνικής κοινωνίας. Και γι’ αυτό στο «Στη χώρα του περίπου» αφιερώνω ολόκληρο κεφάλαιο στην κατάσταση των ελίτ –πολιτικών, πνευματικών, οικονομικών– και στην προσπάθεια που έγινε, σε όλα τα χρόνια της μεταπολίτευσης, να καταστραφούν. Θεωρήσαμε ότι οι «ελίτ» ήταν κάτι αντιδημοκρατικό, με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα, εκ των οποίων το εμφανέστερο είναι η σύνθεση της σημερινής Βουλής. Ελπίζω, πάντως, η σκιώδης κυβέρνηση να παραμείνει σκιώδης ακόμη και όταν έρθει η ώρα η ΝΔ να σχηματίσει κυβέρνηση με κανονικούς ανθρώπους. Διότι κάπου θα υπάρχουν και κανονικοί άνθρωποι.

Παλεύεται η άνοδος της ακροδεξιάς, του λαϊκισμού και του εθνικισμού σε ολόκληρη την Ε.Ε.;
Παλεύεται και δεν παλεύεται. Παλεύεται, αν οι πολιτικές ελίτ αποφασίσουν να πετάξουν στα σκουπίδια τις εμμονές και τα στερεότυπα των τελευταίων δεκαετιών και αναλάβουν την ευθύνη της πάλης. Αν, ας πούμε, αποφασίσουν να σταματήσουν να θεωρούν ως κυρίαρχη ιδεολογία της Ευρώπης την πολυπολιτισμικότητα, η οποία έχει αποδειχθεί αποτυχημένη. Θα πρέπει να βρούμε έναν άλλον τρόπο ένταξης αυτών των πληθυσμών που έρχονται από άλλους πολιτισμούς και πιστεύουν σε άλλον Θεό. Κι εδώ το πρόβλημα δεν είναι μόνον οικονομικό. Χρειάζεται δραστική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος και επανενεργοποίηση όλων των στοιχείων που αποτελούν το νευρικό σύστημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και προκαλούν τις αντιδράσεις του. Είναι ένας τρόπος να ανακοπεί η ακροδεξιά αν πολιτικές δυνάμεις της δημοκρατίας αποδείξουν ότι αυτά τα στοιχεία τα οποία επικαλείται δεν αντιβαίνουν στη δημοκρατία αλλά την υποστηρίζουν. Θα πρέπει να αποδείξουν ότι μπορούν να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν τις μετακινήσεις των πληθυσμών, είτε πρόσφυγες είτε μετανάστες, ώστε να μην απειληθούν οι κοινωνικοί ιστοί. Όταν τους αφήνεις να αλωνίζουν, όπως εδώ, είναι φυσικό να στρέφεις όσους πληθυσμούς θίγονται, όπως στη Χίο, προς τη Χρυσή Αυγή. Σε βαθμό που έχω αρχίσει να πιστεύω ότι ο Μουζάλας το κάνει επίτηδες. Θα μου πείτε, δεν πρέπει να υποτιμώ την ανικανότητά του. Γιατί ανεβαίνει η ακροδεξιά; Γιατί αρθρώνει πολιτικό λόγο, ειδεχθή μεν, πολιτικό δε, και επειδή επικαλείται τον δυτικό πολιτισμό και τις αξίες του, στις οποίες η κεντροαριστερά αντιπαραθέτει έναν χυλώδη ανθρωπισμό παλαιάς κοπής. Και μια οικονομίστικη ανάλυση η οποία δεν μπορεί να εξηγήσει τις σφαγές στο Παρίσι ή στις Βρυξέλλες.