Δίωξη πολιτική ή δίωξη δικαστική; - Free Sunday
Δίωξη πολιτική ή δίωξη δικαστική;

Δίωξη πολιτική ή δίωξη δικαστική;

Τη Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 έγινε γνωστό ότι η κυβερνητική πλειοψηφία, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής (προανακριτική), εισηγείται την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του κ. Παπαγγελόπουλου για ηθική αυτουργία στο κακούργημα της κατάχρησης εξουσίας, ακόμη ένα κακούργημα και άλλα έξι πλημμελήματα. Με την εισήγηση δηλώθηκε ότι συμφωνεί και το ΚΙΝΑΛ. Την Τετάρτη 22 Ιουλίου η άσκηση ποινικής δίωξης εγκρίθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής. Ένα από τα αρχικά σχόλια του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι η κυβερνητική πλειοψηφία έμεινε με «τον ηθικό αυτουργό στο χέρι», διότι η εισήγηση δεν κατονόμαζε φυσικό αυτουργό.

Την Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020 έγινε γνωστό ότι ασκήθηκε από την τακτική Δικαιοσύνη ποινική δίωξη κατά της κ. εισαγγελέως Διαφθοράς για το κακούργημα της κατάχρησης εξουσίας και για πέντε ακόμη πλημμελήματα. Και ο φυσικός αυτουργός «βρέθηκε».

Έχει σημασία να θυμηθούμε ότι όλα δρομολογήθηκαν με πρωτοβουλία ενός εν ενεργεία δικαστικού: του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ιωάννη Αγγελή. Αυτός υπέβαλε στις αρχές του 2019 δύο αναφορές στην τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, οι οποίες, ουσιαστικά, ήταν μηνύσεις κατά της εισαγγελέως Διαφθοράς. Διαπιστώθηκε στη συνέχεια ότι οι συγκεκριμένες αναφορές-μηνύσεις έμειναν «παγωμένες» επί πεντάμηνο περίπου, ενώ διαρρεόταν ότι επρόκειτο περί πειθαρχικών αναφορών που αρχειοθετήθηκαν. Μετά τη διαρροή του περιεχομένου τους, η τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναγκάστηκε, τον Ιούνιο του 2019, να διατάξει ποινική έρευνα, η οποία κατέληξε στην πρόσφατη άσκηση ποινικής δίωξης κατά της εισαγγελέως Διαφθοράς. Είναι αλήθεια ότι οι δύο αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου που ερεύνησαν κατέληξαν σε διαμετρικά αντίθετα πορίσματα, ωστόσο το θεσμικό αποτέλεσμα ήταν άσκηση δίωξης.

Οι ίδιες αναφορές του κ. Αγγελή αποτέλεσαν, μετά τις εκλογές του 2019, τη βάση για τη σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής, η οποία ερεύνησε τη δράση του κ. Παπαγγελόπουλου. Στη διαδικασία αυτή πρωτοστάτησαν, εκτός του κ. Αγγελή, τέσσερις ακόμη ανώτεροι δικαστικοί (οι δύο εν ενεργεία), οι οποίοι κατέθεσαν ως μάρτυρες κατά του κ. Παπαγγελόπουλου. Η εκ μέρους της Βουλής άσκηση δίωξης κατά του κ. Παπαγγελόπουλου καταλαμβάνει υποχρεωτικά και τα μη πολιτικά πρόσωπα συμμετόχους και ενεργοποιεί, κατόπιν κληρώσεως, τη λειτουργία πενταμελούς Δικαστικού Συμβουλίου, αποτελούμενου από ανώτατους δικαστικούς (τρεις από τον Άρειο Πάγο και δύο από το Συμβούλιο της Επικρατείας), ένας από τους οποίους θα εκτελέσει χρέη ανακριτή. Θα κληρωθεί επίσης ο εισαγγελέας του Συμβουλίου, από τα μέλη της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Το Συμβούλιο θα αποφασίσει για όλα τα θέματα της διαδικασίας και της ουσίας που θα ανακύψουν κατά την ανάκριση, κυρίως όμως θα αποφανθεί για την παραπομπή σε δίκη ή την απαλλαγή του κατηγορουμένου και των συμμετόχων. Η κρίση του Συμβουλίου είναι αμετάκλητη. Δεν υπάρχει δικαίωμα προσβολής της απόφασής του από κανέναν. Επομένως, αν υπάρξει παραπομπή πολιτικού, ακολουθεί ειδικό δικαστήριο, αν υπάρξει απαλλαγή, ο φάκελος κλείνει. Τυχόν συμμέτοχοι, που κριθεί ότι πρέπει να δικαστούν, θα παραπεμφθούν στα τακτικά δικαστήρια.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στο Ελληνικό Σύνταγμα η έρευνα αξιόποινων πράξεων μελών κυβέρνησης συνιστά μια κυρίως πολιτική διαδικασία. Δεν επιτρέπεται καν έρευνα χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής. Αυτό θεωρητικά σημαίνει ότι η Βουλή, για αμιγώς πολιτικούς λόγους, μπορεί να απαγορεύσει την έρευνα. Τα προβλήματα ηθικής και δεοντολογίας μπορεί να είναι μεγάλα σε τέτοια περίπτωση, αλλά αυτό ακριβώς προβλέπεται. Το πραγματικό ζήτημα, βεβαίως, είναι κάθε φορά πιο απλό. Μια έρευνα που θα (ή δεν θα) ξεκινήσει χωρίς στοιχεία ή βάσιμες ενδείξεις θα καταρρεύσει γρήγορα. Το ζήσαμε με την έρευνα κατά των δέκα πολιτικών αντιπάλων των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία πρακτικά κατέληξε σε πολιτικό φιάσκο και προκάλεσε την τρέχουσα έρευνα εις βάρος του κ. Παπαγγελόπουλου.

Όσο κι αν διαμαρτύρεται η σημερινή αντιπολίτευση για πολιτική δίωξη, το θέμα έχει ξεκαθαριστεί: ναι, η διαδικασία είναι μέχρις ένα σημείο πολιτική, αλλά η δίωξη δεν μπορεί να είναι πολιτική, ήτοι δίωξη σκοπιμότητας. Η συγκεκριμένη έρευνα έγινε από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, αλλά έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί ότι εν ενεργεία δικαστικοί διαμόρφωσαν, ως μάρτυρες, μεγάλο κομμάτι των συμπερασμάτων. Από της απαγγελίας κατηγορίας και μετά, όμως, η διαδικασία είναι αμιγώς δικαστική. Και εκεί, δεν χωρούν παρερμηνείες. Οι δικαστικοί που θα διεκπεραιώσουν τις διαδικασίες θα οριστούν με κλήρωση. Η ίδια η φύση των πραγμάτων και η ουσιώδης βαρύτητα της διαδικασίας εγγυώνται ότι οι δικαστικοί δεν θα κάνουν εκπτώσεις. Εάν το πολιτικό σκέλος της διαδικασίας, κοινώς η έρευνα της Βουλής, ήταν «στημένη», τούτο θα αναδειχθεί από τους δικαστικούς που θα κρίνουν στη συνέχεια. Κανένα πολιτικό κόμμα δεν θέλει τέτοια σφραγίδα στο μέτωπό του. Οι πολιτικές συνέπειες θα είναι καθοριστικές.

Ανάμεσα στα άλλα, ο κ. Παπαγγελόπουλος κατηγορείται για ηθική αυτουργία σε κατάχρηση εξουσίας – ότι έπεισε δικαστικό να ενοχοποιήσει αθώους. Η δικαστικός που φέρεται να επείσθη είναι η κ. εισαγγελέας Διαφθοράς. Θα δικαστούν μαζί από το ειδικό δικαστήριο, εφόσον το Συμβούλιο τους παραπέμψει, ή θα αθωωθούν μαζί. Υπάρχει και το ενδεχόμενο να απαλλαγεί ο πρώτος και να δικαστεί η δεύτερη. Απαλλαγή της δεύτερης σημαίνει αυτομάτως και απαλλαγή του πρώτου. Απαλλαγή του πρώτου δεν σημαίνει αυτομάτως και απαλλαγή της δεύτερης.

Η επιλογή της άσκησης δίωξης κατά της κ. εισαγγελέως Διαφθοράς (παρά τα διαμετρικά αντίθετα πορίσματα των ερευνητών εισαγγελέων) έγινε σε χρόνο πριν αποφανθεί η Βουλή για τον κ. Παπαγγελόπουλο. Τυχόν απαλλαγή της ουσιαστικά θα έκοβε τον δρόμο στη Βουλή και θα καθιστούσε αδύνατη τη δίωξη κατά του κ. Παπαγγελόπουλου. Είναι προφανές ότι η Δικαιοσύνη, θεσμικά, δεν θα το έπραττε, για προφανείς λόγους.

Έως τώρα η Δικαιοσύνη είχε θεσμικά δευτερεύοντα ρόλο, πρωτοστατούντων ωστόσο εν ενεργεία στελεχών της. Πλέον παραλαμβάνει τη σκυτάλη και την αυτονόητη ευθύνη είτε της κάθαρσης και αυτοκάθαρσης είτε της απομάκρυνσης των σκιών. Η τελική της κρίση θα πρέπει να είναι υποδειγματική, όποια κι αν είναι. Η ευθύνη είναι τεράστια και θα καθορίσει την πολιτική ζωή της χώρας για δεκαετίες.

Όσο για τους παραπεμπόμενους, μόνο ένα σχόλιο χωρά: διαμαρτύρονται διότι υπόκεινται σε διαδικασίες παρόμοιες με εκείνες τις οποίες (πρώτοι) οι ίδιοι επιφύλαξαν στους αντιπάλους τους (εξόχως αποτυχόντες). Τώρα, πρωτοστατεί η Δικαιοσύνη και όχι οι πολιτικοί, όπως τότε. Δεν έχουν παρά να υποστηρίξουν την αθωότητά τους, χωρίς παράπονα. Οι ίδιοι προκάλεσαν τις εξελίξεις.