Βαγγέλης Γιαννίσης: «Ένιωθα ότι το βιβλίο γραφόταν μόνο του» - Free Sunday

Ο Βαγγέλης Γιαννίσης μπήκε το 2014 στις βιβλιοθήκες των Ελλήνων αναγνωστών με το πρώτο του μυθιστόρημα, «Το μίσος», με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη. Ακολούθησαν άλλα επτά βιβλία, ενώ το «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173» έχει βρεθεί στα best sellers των βιβλιοπωλείων. Στο νέο του μυθιστόρημα «Ο άλλος αδερφός», ένας συγγραφέας (για την ακρίβεια ο ίδιος) αναλαμβάνει να εξιχνιάσει μια υπόθεση που συντάραξε την Ελευσίνα πριν από δεκαετίες.

 

Για τις ανάγκες του βιβλίου σας «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173» συνεργαστήκατε με αξιωματικούς στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της ΓΑΔΑ. Πόσο σας βοήθησε αυτή η εμπειρία στο νέο σας βιβλίο «Ο άλλος αδερφός»;

Σίγουρα η εμπειρία αυτή θα με ακολουθεί στο υπόλοιπο της συγγραφικής μου καριέρας. Εάν μέχρι τότε υπερηφανευόμουν για την ποιότητα της έρευνάς μου, έπειτα από τη «Λεωφόρο» κατάλαβα ότι είχα ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου, ώσπου να φτάσω σε ένα επίπεδο έρευνας για το οποίο θα ήμουν πραγματικά περήφανος. Και σίγουρα δίχως αυτή την εμπειρία ο «Άλλος αδερφός» θα ήταν διαφορετικός.

Και, αν χρειάζονταν 50 λέξεις για να περιγράψετε το βιβλίο σας, ποιες θα ήταν αυτές;

Πρόκειται για ένα κράμα που αποτελείται από μία οικογενειακή σάγκα, μία ιστορία ενηλικίωσης και ένα υβριδικό faux true crime βιβλίο, που ακροβατεί στα όρια του ψυχολογικού θρίλερ, του police procedural, αλλά και του κοινωνικού μυθιστορήματος, χρησιμοποιώντας την Ελευσίνα ταυτόχρονα τόσο ως φόντο, όσο και ως πρωταγωνιστή της ιστορίας.

Στο βιβλίο σας πρωταγωνιστείτε και εσείς ο ίδιος. Πώς προέκυψε αυτό; Ήταν κάτι που από την αρχή είχατε κατά νου ή προέκυψε κατά τη συγγραφή;

Όχι από την αρχή. Στην αρχή υπήρχε μονάχα η κεντρική ιδέα: Δύο αδέρφια, που το ένα εξαφανίζεται. Μετά ήρθε η ιδέα του εγκιβωτισμού: Ο ένας αδερφός θα μπορούσε να διηγηθεί την ιστορία μέσω ενός βιβλίου που έγραψε. Και κάπου εκεί ήρθε και η ιδέα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, που μασκαρεύεται ως τριτοπρόσωπη. Ο «Άλλος αδερφός» είναι το μεταβατικό βιβλίο ανάμεσα στην πρώτη φάση της καριέρας μου, που ξεκίνησε με το «Μίσος», και της δεύτερης, που θα ξεκινήσει του χρόνου με το επόμενο βιβλίο μου, οπότε ήθελα να δείξω με αυτό τι έχω μάθει σε αυτά τα εννιά χρόνια, αλλά και τι μπορούν να περιμένουν οι αναγνώστες στα επόμενα.

db636a0cb4431bd2f3a9a26b6e49388e min

Στον κινηματογράφο έχουμε δει πολλές ταινίες που αφορούν μια ταινία. Στη λογοτεχνία λιγότερο ένα βιβλίο-μέσα-στο-βιβλίο. Στον «Άλλο αδερφό» συναντάμε αυτή την τεχνική, αυτό το τέχνασμα. Τι μπορείτε να μας πείτε ως προς τη δομή κατ’ αρχάς, αλλά και ως προς τη συγγραφή; Πόσο δύσκολο ήταν;

Κι όμως, ακόμη και αν πάμε πίσω στα μαθητικά μας χρόνια, θα βρούμε στο μάθημα των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας πολλές αναφορές στον εγκιβωτισμό, στη συγκεκριμένη τεχνική, οπότε δεν είναι κάτι άγνωστο στους αναγνώστες. Ξεχασμένο ίσως, αλλά όχι άγνωστο ή σπάνιο, και πιστεύω ότι, διαβάζοντας αυτή τη συνέντευξη, πολλοί θα το θυμηθούν. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δομή του «Άλλου αδερφού», ο εγκιβωτισμός μού έλυσε τα χέρια, αφού ήταν μία τεχνική που υπηρετούσε πλήρως την πλοκή και την έβρισκα πιο θελκτική από το διαδοχικό μπρος-πίσω κεφάλαιο παρά κεφάλαιο. Δεν υπήρξε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, μερικές φορές ένιωθα ότι το βιβλίο γραφόταν μόνο του.

Το βιβλίο σας έχει επίκεντρο την Ελευσίνα, τη γενέτειρά σας. Σε ένα πρόσφατο post σας στο Facebook γράψατε: «Μου πήρε αρκετά χρόνια για να αγαπήσω την Ελευσίνα». Πείτε μας περισσότερα.

Φαντάζομαι πως είναι κοινό βίωμα όσων έχουμε γεννηθεί σε μικρή πόλη να νιώθουμε κάπως «ξένοι» σε αυτή, τουλάχιστον στην παιδική μας ηλικία. Να νιώθουμε ότι δεν μας χωράει. Γι’ αυτό για πολλά χρόνια ένιωθα ότι δεν μπορούσα να αγαπήσω την Ελευσίνα, καθώς την είχα ταυτίσει με αυτή την αίσθηση του μη-ανήκειν. Μεγαλώνοντας, αυτό άλλαξε. Όσο καιρό περνούσα μακριά της, τόσο περισσότερο την αγαπούσα.

Είναι μια μόνιμη απορία μου. Οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων διαβάζουν αστυνομικά μυθιστορήματα για επαγγελματικούς λόγους ή για ευχαρίστηση; Θα μας δώσετε το αγαπημένο top five σας αστυνομικών μυθιστορημάτων;

Κυρίως για ευχαρίστηση, στην περίπτωσή μου. Θεωρώ ότι επωφελούμαι περισσότερο αν αφήνω τις πληροφορίες να χωνεύονται ασυνείδητα μέσα μου, παρά αν προσπαθώ να τεμαχίζω κάθε πρόταση. Δεν γράφονται γι’ αυτό άλλωστε τα βιβλία και πιστεύω ότι θα μου στερούσε την απόλαυση εάν τα διάβαζα σαν φιλόλογος/μελετητής λογοτεχνίας. Όσο για το top five, νομίζω θα μου ήταν ευκολότερο να αναφέρω πέντε βιβλία που έχω ξεχωρίσει τον τελευταίο χρόνο: «Ο εραστής της» της Ειρήνης Βαρδάκη, «The plotters» του Un-su Kim, «Empire of pain» του Patrick Radden Keefe, «Τα ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ» του Gunnar Staalesen και «The Windsor knot» της SJ Bennett.