Εξωσωματική γονιμοποίηση με αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας στις γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών - Free Sunday
Εξωσωματική γονιμοποίηση με αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας στις γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών

Εξωσωματική γονιμοποίηση με αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας στις γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών

Η βιταμίνη D μπορεί να αποτελεί το κλειδί της επιτυχίας τηςεξωσωματικής στις γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών, οι οποίες παρουσιάζουν εξαιτίας του υπογονιμότητα.

Επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή Perelman του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια πραγματοποίησαν μελέτη με εκατοντάδες εθελόντριες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως όσες πάσχουσες από το σύνδρομο είχαν ανεπάρκεια βιταμίνης D όταν άρχισαν την διαδικασία τηςυποβοηθούμενης αναπαραγωγής, είχαν κατά 40% λιγότερες πιθανότητες να μείνουν έγκυοι σε σύγκριση με όσες είχαν επαρκή επίπεδα της βιταμίνης στο αίμα τους.

Τα ευρήματα αυτά παρουσιάσθηκαν προ ημερών στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM) που πραγματοποιήθηκε στο Σαν Αντόνιο του Τέξας.

To Σύνδρομο των Πολυκυστικών Ωοθηκών είναι μία ορμονική διαταραχή που προσβάλλει ποσοστό έως 10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Αν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες, όπως ο τύπος 2 διαβήτη, η αυξημένη χοληστερόλη και η υπογονιμότητα λόγω απουσίας της ωορρηξίας.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Δρ. Δημήτρης Μπιλάλης MBBCh, MMedSc, CCST, FRCOG, Χειρουργός Γυναικολόγος με εξειδίκευση στην Αναπαραγωγική Ιατρική «Αυτό που ήδη γνωρίζουμε είναι πως για τις γυναίκες, ηέλλειψη της βιταμίνηςDαποτελεί λόγο ανησυχίας και για τη γονιμότητά τους και σχετίζεται άμεσα με την αναπαραγωγική λειτουργία και τα επίπεδα της ορμόνης ΑΜΗ, καθοριστικού παράγοντα για τη δυναμική των ωοθηκών.Η νέαέρευνα μας δείχνει ότι η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο και στη γονιμότητα των γυναικών με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών συγκεκριμένα. Το εύρημα αυτόφαίνεται πως ενισχύει εκείνο προγενέστερων μελετώνοι οποίες έχουν συσχετίσει την ανεπάρκεια βιταμίνης D με την μειωμένη ωορρηξία έπειτα από τη λήψη φαρμάκων για τη γονιμότητα και με την μείωση των πιθανοτήτων επιτυχημένης εγκυμοσύνης (δηλαδή κύησηςπου οδηγεί στην γέννηση υγιούς μωρού)».

Στην παρούσα μελέτη, οι επιστήμονες ανέλυσαν και συνέκριναν τα ευρήματα δύο μεγάλων κλινικών μελετών, των PPCOSII και AMIGOS. Οι μελέτες αυτές είχαν εξετάσει την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων για αύξηση της γονιμότητας στη βελτίωση των ποσοστών εγκυμοσύνης σε γυναίκες οι οποίες είτε έπασχαν από Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών είτε από ανεξήγητη υπογονιμότητα.

Τα στοιχεία από περισσότερες από 1.000 εθελόντριες αποκάλυψαν ότι η ανεπάρκεια βιταμίνης D σχετιζόταν με μειωμένες πιθανότητες εγκυμοσύνης και γέννησης υγιούς βρέφους, όταν το υποκείμενο αίτιο της υπογονιμότητας ήταν το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών. Μάλιστα αυτό ίσχυε ανεξάρτητα από τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) των γυναικών, τη φυλή, την ηλικία, τους δείκτες μεταβολικής λειτουργικότητας ή τη θεραπεία που χρησιμοποιήθηκε.

Αντιθέτως, η ανεπάρκεια της βιταμίνης D δεν φάνηκε να συσχετίζεται με τις εκβάσεις της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στις γυναίκες οι οποίες έπασχαν από ανεξήγητη υπογονιμότητα.

«Φάνηκε πως υπάρχει σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και την πιθανότητααποκτήσεως μωρού, η οποία φαίνεται να ποικίλει ανάλογα με την υποκείμενη αιτία της υπογονιμότηταςΑυτό είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω ώστε να βρεθούν ποιες υπογόνιμες ασθενείς θα ωφεληθούν περισσότερο από τον συστηματικό έλεγχο των επιπέδων της βιταμίνης D». συμπληρώνει ο Δρ. Μπιλάλης

Δεδομένου ότι πάρα πολλές γυναίκες παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D καλό θα ήταν οι γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών αρχικά να κάνουν εξέταση αίματος για τη συγκεκριμένη βιταμίνη.Σε περίπτωση έλλειψης ή ανεπάρκειας μπορούν, πάντα σε συνεννόηση με το θεράποντα ιατρό τους, να λάβουν ένα εξειδικευμένο διατροφικό συμπλήρωμα που περιέχει ανώτατης ποιότητας Βιταμίνη D σε συνδυασμό και με άλλα μικροθρεπτικά συστατικά που δρουν συνεργιστικά υπέρ της απορρόφησης και υψηλής βιοδιαθεσιμότητάς της στον οργανισμό, ενώ παράλληλα συμβάλλουνστην ομαλή λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος.